«Μια φαρδιά σανίδα με κάγκελα εκατέρωθεν, οδηγούσε από το μουράγιο στο κατάστρωμα, όπου είχαν τοποθετηθεί τα καθίσματα και η οθόνη, ένα μεγάλο λευκό καραβόπανο, που κυμάτιζε σαν σημαία στο βραδινό αεράκι, με αποτέλεσμα οι εικόνες να μην είναι και τόσο καθαρές. Οι ταινίες που έπαιζε το πλωτό αυτό σινεμά ήταν δευτέρας προβολής, αυτό όμως δεν ενδιέφερε και τόσο τον κόσμο, που πήγαινε εκεί για ν’ απολαύσει τον δροσερό μπάτη πίνοντας την γκαζόζα, το σινάλκο ή τη γρανίτα του.»
Την ιστορία του «Κουρσάλ», όπως ήταν το όνομα του πλωτού κινηματογράφου που ταξίδεψε τους Θεσσαλονικείς την περίοδο του μεσοπολέμου την διασώζει ο Νίκος Θεοδοσίου στο απόσπασμα από το βιβλίο του «Οι Παλιοί Κινηματογράφοι της Θεσσαλονίκης» (Εκδόσεις Νεανικό Πλάνο, 2013) αλλά και στο ομότιτλο ντοκιμαντέρ που γύρισε ο ίδιος το 2006. Δυστυχώς δεν υπάρχουν ούτε φωτογραφίες ούτε φυσικά κάποιο κινηματογραφημένο απόσπασμα που να μαρτυρά το πώς έμοιαζε ο κινηματογράφος.
έλη Ιουνίου 1925 εμφανίζονται στις εφημερίδες της πόλης οι πρώτες διαφημίσεις για τη λειτουργία ενός μοναδικού κινηματογράφου. Το όνομά του είναι «Κουρσάλ», είναι πλωτός, φυσικά υπαίθριος και εκτός από κινηματογραφικές προβολές προσφέρει εκλεκτό φαγητό: φρέσκα ψάρια, κρύα πιάτα και δροσερή μπύρα.
Αν κρίνουμε από μικρά σχόλια που εμφανίστηκαν στις εφημερίδες το μπαρ του κινηματογράφου, που βρισκόταν στο αμπάρι, πρέπει να ήταν η πιο μεγάλη ατραξιόν προσφέροντας στους θαμώνες του «κουνήματα», συμπληρωματικά στα κουνήματα της θάλασσας. Περισσότερες λεπτομέρειες δεν υπάρχουν. Και όλα αυτά παρουσιάζονταν, όπως έλεγε η διαφήμιση, ως «πρωτοφανής αμερικανισμός», αν και ποτέ κάτι ανάλογο δεν εμφανίστηκε στην Αμερική. Μόνο τα drive in που ήταν κάτι πολύ διαφορετικό.
Ένα ρεπορτάζ του ανταποκριτή του περιοδικού «Κινηματογραφικός Αστήρ», που εκδίδονταν στην Αθήνα, μας δίνει μια πληρέστερη εικόνα του πλωτού κινηματογράφου:
«Κουρσάλ. Κάθε βράδυ, συγκεντρώνει αρκετόν πλήθος κόσμου, που ζητεί να βρή λίγη δροσιά στον πρωτότυπον αυτόν πλωτόν κινηματογράφο. Και είνε αλήθεια απόλαυσις να περνά κανείς την ώρα του στο πρωτότυπο αυτό κέντρον, προ παντός ότι λικνίζεται από ελαφρά κύματα»
Ο Κ. Τομανάς, στο βιβλίο του «Οι κινηματογράφοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης», στηριγμένος προφανώς σε προφορικές μαρτυρίες που με το πέρασμα του χρόνου αλλοίωσαν το όνομα κινηματογράφου κι από Κουρσάλ το έκαναν Τζερουσαλέμε, για να ηχεί πιο εβραϊκό και το αναβάθμισαν από μαούνα σε ιστιοφόρο, δίνει αυτή την περιγραφή:
«Μια φαρδιά σανίδα με κάγκελα εκατέρωθεν, οδηγούσε από το μουράγιο στο κατάστρωμα, όπου είχαν τοποθετηθεί τα καθίσματα και η οθόνη, ένα μεγάλο λευκό καραβόπανο, που κυμάτιζε σαν σημαία στο βραδινό αεράκι, με αποτέλεσμα οι εικόνες να μην είναι και τόσο καθαρές. Οι ταινίες που έπαιζε το πλωτό αυτό σινεμά ήταν δευτέρας προβολής, αυτό όμως δεν ενδιέφερε και τόσο τον κόσμο, που πήγαινε εκεί για ν’ απολαύσει τον δροσερό μπάτη πίνοντας την γκαζόζα, το σινάλκο ή τη γρανίτα του. Μόνιμη πελατεία του σινέ GERUSALEME ήταν οι εβραϊκές οικογένειες που έμεναν στον Δεύτερο μώλο, τη σημερινή οδό Προξένου Κορομηλά, και στην οδό Μητροπόλεως. Τα καλοκαιρινά βράδια έφευγαν από τα σπίτια τους, σωστά καμίνια, και πήγαιναν στη θάλασσα για να δροσιστούν.»
