Δημοσιεύτηκε: Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2013 20:43 www.agelioforos.gr
ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ ΠΑΪΣΙΔΟΥ
Επ. καθηγήτριας Βυζαντινής Αρχαιολογίας
Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο.
-Όχι σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;
Θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δεν γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.
(Ο Ηδονικός Ελπήνωρ, Γ. Σεφέρης)
Το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 24 αναφέρει ρητά:
«Η
προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση
του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος
έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο
πλαίσιο της αρχής της αειφορίας». Το Σύνταγμα, λοιπόν, ενισχύει την
υπόσταση των αρχαιοτήτων αλλά και το δικαίωμα του κάθε Έλληνα πολίτη να
καταγγείλει οποιαδήποτε παρέκκλιση εις βάρος της πολιτιστικής μας
κληρονομιάς, η οποία αντιμετωπίζεται ως αγαθό που ανήκει σε όλους.
Εις επίρρωσιν του ανωτέρω ο Αρχαιολογικός Νόμος 3028/2002 στο άρθρο 3, παράγρ. 2 διευκρινίζει ότι
«Η
προστασία των μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων
περιλαμβάνεται στους στόχους οποιουδήποτε επιπέδου χωροταξικού,
αναπτυξιακού, περιβαλλοντικού σχεδιασμού», ενώ στο άρθρο 7, παρ. 2
αναφέρει ότι «Τα ακίνητα αρχαία που αποκαλύφθηκαν ή αποκαλύπτονται κατά
την εκτέλεση ανασκαφών ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας ανήκουν κατά
κυριότητα στο Δημόσιο, είναι εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα
χρησικτησίας».
Σε επίπεδο Διεθνών Συμβάσεων πρώτα ο Χάρτης
της Βενετίας για την Αποκατάσταση και Συντήρηση Μνημείων και Μνημειακών
Συνόλων (1964) έθεσε την ευθύνη έναντι των μελλοντικών γενεών, στις
οποίες οφείλουμε να παραδώσουμε ακέραια τα μνημειακά έργα των λαών ως
πανανθρώπινη πολιτιστική κληρονομιά. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την
προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς (Αναθεωρημένη, Μάλτα 1992)
προβλέπει
τη συμφιλίωση και συνάρθρωση των αναγκών της αρχαιολογίας
και των αναπτυξιακών σχεδίων, τη συστηματική διαβούλευση αρχαιολόγων,
πολεοδόμων και χωροτακτών, την τροποποίηση σχεδίων αναπτύξεως που
ενδέχεται να αλλοιώσουν την αρχαιολογική κληρονομιά, τη διατήρηση κατά
χώραν των στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς, όταν ευρίσκονται επ΄
ευκαιρία εργασιών αναπτύξεως.
Το 1975 στη Διακήρυξη του Άμστερνταμ υποστηρίζεται ότι το μέλλον δεν μπορεί και δεν πρέπει να κτίζεται σε βάρος του παρελθόντος.
Η
γενική αφύπνιση στο θέμα της θεσμικής προστασίας της αρχαιολογικής
κληρονομίας και η έμφαση στον οικουμενικό χαρακτήρα της διάσωσης των
μνημείων διατυπώνονται με τη Σύμβαση του Λονδίνου (1969), των Παρισίων
(1972) «Για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής
κληρονομίας», τη Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975) και τη Σύμβαση της
Γρανάδας (1986) «Για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομίας της
Ευρώπης», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα το 1992 (κυρωτ. ν. 2039/1992). Με
τη Σύμβαση των Παρισίων του 1972 μπαίνουμε σε άλλη εποχή, καθόσον
τέθηκε το ζήτημα της ταυτόχρονης προστασίας της παγκόσμιας φυσικής και
πολιτιστικής κληρονομιάς, θέτοντας έτσι το θέμα της προστασίας δύο
συστημάτων, του φυσικού και του ανθρωπογενούς ως συνάλληλα και
αλληλοϋποστηριζόμενα. Συνεπεία των ανωτέρω η προστασία της Πολιτιστικής
Κληρονομιάς δεν αποτελεί μόνο εθνική στρατηγική αλλά λαμβάνει παγκόσμια
διάσταση.
