Εναν «άγνωστο» αρχαιολογικό θησαυρό που προέρχεται από τέσσερις τάφους της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου (τέλος 4ου π.Χ. αιώνα) -οι δύο με πλούσια κτερίσματα, ο τρίτος μνημειακός με είσοδο και ο τέταρτος, ένας μικρός συλημένος- στο παλιό στρατιωτικό αεροδρόμιο του Σέδες στη Θεσσαλονίκη, που είχε αποκαλυφθεί το 1938 από τους σπουδαίους αρχαιολόγους Νίκο Κοτζιά και Χαράλαμπο Μακαρόνα και ένα μεγάλο μέρος του παρέμενε μέχρι τώρα σε κιβώτια στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, φέρνει στην επιφάνεια η διευθύντριά του, Πολυξένη Αδάμ - Βελένη, μαζί με την αρχαιολόγο Ανναρέτα Τουλουμτζίδου.
Η δημοσίευση της ανασκαφής έγινε μόνο το 1956 με άρθρο του Ν. Κοτζιά στον επετειακό 100ό τόμο της Αρχαιολογικής Εφημερίδας, αλλά τα στοιχεία για τα ευρήματα ήταν περιορισμένα, δεδομένου ότι από τους τέσσερις τάφους ο ένας (τάφος Α) επιχώθηκε κατά της διάρκεια της κατασκευής του υδατόπυργου του αεροδρομίου και οι άλλοι (Β, Γ, Δ) καταχώθηκαν.
Ενα μικρό μέρος των ευρημάτων βρίσκονται από χρόνια στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, πολλά όμως παρέμεναν στα κιβώτια, ακόμη και χωρίς συντήρηση. Ανάμεσά τους χρυσά κοσμήματα, 40 χρυσά φύλλα μυρτιάς από στεφάνι που όμως δεν είναι εύκολο να ανασυσταθεί, χρυσά νήματα, μια λόγχη με σιδερένια αιχμή δόρατος, έναν χάλκινο καθρέφτη, γυναικείες πήλινες προτομές, αλλά και τμήματα από... αρτίδιο, ένα είδος ζυμαριού με αλεύρι, λάδι και μέλι, εύρημα μοναδικό για τον ελλαδικό χώρο.
Ο τάφος Α ανήκε σε γυναίκα, έφερε τα χρυσά φύλλα από στεφάνι μυρτιάς, χρυσά κοσμήματα και χρυσά νήματα υφάσματος. Ο τάφος Β ήταν ο πιο εντυπωσιακός, ανήκε σε άντρα, είχε μόνο τρία ευρήματα, μία λόγχη, ένα πήλινο λυχνάρι και ένα αγγείο. Ο τάφος Γ ανήκε σε γυναίκα, πιθανόν ηλικιωμένη, που δεν κάηκε -βρέθηκαν μέχρι και δόντια της- και έφερε πλούσια ευρήματα, κοσμήματα, αξεσουάρ, αλλά και έναν χάλκινο καθρέφτη.
Ενα επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως σε ένα χαρτοκιβώτιο με αντικείμενα από τον τάφο Α υπήρχε μια ομάδα ελεφαντοστέινων πλακιδίων και διακοσμητικών στοιχείων που δεν είχαν απασχολήσει όλα αυτά τα χρόνια τους αρχαιολόγους. Μετά από έρευνα και μελέτη, κατέληξαν πως πρόκειται για διακοσμητικά στοιχεία από δύο κιβωτίδια, εκ των οποίων το πιο περίτεχνο, σχεδόν μικρογραφία των χρυσών λαρνάκων της Βεργίνας, που έφερε πιθανότατα στο κάλυμμά του δύο γυναικείες μορφές ανάμεσα σε κιονίσκους, την Περσεφόνη, που σώζεται, και πιθανόν τη Δήμητρα.
«Πρόκειται για μια συστάδα τάφων μέσα σε τύμβο, για μέλη της ίδιας οικογένειας, που είχε κάποια οικονομική επιφάνεια», δήλωσε στο «Εθνος» η κ. Τουλουμτζίδου, ενώ η κ. Βελένη μίλησε για «τη χαρά και τη συγκίνηση του αρχαιολόγου που ανακαλύπτει σπουδαία ευρήματα μέσα σε κουτιά».