Και πήγαιναν όλα καλά μέχρις ότου εμφανίστηκε στις 23 Αυγούστου 1925 μια πρωτοσέλιδη επίθεση από την εφημερίδα «Μακεδονία». Σε άρθρο με τίτλο «ΚΟΥΡΣΑΛ: Η ΠΑΡΔΑΛΗ ΜΑΟΥΝΑ» ο υπογράφων Κ.Δ. Καραβίδας δεν αρκείται στον χαρακτηρισμό της ως «εξάμβλωμα» αλλά υποστηρίζει ότι «ο πλέον καθυστερημένος δήμαρχος της εσχάτης των πόλεων της πενιχροτέρας αισθητικής, θα εθεώρει ως πρώτον καθήκον του την πυρπόλησιν της μαούνας, εξορίας δε ψήφισμα θα εζητείτο δια πάντα όστις θα εύρισκε δάκρυα επί της αφανιζομένης ωραιότητος.»
Η πρώτη σκέψη είναι ότι ο κ. Καραβίδας, που ασχολείται και με την ποίηση, δεν κάνει άλλο παρά να συντάσσεται με το σύνολο σχεδόν των μελών της «ιντιλιγγέντσιας» της εποχής οι οποίοι αν και παρακολουθούσαν κινηματογράφο θεωρούσαν την τέχνη του κινηματογράφου «σαν κάτι το κατώτερο», όπως επισημαίνει ο Νικόλας Κάλας το 1931.
Η απάντηση στο άρθρο του Κ. Καραβίδα, που έρχεται την επόμενη κιόλας μέρα από τον Κ. Σνωκ, αλλά κι ανταπάντηση του πρώτου λίγο αργότερα, φανερώνουν ότι κάτι βαθύτερο υποβόσκει. Άλλωστε ο Κ. Σνωκ δεν έχει διαφορετική γνώμη για το «Κουρσάλ». Αλλά ενοχλείται σφόδρα από το γεγονός ότι ο αρθρογράφος υποτιμά το πολιτιστικό επίπεδο των Ελλήνων Μακεδόνων, αφού δεν αντιδρούν στην παρουσία του «Κουρσάλ», και του δηλώνει ότι «αντί να ειρωνεύηται την οπισθοδρώμησιν αυτήν, θα ώφειλε να κλαίη επί των αιτίων της».
Στη απάντησή του ο Κ. Καραβίδας, αφού δίνει τη δική του εκδοχή για ιδανικό τύπο του Έλληνος Μακεδόνος βάσει του οποίου πρέπει να διαμορφώσουν του παλιούς και νέους κατοίκους της περιοχής, αφήνει πολλά υπονοούμενα για την όχι και τόσο έντιμη διαχείριση την περίοδο που ο Κ. Σνώκ κατείχε δημόσια αξιώματα είτε ως διευθυντής του επικοιστικού γραφείου Εδέσσης ή ως υποδιοικητής Χαλκιδικής αλλά και μια αόριστη αναφορά σε ζητήματα που συζητούν ιδιωτικά και δεν έπρεπε να δημοσιοποιούνται.
Και οι δυο έχουν διατελέσει μέλη του κρατικού μηχανισμού που αγωνίζεται να «ελληνοποιήσει» τα νέα εδάφη με την έντονη πολυεθνική σύνθεση. Ο Κ. Σνωκ εξελίχθηκε σε υμνητή του γερμανικού φασισμού.
Αλλά έρχεται το τέλος του καλοκαιριού και μαζί το τέλος του «Κουρσάλ». Ο ανταποκριτής του «Κινηματογραφικού Αστέρα» τηλεγραφεί: «Το Κουρσάλ, ο περίφημος πλωτός Κινηματογράφος έλαβε πάλιν την μορφήν παληομαούνας και κατέλαβε την προτέραν του θέσιν μεταξύ των ρημαγμένων καραβιών».
_Σύμφωνα με ένα μεταγενέστερο δημοσίευμα της «Μακεδονίας» (27/8) ο πλωτός κινηματογράφος ως απλή μαούνα πλέον, θα μεταφερθεί στην Παλαιστίνη για να χρησιμεύσει σαν πλωτή σχολή Δοκίμων! Και μπορεί το «Κουρσάλ» να χάθηκε οριστικά αλλά φαίνεται ότι έμεινε στη μνήμη των ανθρώπων γι' αρκετό ακόμα. Έτσι, όταν έφτασε από τη Βιέννη, ένα χρόνο αργότερα, η πληροφορία ότι ένα ποταμόπλοιο μετασκευάστηκε σε καφενείο-εστιατόριο, η «Μακεδονία» σχολίασε: «Δηλαδή θα είναι κάτι ανάλογον προς την περίφημον μαούναν «Κουρσάλ» την οποίαν ετορπίλισεν ο καλός μας φίλος κ. Κώστας Καραβίδας.»