Ομοίως και ο πρόσφατος ελληνικός αρχαιολογικός νόμος
3028/2002 τιτλοφορείται για την «Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει
της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» έναντι του προηγούμενου 5351/1932 που
έφερε το γενικότερο τίτλο «Περί Αρχαιοτήτων». Είναι πια φανερό ότι η
ολοένα επαπειλούμενη πολιτιστική κληρονομιά έχει ανάγκη ενισχυμένης
θεσμικής προστασίας. Κατά το νέο νόμο η πολιτιστική κληρονομιά ορίζεται
ως το σύνολο των πολιτιστικών αγαθών. Η έννοια του «αγαθού» ενέχει τη
σημασία του αναντικατάσταστου και αναπαλλοτρίωτου. Το πολιτιστικό αγαθό
αποτελεί αυταξία με διαχρονική υπόσταση έναντι της εφήμερης ανθρώπινης
παρουσίας. Ο ίδιος νόμος στο άρθρο 2 διασαφηνίζει και την έννοια του
ακίνητου και συνεπώς αμετακίνητου μνημείου: πρόκειται για
«ακίνητα
μνημεία που είναι συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό … και
δεν είναι δυνατόν να μετακινηθούν χωρίς βλάβη της αξίας τους ως
μαρτυριών».
Ωστόσο, η διεθνής έκπτωση και συρρίκνωση των
ανθρωπιστικών σπουδών και επιστημών, η οποία παρατηρείται τις τελευταίες
δεκαετίες, επειδή οι επιστήμες αυτές δεν θεωρούνται προσοδοφόρες και τα
οφέλη τους δεν μπορούν να προμετρηθούν, μεγιστοποιεί την κρίση που
περνά η αντιμετώπιση του πολιτιστικού αγαθού. Μέσα σε αυτό το κλίμα
αντιμετωπίζεται το πολιτιστικό αγαθό ως εμπορεύσιμο και ενίοτε
αναλώσιμο. Η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία βιώνει καθημερινά το
πρόβλημα, ιδιαίτερα όταν συναντιέται με τα μεγάλα τεχνικά έργα. Υπάρχει
ασυμβατότητα στους χρόνους που τρέχει το προμετρημένο οικονομικό κέρδος
και στους μη κερδοφόρους χρόνους έρευνας, ανασύστασης και μελέτης ενός
ανθρωπογενούς συστήματος του παρελθόντος. Δεν είναι πλέον η φυσική φθορά
που απειλεί την υλική υπόσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά η
ταχύτατη μεταβλητότητα του ανθρώπινου περιβάλλοντος που υπερβαίνει
συντριπτικά τα συνήθη ανθρώπινα δεδομένα.
Η Θεσσαλονίκη από το
2004 βιώνει το σχεδιασμό του κοινωφελούς έργου, του Μετρό της πόλης,
ενός δημόσιου έργου μεγάλης κλίμακας. Τον Αύγουστο του 2006 ξεκίνησαν οι
πρώτες εργασίες στο πεδίο. Με την εκτέλεση αυτού του έργου η
Αρχαιολογική Υπηρεσία βρέθηκε στη δίνη μιας δοκιμασίας: από τη μία η
ανοιχτή πρόκληση για το μεγάλης κλίμακας ανασκαφικό έργο με αναμενόμενα
τα σημαντικά ευρήματα στον άξονα της μεγάλης decumanus της Θεσσαλονίκης
που τέμνει οριζόντια την πόλη και από την άλλη η πλήρης επίγνωση όλων
μας για τη βέβαιη μοίρα των αποκαλυφθεισών αρχαιοτήτων: την καταστροφή
τους ή στην καλύτερη περίπτωση την μερική απόσπασή τους. Τα αρχαιολογικά
σκάμματα μετατρέπονται σε ορύγματα κατασκευής των σταθμών του μέλλοντος
όπου ο αρχαίος κόσμος δεν έχει καμία θέση. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η
επιλογή δεν ήταν δική μας. Η χωροθέτηση και ο υπερβολικός αριθμός των
σταθμών μέσα στο ιστορικό κέντρο της πόλης μας δεν συναποφασίστηκε
μεταξύ των υπηρεσιών, αλλά επιβλήθηκε ως πολιτική βούληση. Στην
υπηρεσιακή αλληλογραφία υπάρχουν αναφορές για την αρχαιολογικά
ασυμβίβαστη απόφαση κατασκευής των σταθμών –και μάλιστα τόσο πυκνών-
στην καρδιά της αρχαιολογικής Θεσσαλονίκης και στην κεντρική αρτηρία
της.
Κατά τη συνήθη, λοιπόν, πρακτική ξεπεράστηκαν οι φωνές των
οχληρών αρχαιολόγων και το προαποφασισμένο τεχνικό έργο ξεκίνησε χωρίς
καμία παρέκκλιση και κατά παράβαση των Διεθνών Συμβάσεων που
προαναφέρθηκαν. Μεταξύ του τότε Υπουργείου Πολιτισμού, της Αττικό Μετρό
και της Αναδόχου Κοινοπραξίας υπογράφηκε το «Πλαίσιο προγραμματισμού και
συντονισμού των αρχαιολογικών εργασιών για την κατασκευή του Μετρό
Θεσσαλονίκης», όπου ορίζεται μεταξύ των άλλων
η καταγραφή, μελέτη και αξιοποίηση των ευρημάτων είτε στα Μουσεία είτε στους ίδιους τους σταθμούς.
