Αφορισμοί, κατάρες και… φόβοι ότι η οργή του Θεού θα πέσει πάνω τους (!), κράτησαν μακριά τους κατοίκους του Ζαγορίου και της Κόνιτσας από τους «ιερούς τόπους», τα δάση ή τους φυσικούς τόπους, που ονομάστηκαν έτσι γιατί βρίσκονταν κοντά σε εκκλησίες ή ξωκλήσια. Τα μέρη αυτά έχουν διατηρήσει αλώβητη τη βιοποικιλότητά τους με αιωνόβια δέντρα, καθώς οι κάτοικοι των χωριών, φοβούμενοι τη… θεϊκή τιμωρία, δεν έκοβαν από εκεί ξύλα, ούτε καν μάζευαν μανιτάρια, καρπούς ή χόρτα!
Η διατήρηση της φύσης μέσω της θρησκείας και τα «ιερά δάση» της Ηπείρου ήταν το θέμα μεγάλου ερευνητικού έργου, ενταγμένου στο πρόγραμμα «Θαλής» του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα με τη συνεργασία 38 επιστημόνων από διαφορετικά πανεπιστήμια και ειδικότητες. Σκοπός του έργου ήταν η συστηματική καταγραφή των αιωνόβιων δασών και των υπερήλικων δέντρων που συνήθως απαντούν σε τόπους λατρείας στην περιοχή του Ζαγορίου και της Κόνιτσας και η ανίχνευση των βιολογικών χαρακτηριστικών καθενός και των ιστοριών και δοξασιών με τις οποίες συνδέονται. Μάλιστα, τα ιερά δάση του Ζαγορίου και της Κόνιτσας εντάχθηκαν στο δίκτυο των Ιερών Φυσικών Περιοχών του πλανήτη ως μοναδικά παραδείγματα επιτυχημένης περιβαλλοντικής διαχείρισης, μέσω παρεμβάσεων συνδεδεμένων με τη θρησκεία και στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτισμικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Συντονιστής του έργου ήταν ο John M. Halley, καθηγητής του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ενώ τις επιμέρους επιστημονικές ομάδες εργασίας συντόνισαν οι Βασίλης Νιτσιάκος (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας), Βασιλική Κατή (Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων) και Δημήτρης Αβτζής (ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών), όπως και η μεταδιδακτορική ερευνήτρια στον Τομέα Οικολογίας, Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Καλλιόπη Στάρα.
Δάση «αφιερωμένα» σε προστάτες Αγίους
«Η μακρόχρονη εργασία μας στην ορεινή Ήπειρο είχε ως αποτέλεσμα να καταγράψουμε σχεδόν σε κάθε οικισμό των δήμων Ζαγορίου και Κόνιτσας, δασικές εκτάσεις όπου συγκεκριμένες χρήσεις δεν επιτρέπονταν ή επιτρέπονταν υπό όρους όταν η Κοινότητα και η Εκκλησία το συναποφάσιζαν. Τα δάση αυτά διατηρήθηκαν ως αφιερωμένα σε συγκεκριμένους Αγίους που η εκκλησία τους βρίσκεται στην περιοχή ή αποτελεί κεντρικό ναό του οικείου οικισμού ή ως δάση αφορισμένα» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κα Στάρα, εκ των ερευνητών του έργου.
Σύμφωνα με την κα Στάρα, στη συνείδηση των ανθρώπων, ο μεγαλύτερος φόβος δεν ήταν αυτός του αγροφύλακα, παρά του υπερφυσικού φύλακα του δάσους και, ακόμη και σήμερα, η παράβαση των κανόνων μπορεί να έχει ως συνέπειες υπερφυσικού χαρακτήρα τιμωρίες.
«Οι κάτοικοι δεν έκοβαν από συγκεκριμένα μέρη –ιερά δάση– ξύλα, γιατί φοβόντουσαν την τιμωρία, πίστευαν ότι τα δέντρα, ακόμη και τα χόρτα και τα μανιτάρια, ανήκαν στον Άγιο της εκάστοτε εκκλησίας» λέει η κα Στάρα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τέτοια δάση αναφέρονται τοπικά συνήθως ως εκκλησιαστικά, βακούφικα, κουρί, λιβάδια ή δάση αφορισμένα. Ο σημαντικότερος λόγος ίδρυσης και λειτουργίας τους, όπως είπαν οι ίδιοι οι κάτοικοι, αφορά στην προστασία κοντινών οικισμών από κατολισθητικά φαινόμενα, πτώσεις βράχων ή χιονοστιβάδες.