Το στεφάνι
Μέχρι σήμερα στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης εκτίθεται ένα ακέραιο χρυσό στεφάνι ελιάς, το οποίο θεωρούνταν ότι προέρχεται από τον τάφο Α του Σέδες. Η νέα μελέτη έδειξε ότι προέρχεται από τον τάφο Β του Τσάγεζι στην περιοχή της Αμφίπολης Σερρών. Επίσης, δεν προέρχεται από το Σέδες και ένα χρυσό παραμορφωμένο και ελλιπές ενώτιο με κεφαλή αντιλόπης. Αν και απεικονίζεται στη δημοσίευση των τάφων από τον Ν. Κοτζιά, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο άρθρο του, ενώ περιλαμβάνεται στον κατάλογο εγκιβωτισμού μεταλλίνων του 1941 και αναφέρεται ως προέλευσή του το Στίβρεσι Κιλκίς. «Εξάλλου, τυπολογικά ανήκει στους μετά τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα χρόνους, που είναι ασύμβατη με τη χρονολόγηση των υπόλοιπων ευρημάτων του τάφου και η περιεκτικότητά του σε χρυσό είναι πολύ χαμηλότερη από τα κοσμήματα του τάφου Α στο Σέδες», ανέφερε η κ. Βελένη.
Μέχρι σήμερα στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης εκτίθεται ένα ακέραιο χρυσό στεφάνι ελιάς, το οποίο θεωρούνταν ότι προέρχεται από τον τάφο Α του Σέδες. Η νέα μελέτη έδειξε ότι προέρχεται από τον τάφο Β του Τσάγεζι στην περιοχή της Αμφίπολης Σερρών. Επίσης, δεν προέρχεται από το Σέδες και ένα χρυσό παραμορφωμένο και ελλιπές ενώτιο με κεφαλή αντιλόπης. Αν και απεικονίζεται στη δημοσίευση των τάφων από τον Ν. Κοτζιά, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο άρθρο του, ενώ περιλαμβάνεται στον κατάλογο εγκιβωτισμού μεταλλίνων του 1941 και αναφέρεται ως προέλευσή του το Στίβρεσι Κιλκίς. «Εξάλλου, τυπολογικά ανήκει στους μετά τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα χρόνους, που είναι ασύμβατη με τη χρονολόγηση των υπόλοιπων ευρημάτων του τάφου και η περιεκτικότητά του σε χρυσό είναι πολύ χαμηλότερη από τα κοσμήματα του τάφου Α στο Σέδες», ανέφερε η κ. Βελένη.
Ο τάφος Α ήταν μικρός, κυβωτιόσχημος και περιείχε δύο τμήματα χρυσού στεφάνου. Αλλα τμήματα αυτού του στεφανιού βρέθηκαν μαζί με υπολείμματα πυράς πάνω από την κάλυψη του τάφου, μαζί με έναν χάλκινο καθρέφτη, τμήμα χρυσής αλυσίδας, 40 χρυσά φύλλα μυρτιάς με ορατά ίχνη καύσης και σχετικές παραμορφώσεις. Το στεφάνι αυτό έχει ομοιότητες με δύο παρόμοια, ένα από τη Λητή Θεσσαλονίκης και ένα από την Ποτίδαια Χαλκιδικής, που χρονολογούνται στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα.
Από τα ευρήματα του τάφου Α οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι η νεκρή κάηκε σε ξύλινη κλίνη με χάλκινες εφηλίδες- διακοσμητικά στοιχεία όμοια με τις κεφαλές καρφιού- φορώντας χρυσοΰφαντο ένδυμα και χρυσά κοσμήματα που διατηρήθηκαν αποσπασματικά. Παραμορφωμένα από την καύση ήταν τα χρυσά νήματα-lemallae υφάσματος, όπως έδειξε η εξέταση με μικροσκόπιο. Ο χάλκινος καθρέφτης μαζί και ένας χάλκινος κάδος ρίχτηκαν στην πυρά, ενώ όπως προέκυψε παρόμοια κάτοπτρα είναι γνωστά από την Αλεξάνδρεια, την Κυδωνία, την Αθήνα, την Ερέτρια κ.α. Τα παλαιότερα είναι δύο κάτοπτρα από την Αθήνα και την Απολλωνία του Πόντου και χρονολογούνται στα 360-350π.Χ.