Η πράξη, όμως, έδειξε ότι δεν υπήρχε εξ αρχής πραγματικός σχεδιασμός
ανάδειξης των αρχαιοτήτων εντός των σταθμών και η εταιρεία ποτέ δεν
έδωσε σαφείς απαντήσεις ούτε παρέδωσε τα σχέδια των σταθμών του
ιστορικού κέντρου στις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων. Στις προφορικές
ερωτήσεις περί αναδείξεων των αρχαιοτήτων που δεν μετακινούνται οι
απαντήσεις ήταν πάντα αόριστες και αμφιλεγόμενες. Αποκορύφωμα της
αρνητικής αντιμετώπισης των αρχαιοτήτων ήταν η τελική λύση που δόθηκε
στο Σταθμό του Μετρό στο Σιντριβάνι με την ατυχή διαχείριση της
παλαιοχριστιανικής κοιμητηριακής βασιλικής, στη περίπτωση της οποίας
αντί της προταθείσας και υπογραφείσας ολικής απόσπασής της και μεταφοράς
στην Πανεπιστημιούπολη, ως έσχατης –και όχι προτιμητέας- λύσης για τη
διάσωσή της επιλέχθηκε η ταφή της στο πρώτο επίπεδο του σταθμού (σ.σ.
ίσως επειδή ήταν κοιμητηριακή ενταφιάστηκε ως όφειλε). Διαφαινόταν,
λοιπόν, ξεκάθαρα ότι η εμπειρία και οι εφαρμογές της Αθήνας δεν είχαν
θέση στο Μετρό της Θεσσαλονίκης, όπως οι λύσεις του Κεραμεικού και του
σταθμού στο Μοναστηράκι.
Η Θεσσαλονίκη από το 1989 έχει την τιμή
να συμπεριλαμβάνεται στις πόλεις του καταλόγου της UNESCO με 15 μνημεία
Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου, δηλαδή τα τείχη
της και οι βυζαντινοί ναοί της. Τα μνημεία αυτά έλαβαν τον τιμητικό
τίτλο των μνημείων της UNESCO και για τον λόγο ότι πληρούσαν το κριτήριο
της αυθεντικότητας. Ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν την
αυθεντικότητα ενός μνημείου είναι η κατά χώραν διατήρησή τους.
Παράλληλα, η πόλη μας έχει το προνόμιο να είναι η δεύτερη μεγάλη πόλη
που διασώζει σε ικανοποιητικό βαθμό το βυζαντινό της πρόσωπο, μετά την
Κωνσταντινούπολη. Η κατασκευή των σταθμών του Μετρό στον άξονα της
Εγνατίας αποκαλύπτει τον αστικό πολεοδομικό ιστό που συσχετίζεται άμεσα
με μνημεία UNESCO, όπως η Aχειροποίητος, η Παναγία Xαλκέων, τα Tείχη και
τα περιβάλλει. Αποκαλύπτει αυτό που επιρρωνύει τις ιστορικές πηγές,
δηλαδή το μεγάλο δημόσιο δρόμο που διέτρεχε κεντρικά από τα δυτικά στα
ανατολικά και προέτρεπε τους ταξιδιώτες να μένουν στην πόλη μας και να
εφοδιάζονται όλα τα αγαθά. Το δρόμο στον οποίον αναπτύσσονταν όλη η
εμπορική ζωή της πόλης και κινούνταν ένα πολύχρωμο πλήθος από ντόπιους
και ξένους, όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης Καμινιάτης. Το δρόμο που κείται 6
μέτρα κάτω από την σημερινή Εγνατία και αποδεικνύει την αδιάλειπτη
συνέχεια της πόλης στην ίδια θέση και με τις ίδιες λειτουργίες. Μιας
πόλης με εμφανή τη διαχρονία της, όπου το καθημερινό ανθρωποπεριβάλλον
πλαισιώνεται από μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς που προσφέρουν ποιότητα,
σταθερότητα και καταφύγιο έναντι ενός περιβάλλοντος που μεταλλάσσεται
και «επιτίθεται» καθημερινά. Κάτω από αυτή την πόλη οι συρμοί του Μετρό
θα διαπεράσουν σε υπόγεια διαδρομή και σε απόσταση αναπνοής από αυτό το
δεδομένο για τη ζωή της πόλης πολιτισμικό σύστημα με τα Τείχη (ανατολικά
και δυτικά), τις εκκλησίες, τη μεγάλη Λεωφόρο, τις αγορές και τα
λουτρά. Και αυτό το περιβάλλον που άντεξε 24 αιώνες ζωής και εξέλιξης
δεν θα πρέπει να το οχλήσουμε, αλλά να το εντάξουμε οργανικά και
παραγωγικά στη ζωή μας. Έχουμε στα χέρια μας τις οχυρώσεις, τους