Επιπλέον, κάποια δάση διαφύλασσαν σημαντικούς φυσικούς πόρους, εξασφαλίζοντας τη χρήση τους για το σύνολο των μελών της κοινότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν πηγές ή συστάδες που χρησιμοποιούνταν ως «στάλοι» για τα κοινοτικά κοπάδια. Ακόμη κάποια δάση λειτουργούσαν ως αποθεματικά δάση εξυπηρετώντας τακτικές ή έκτακτες ανάγκες των κοινοτήτων.
Ο φόβος «φυλάει» τη φύση
Όπως καταγράφεται στη μελέτη, η διατήρηση της φύσης μέσω υπερφυσικών δοξασιών και φόβων επικράτησε στα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας (1479-1913), όταν η Εκκλησία βρέθηκε στην ιδιότυπη θέση να υποκαθιστά την πολιτική εξουσία και τις δικαστικές αρχές. Την ίδια εκείνη εποχή, οι αφορισμοί ως κοσμικοί και πολιτικοί μοχλοί σε προληπτικό, αλλά και κατασταλτικό επίπεδο ήταν αρκετά δημοφιλείς για την επίλυση θεμάτων οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως, όπως κλοπές αντικειμένων και διεκδικήσεις βοσκοτόπων, υποκαθιστώντας το πολιτικό πλαίσιο και λειτουργώντας ως μηχανισμός παραγωγής φόβου, με φόβητρο την απώλεια της σωτηρίας της ψυχής των Χριστιανών της εποχής εκείνης.
«Στην ουσία, έσπερναν τον φόβο για να δημιουργήσουν στους ανθρώπους ηθικά διλήμματα και να προστατέψουν τελικά τα δάση» διευκρινίζει η κα Στάρα.
Σημειώνεται ότι τα «ιερά δάση» τις περισσότερες φορές δεν αποτελούν εκκλησιαστική περιουσία, αλλά κοινοτικές ή δημόσιες εκτάσεις. Ωστόσο, οι κάτοικοι των κοινοτήτων αναγνωρίζουν την Εκκλησία ως εθιμικό διαχειριστή τους.
Σε πολλές αφηγήσεις ντόπιων που συνέλεξαν οι ερευνητές, υπάρχουν συχνά αναφορές για τις συνέπειες που έχουν υποστεί συλλέγοντας χόρτα ή ξύλα από ένα ιερό δάσος.
«Συχνά μιλούν για την εμφάνιση των υπερφυσικών φυλάκων του δάσους ή των απεσταλμένων τους, όπως γιγάντιων φιδιών στα όνειρα παραβατών, αλλά και για τιμωρίες που ποικίλλουν από στιγμιαία μαρμαρώματα, ελαφρά ή σοβαρά ατυχήματα μέχρι και ετεροχρονισμένες σοβαρές ασθένειες ή αιφνίδιους θανάτους» αναφέρει η κα Στάρα.
Αιωνόβια δέντρα στα ιερά δάση
Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της χρονολόγησης των δέντρων των ιερών δασών τεκμηριώνουν ότι τα δέντρα έχουν ηλικία 250-400 ετών, η οποία τα ανάγει στη χρονική περίοδο πριν από το 1750. Τα χρόνια εκείνα, καταγράφεται στην έρευνα, οι αφορισμοί, τουλάχιστον στο Ζαγόρι, ήταν αρκετά δημοφιλείς για την επίλυση θεμάτων οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως.
Πλέον, μια από τις μεγαλύτερες απειλές που αντιμετωπίζουν οι Ιεροί Φυσικοί Τόποι είναι η λήθη. Οι λιγοστοί άνθρωποι που συνεχίζουν να ζουν στα χωριά του Ζαγορίου και της Κόνιτσας, και κυρίως οι γηραιότεροι, γνωρίζουν για τα ιερά τους δάση. «Όμως», τονίζουν οι ερευνητές, «ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τους δύο πιο αραιοκατοικημένους δήμους της χώρας, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού (2011), και για χωριά που το χειμώνα ερημώνουν σε μεγάλο βαθμό ή και τελείως».
«Οι γηραιότεροι, και κυρίως οι άνθρωποι που έζησαν στο χωριό, διηγούνται ιστορίες που μιλούν για την οργή του θεού ως αντίδραση στη βεβήλωση του ιερού τους τόπου αλλά συχνά, κάτοικοι που έχουν ζήσει στις πόλεις και επιστρέφουν ως συνταξιούχοι, είτε οι μορφωμένοι, αποποιούνται τον φόβο της υπερφυσικής τιμωρίας ως δεισιδαιμονίας. Οι τελευταίοι, όπως και οι νεότεροι χωριανοί, όταν γνωρίζουν για την ύπαρξη των δασών αυτών, μιλούν για την ανάγκη διατήρησής τους όχι πλέον από φόβο προς τις υπερφυσικές δυνάμεις, παρά από σεβασμό προς τη φύση και την ιστορία του τόπου τους» καταλήγουν.