Οκτώ γυναικείες πήλινες προτομές «έντυναν» εξωτερικά τον τάφο Α. Σε έναν νέο άντρα ανήκε ο τάφος Β΄, ο πιο εντυπωσιακός από τους τέσσερις. Ο μνημειώδης θαλαμωτός τάφος, διαστάσεων 2Χ3 μέτρα, με αμφικλινή στέγη και μεγάλο θυραίο άνοιγμα, ήταν συλημένος και βρέθηκαν μόνο μία λόγχη, ένα πήλινο λυχνάρι και ένα αγγείο-πελίκη. Η λόγχη με τη σιδερένια αιχμή δόρατος είναι δύσκολο ακόμη και να συντηρηθεί, αποδίδεται ωστόσο σε κυνηγετική και όχι πολεμική σκευή, κατάλληλη για το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων. Οσο για την ερυθρόμορφη πελίκη, έφερε παράσταση αρματοδρομίας με τέθριππο, ενώ ακέραιο βρέθηκε το πήλινο τροχήλατο αβαφές λυχνάρι, που εκτίθεται στο Μουσείο.
Η πλούσια νεκρή, οι γρύπες και η μεγάλη μάχη
Αναμφισβήτητα ο πιο πλούσιος σε ευρήματα ήταν ο τάφος Γ, ο οποίος εντοπίστηκε τον Ιούλιο του 1938. Εκτός από τα ελεφαντοστέινα αντικείμενα που στόλιζαν τα δύο κιβωτίδια και παραπέμπουν σε μικρογραφία από τις χρυσές λάρνακες της Βεργίνας, εντυπωσιακό είναι και το ελεφαντοστέινο αδράκτι της νεκρής, λίγα θραύσματα του οποίου έχουν βρεθεί, ενώ από το ίδιο υλικό ήταν και το κτένι της. Σύμφωνα με την κ. Βελένη, η αυξημένη χρήση του ελεφαντοστού στη Μακεδονία σημειώνεται μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία.
Στην κεντρική πλευρά της κλίνης υπήρχε παράσταση μάχης Αριμασπών -μυθικό έθνος, σκυθικής προέλευσης, πολεμοχαρείς, μονόφθαλμοι που είχαν τα μαλλιά τους δεμένα με χρυσάφι- και γρυπών, δηλαδή τέσσερα ζεύγη πιθανότατα Αριμασπών και γρυπών, με ελεφαντοστέινα τα κεφάλια και τις ασπίδες των μορφών και τα κεφάλια και φτερά των γρυπών, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα ήταν από επίχρυσο κονίαμα. Είναι η πρώτη φορά που αναγνωρίζεται το θέμα αυτό (Αριμασποί και γρύπες) σε χρηστική κλίνη με ελεφαντοστέινη διακόσμηση - παρόμοιο θέμα είναι γνωστό μόνο από έναν τάφο στον Αγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης, αλλά οι μορφές είναι από πηλό και κοσμούσαν ταφικής χρήσης κλίνη.
Πορφυρά στρωσίδια
Η νεκρή ήταν πιθανόν ηλικιωμένη, τάφηκε πάνω στην κλίνη, με πορφυρά στρωσίδια, σκεπάστηκε με ύφασμα που είχε ραμμένα 40 πήλινα επίχρυσα δισκάρια-κομβία και σε κάθε μία από τις τέσσερις γωνίες της κλίνης περάστηκε από ένα επίχρυσο στεφάνι, μυρτιάς και κισσού, αλλά και περιδέραια από πήλινες επίχρυσες χάνδρες. Το τελετουργικό αυτό είναι γνωστό και από άλλες πλούσιες ταφές στη Μακεδονία, ανδρών αλλά και γυναικών κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή.
Η νεκρή ήταν πιθανόν ηλικιωμένη, τάφηκε πάνω στην κλίνη, με πορφυρά στρωσίδια, σκεπάστηκε με ύφασμα που είχε ραμμένα 40 πήλινα επίχρυσα δισκάρια-κομβία και σε κάθε μία από τις τέσσερις γωνίες της κλίνης περάστηκε από ένα επίχρυσο στεφάνι, μυρτιάς και κισσού, αλλά και περιδέραια από πήλινες επίχρυσες χάνδρες. Το τελετουργικό αυτό είναι γνωστό και από άλλες πλούσιες ταφές στη Μακεδονία, ανδρών αλλά και γυναικών κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή.
Να σημειωθεί ότι τα νέα ενδιαφέροντα στοιχεία παρουσιάστηκαν πρόσφατα από τις δύο αρχαιολόγους στο αρχαιολογικό συνέδριο σε μια εργασία με τον τίτλο «Σέδες 1938: addenda (προσθήκες) και corrigenda (διορθώσεις) στα ευρήματα των τάφων Α, Β και Γ».
ΜΑΡΙΑ ΡΙΤΖΑΛΕΟΥ
ritzal@pegasus.gr
ritzal@pegasus.gr