λατρευτικούς χώρους και μας λείπει ο αστικός ιστός που μόλις τώρα μας
δόθηκε ως δώρο. Ο Σταθμός Βενιζέλου με τη μοναδικότητα της αποκάλυψης
της κεντρικής διασταύρωσης της βυζαντινής κοσμικής και κοσμοπολίτικης
Θεσσαλονίκης είναι η πρόκληση. Θα την αδράξουμε για να την παραδώσουμε
αλώβητη στις επόμενες γενιές ή θα καταδικαστούμε σε μία damnatio
memoriae για την αβελτηρία και την προχειρότητά μας; Θα δώσουμε το 16ο
μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης στην UNESCO ή θα
κλείσουμε τα απομεινάρια του «γυμνά και τετραχηλισμένα» σε κάποια
αποθήκη με αμφίβολη διαχείριση και οπωσδήποτε ως μία σκηνογραφημένη και
αλλοιωμένη ρέπλικα;
Έχουμε τη μοναδική ευκαιρία για την πόλη μας
να αποκτήσει την περιπόθητη ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της. Να
κερδίσει με τα αρχαιολογικά όπλα της τη θέση που της αξίζει διεθνώς. Αν
χαθεί αυτό το σημαντικό εύρημα, αν επικυρωθεί έτσι αβασάνιστα η πρακτική
της μετατόπισης των μνημείων κατά το δοκούν, εγκαινιάζουμε μία στρεβλή
και μυωπική διαχείριση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, την οποία
έχουμε δανειστεί από τους προηγούμενους και οφείλουμε να την παραδώσουμε
στους επόμενους.
Η διασφάλιση του μέλλοντος του παρελθόντος μας
είναι κοινή μας υποχρέωση. Γιατί η εξαφάνιση κάποιου πολιτιστικού αγαθού
θα καταστήσει φτωχότερη την κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
-
Αρχαιολογικές Έρευνες και Μεγάλα Δημόσια Έργα, Αρχαιολογική Συνάντηση
Εργασίας (εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού – Επιτροπή παρακολούθησης μεγάλων
έργων), Επταπύργιο Θεσσαλονίκης 18-20 Σεπτεμβρίου 2003.
- Ε. Δωρής, Το Δίκαιον των Αρχαιοτήτων, Νομοθεσία – Νομολογία – Ερμηνεία, Αθήνα 1985.
- Β. Δωροβίνης, «Κράτος και Πολιτιστική Κληρονομιά», Αρχαιολογία τ. 12 (Αύγουστος 1984).
- Π. Ι. Ζέπου, «Ζητήματα από την ισχύουσαν νομοθεσίαν περί αρχαιοτήτων», Χαριστήριον εις Αναστάσιον Ορλάνδον, τ. Γ΄, Αθήνα 1966.
-
Γ. Λάββας, Προστασία μνημείων και συνόλων, τ.1. Βασικές έννοιες,
ιδεολογία και μεθοδολογία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 1984.
- Οδηγός Αρχαιολογικών Αδειοδοτήσεων και Διαδικασιών στα Δημόσια Έργα, Εγχειρίδιο Νο 8.
-Π.
Πάντος, Κωδικοποίηση Νομοθεσίας για την Πολιτιστική Κληρονομιά. Α.
Ελληνική Νομοθεσία, Β. Διεθνές και Κοινοτικό Δίκαιο, Αθήνα 2001-2005.
-
Δ. Παπαπετρόπουλος, Ν.3028/2002 για την προστασία των αρχαιοτήτων και
εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –Θεσσαλονίκη
2006.
- Λ. Παρλαμά, Η πόλη κάτω από την πόλη. Ευρήματα από τις ανασκαφές του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου των Αθηνών, Αθήνα 2000.
-
Το παρόν και το μέλλον των μνημείων μας. Πολιτιστική κληρονομιά και Γ΄
Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης – Η προσφορά της αρχαιολογικής υπηρεσίας στην
κοινωνία των πολιτών (εκδ. Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων), Θεσσαλονίκη
2007.
- Ν. 1126/1981 και Ν. 1127/1981: κύρωση της προστασίας της Ευρωπαϊκής και Παγκόσμιας Πολιτισμικής και Φυσικής Κληρονομιάς.
- Σύνταγμα της Ελλάδος (ΦΕΚ 85/Α/18-4-2001).
- Κ.Ν. 5351/1932 «Περί Αρχαιοτήτων».
-
Ν. 1469/1950 (ΦΕΚ 169/τ.Α΄/7.8.1950) «Περί προστασίας ειδικής
κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830».