Η παράσταση «Πωλούνται δάκρυα ελιάς» στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας
Η Φένια Παπαδόδημα εμπνέεται θεατρικά από τον
Δημήτρη Καμπούρογλου. Η σύγχρονη ηρωίδα του έργου της, χαμένη στη φρίκη
τού σήμερα, ανακαλύπτει στο κείμενό του «Ο αναδρομάρης της Αττικής» μια
άλλη πνευματική, φωτεινή Ελλάδα. Αυτήν που στήριξε και την ίδια τη
σκηνοθέτιδα τα χρόνια που ζούσε στο Παρίσι.
Της Εφης Μαρίνου«Μη ζητείτε πλέον ελαιόδενδρα εις την κοιλάδα του Ωραίου. Δενδρά τα λέγαν οι παλαιοί του τόπου κάτοικοι. Και ίσως έτσι να τα λέει ακόμη κάποιος αιωνόβιος γέρων. Είναι αυτά που έδιδαν εις τους πιστούς των και φως και τροφήν και θέρμανσιν, και θαλίαν διά να στολίζουν την θύρα της χαράς, και φύλλα διά να λιβανίζουνε τον έρωτα και δάκρυ διά να εξορκίζουν την νόσον».
Στο υπέροχο κείμενο του «αθηναιογράφου» Δημήτρη Καμπούρογλου «Ο αναδρομάρης της Αττικής», ένα περιηγητικό σύγγραμμα για την Αθήνα του 1920, βασίζεται η παράσταση «Πωλούνται δάκρυα ελιάς» που γράφει, σκηνοθετεί και ερμηνεύει η Φένια Παπαδόδημα μαζί με τη Μαρία Σκουλά στη Β΄ Σκηνή του θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας. Το θέμα του έργου πατά με το ένα πόδι στην Αθήνα τού σήμερα και με το άλλο στις αρχές του αιώνα.
Ο Δ. Καμπούρογλου μιλάει για τις επισκέψεις του στον αρχαίο ελαιώνα, το δάσος με τις ιερές ελιές της θεάς Αθηνάς (καθεμία θεωρούνταν τέμενος) που δεν υπάρχει πια. Περιηγείται ανάμεσα σε ερείπια, ναούς και μοναστήρια, μεταφέρει θρύλους, προφορικές παραδόσεις, αρχαίους μύθους για τις νεράιδες και τους ασκητές στις σπηλιές της Πεντέλης, για τον κισσό και τη δάφνη που συνομιλούν στον Υμηττό.
Στη θέση του ιερού ελαιώνα της θεάς Αθηνάς στέκουν τώρα βιομηχανίες, τερατώδη εμπορικά κέντρα, πορνεία, σουβλατζίδικα με «βρόμικο». Εκεί περιπλανιέται η Ελένη, η ηρωίδα του έργου. Μια 40άρα ηθοποιός, πρόσφατα χωρισμένη, άστεγη, ανίκανη να κλάψει. Για ν’ αντισταθεί στο χάος και στη μετριότητα που της επιβάλλει η ζωή γύρω της, γίνεται εκκεντρική, προκλητική, επιθετική.
Η σύγχρονη Ελλάδα εισβάλλει στην ψυχή της: οι ουρές στο ταμείο ανεργίας, το εμπόριο ναρκωτικών και το sex traffic στην Ομόνοια, οι ταξιτζήδες που διακινούν τα ναρκωτικά μέσα σε κουτιά από τσιγάρα, η κατάντια της ελληνικής εκπαίδευσης, τα παιδάκια που συνεννοούνται στη διάλεκτο OMG και τρία Lol!
Ενας φύλακας άγγελος «πετάει» στην Ελένη από τον ουρανό το βιβλίο του Δ. Καμπούρογλου, τον «Αναδρομάρη της Αττικής». Καθώς βυθίζεται στην ανάγνωση, μια «αόρατη» Ελλάδα, ένας κόσμος φωτεινός, πνευματικός, ξετυλίγεται στη φαντασία της και την ανακουφίζει. Αρχίζει ν’ ανασκαλεύει μνήμες της παιδικής ηλικίας κρατώντας ημερολόγιο. Καταγράφει σκέψεις για τη σύγχρονη πραγματικότητα, τη χαμένη της αθωότητα, τα όνειρα που βλέπει: πουλιά να κελαηδούν και αγγέλους να της ετοιμάζουν μυστικά φτερά για να αποδράσει από τη φυλακή όπου η ίδια έχει καταδικάσει τον εαυτό της. Συναντά κρυφούς συμμάχους που την κάνουν να θέλει ν’ αλλάξει ζωή – ώς και την ίδια τη θεά Αθηνά.
Κάποτε ο φύλακας άγγελός της της ανακοινώνει πως σε λίγο θα πεθάνει. Πρέπει λοιπόν να θυμηθεί κάτι πραγματικά ωραίο και φωτεινό, κάτι που κρύβει μέσα του αυθεντική αγάπη. Εκείνη ικετεύει να τη βοηθήσει να κλάψει. Της χαρίζει λίγα δάκρυα ελιάς, που άλλοτε χρησίμευαν ως γιατρικό. Κι έτσι καταφέρνει να «σταθεί σιωπηλή και ευλαβής μπροστά εις τας κόγχας αυτάς της ελαίας», όπως λέει ο Καμπούρογλου, έστω για λίγο, όσο κρατάει μια υπόκλιση στο τέλος της παράστασης.
Η Φένια Παπαδόδημα συμμετέχει στην παράσταση και ως μουσικός. Παίζει σάζι, τραγουδάει όπως και η Μαρία Σκουλά, φτιάχνει λούπες για να περιγράψει καταστάσεις ζωής μέσα από ήχους. Τι την τράβηξε στον Καμπούρογλου;
«Οσα χρόνια ζούσα στο Παρίσι σκεφτόμουν, ονειρευόμουν, δημιουργούσα σε μια γλώσσα ξένη, που με τα χρόνια έγινε δική μου. Κατά καιρούς όμως με έπιανε μια φοβερή επιθυμία, σχεδόν μανία, να διαβάσω και ν’ ακούσω κείμενα στα ελληνικά, Οδύσσεια και Παπαδιαμάντη κυρίως. Οι λέξεις, η εκφορά τους με έλκυαν σαν να δονούσαν την ατμόσφαιρα εκπέμποντας έναν ήχο σχεδόν “οπτικό”, φωτεινό. Ετσι νιώθει κανείς διαβάζοντας Σολωμό, Βιζυηνό, Ελύτη, Σεφέρη, αλλά και Σκαρίμπα, Σαχτούρη, Παπαδίτσα. Αυτός ο “οπτικός” λόγος επιβεβαιωνόταν όλο και περισσότερο στη συνείδησή μου μελετώντας επίσης πατερικά κείμενα, Κόντογλου, παραδοσιακά παραμύθια, οτιδήποτε με συνέδεε με μια Ελλάδα που νοσταλγούσα. Συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά τα έργα “συντονίζονταν” σε μια ιδιαίτερη πνευματική συχνότητα, διαφορετική των δυτικών συγγραμμάτων, που επίσης αγαπούσα.
»Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εκτίμησα αλλιώτικα τη δύναμη που έχουν ο βράχος του Λυκαβηττού, η θάλασσα στο Φάληρο, το φέγγος του Υμηττού το ξημέρωμα, κάτι που μπορεί να φαίνεται γραφικό και κλισέ, αλλά που όταν το στερείσαι για πολύ καιρό, το εκτιμάς διαφορετικά, εντελώς σωματικά. Στο κείμενο του Καμπούρογλου με εντυπωσίασε η συνάντηση ανθρώπινου και φυσικού τοπίου.
»Διαβάζοντας φανταζόμουν την απίστευτη ομορφιά που χάθηκε και ένιωθα πόσο σκληρή είναι η σύγκρουση με τη σημερινή πραγματικότητα, την αναπότρεπτα σκοτεινή. Είναι ανατριχιαστική η σκέψη ότι τα νέα παιδιά, ίσως, δεν θα διαβάσουν ποτέ Παπαδιαμάντη. Εννοείται ότι δεν φέρω ίχνος εθνικισμού ή σοβινισμού, απλώς λυπάμαι βλέποντας το “δάσος του ακάρπου σκότους” να εξαπλώνεται καλπάζοντας. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την αποκοπή μας από την πνευματική και λόγια ελληνική παράδοση, αλλά και μια γενικότερη άρνηση κάθε πνευματικής ενασχόλησης ως κάτι περιττού, άχρηστου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου