Φαίδων Παπαμιχαήλ
Ο Ελληνας διευθυντής φωτογραφίας της «Nebraska»,
υποψήφιος για Οσκαρ με την καταπληκτική δουλειά του στην ταινία του
φίλου του Αλεξάντερ Πέιν, ένα από τα έξι συνολικά που διεκδικεί, μας
μίλησε τρεις μέρες πριν από την απονομή της Κυριακής. Παθιασμένος αλλά
και προσγειωμένος συγχρόνως, με καλλιτεχνικές επιλογές αλλά και έγνοια
για το κοινό,.
Ο
Ελληνας διευθυντής φωτογραφίας της «Nebraska», υποψήφιος για Οσκαρ με
την καταπληκτική δουλειά του στην ταινία του φίλου του Αλεξάντερ Πέιν,
ένα από τα έξι συνολικά που διεκδικεί, μας μίλησε τρεις μέρες πριν από
την απονομή της Κυριακής. Παθιασμένος αλλά και προσγειωμένος συγχρόνως,
με καλλιτεχνικές επιλογές αλλά και έγνοια για το κοινό, ο Φαίδωνας έχει
το μυαλό του και στη δική μας κρίση. «Η μικρή μας χώρα έχει μάθει να
επιβιώνει», λέει. Και, ναι, σ’ αυτόν πήγε η επιστολή του Πάνου
Παναγιωτόπουλου προς τον Κλούνεϊ και του την προώθησε «με ενθουσιασμό»
«Υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός. Η American Society of Cinematographers για πρώτη φορά στην ιστορία της αναγκάστηκε φέτος να προτείνει εφτά υποψήφιους για τα δικά της βραβεία -και όχι πέντε ως συνήθως. Ημουν κι εγώ ένας από αυτούς. Οποιος πάντως και να πάρει το Οσκαρ, είμαι ενθουσιασμένος. Είμαι άλλωστε και ο πρώτος Ελληνας διευθυντής φωτογραφίας που είναι υποψήφιος.
Της Βένας Γεωργακοπούλου
Το βράδυ της Κυριακής όλες οι προσευχές μας θα είναι για τους δυο Ελληνες που θα βρίσκονται στο Dolby Theatre του Λος Αντζελες. Να σηκώσουν ένα Οσκαρ στα χέρια τους. Εξι άλλωστε διεκδικεί η «Nebraska» του Αλεξάντερ Πέιν. Το ένα από αυτά, για την ασπρόμαυρη φωτογραφία της, επιβραβεύει έναν μεγάλο καλλιτέχνη, τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, στην τρίτη συνεργασία του με τον Πέιν μετά το «Πλαγίως» και τους «Απογόνους».
Πάψαμε εδώ και χρόνια να τον λέμε Φαίδωνα Παπαμιχαήλ τζούνιορ, για να τον ξεχωρίζουμε από τον σπουδαίο πατέρα του, σκηνογράφο και καλλιτεχνικό διευθυντή πολλών ταινιών του ξαδέλφου του Τζον Κασσαβέτη, που έφυγε από τη ζωή. Ο Φαίδωνας είναι από μόνος του μια προσωπικότητα. Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε με τη Γερμανίδα μαμά του στη Γερμανία, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου και κατέκτησε σιγά σιγά το σινεμά ως διευθυντής φωτογραφίας. Ποια ταινία του να πρωτογράψεις; Από τον Βέντερς και τον Κλούνεϊ (Αι Ειδοί του Μαρτίου, Μνημείων άνδρες) μέχρι τον Τζέιμς Μάνγκολντ (Walk the line, 3:10 to Yuma) και τον Γκορ Βερμπίνσκι (The Weatherman).
Oι σχέσεις του με την Ελλάδα θερμές, μας έφερε και τον Νικ Νόλτε για να γυρίσει στο Λεωνίδιο, όπου έχει σπίτι, μια δική του ταινία. Και δεν το εκμαίευσα, ο ίδιος βιάστηκε να μου πει τηλεφωνικά από το Λος Αντζελες: «Είμαι περήφανος που είμαι ο πρώτος Ελληνας που παίρνω υποψηφιότητα για Οσκαρ φωτογραφίας».
• Σας ρώτησε καθόλου ο Κλούνεϊ τι να πει για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα;
«[γελάει] Οχι. Αλλά απάντησε πολύ ωραία και είμαι σίγουρος ότι πιστεύει αυτό που είπε· δεν το είπε απλώς για να είναι σε συμφωνία με το θέμα της ταινίας του. Αλλά δεν φαντάστηκε ότι θα δημιουργούσε τόση αίσθηση σε Ελλάδα και Βρετανία. Σε μένα ήρθε το γράμμα του υπουργού Πολιτισμού και το προώθησα με ενθουσιασμό στον Κλούνεϊ».
• Είστε έτοιμος για το κόκκινο χαλί;
«Πανέτοιμος και ενθουσιασμένος. Θα πάω με τη γυναίκα μου, την Κατερίνα, που είναι από τη Γεωργία. Αγόρασε κι αυτή φόρεμα, αγόρασα κι εγώ καινούργιο σμόκιν, γιατί αυτό που είχα ήταν από το 1999».
• Πόσες πιθανότητες νομίζετε ότι έχετε να πάρετε το Οσκαρ;
«Το μεγάλο φαβορί είναι το “Gravity”, που μέχρι τώρα σαρώνει τα τεχνικά βραβεία. Το γεγονός πάντως ότι είναι φτιαγμένο κυρίως με κομπιούτερ, ακόμα και η φωτογραφία, προκαλεί προβληματισμό. Κάποιοι λένε ότι αν ο διευθυντής φωτογραφίας δεν μπορεί να πάει στον πραγματικό τόπο των γυρισμάτων, τότε δεν μπορεί να πάρει και βραβείο. Αλλοι λένε ότι στο μέλλον πρέπει να δημιουργηθεί ξεχωριστή κατηγορία βραβείων, για ταινίες που είναι φτιαγμένες κατά 85% με κομπιούτερ. Αλλά ειδικά ο Εμάνουελ Λουμπέζκι του “Gravity” είναι εξαίρετος διευθυντής φωτογραφίας και είχε μεγάλη συμβολή σε όλη την ταινία. Αλλωστε, τα τελευταία χρόνια το βραβείο σε παρόμοιες ταινίες πήγε, στο “Avatar”, στο “Hugo”, στο “Inception”. Αλλά πάλι, κανείς δεν ξέρει…»
• Εσείς πού θα το δίνατε;
«Προτιμώ τη δουλειά του Ρότζερ Ντίκινς στο “Prisoners” και του Μπρούνο Ντελμπονέλ στην ταινία των Κοέν, μια τόσο απλή και ουσιαστική προσέγγιση στη φωτογραφία. Υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός. Η American Society of Cinematographers για πρώτη φορά στην ιστορία της αναγκάστηκε φέτος να προτείνει εφτά υποψήφιους για τα δικά της βραβεία -και όχι πέντε ως συνήθως. Ημουν κι εγώ ένας από αυτούς. Οποιος πάντως και να πάρει το Οσκαρ, είμαι ενθουσιασμένος. Είμαι άλλωστε και ο πρώτος Ελληνας διευθυντής φωτογραφίας που είναι υποψήφιος. Μπήκα στη wikipedia και το είδα. Αλλά δεν είμαι και ο μόνος Ελληνας φέτος, είναι και ο Αλεξάντερ».
• Το γεγονός ότι το «Nebraska» είναι ασπρόμαυρο βοήθησε στην υποψηφιότητά σας; Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία θεωρείται πιο εύκολα καλλιτεχνικό γεγονός;
«Ασπρόμαυρη ταινία έχει να πάρει Οσκαρ από τη χρονιά της “Λίστας τού Σίντλερ”, μεγάλο διάστημα. Μετά είχαμε τη “Λευκή Κορδέλα” του Χάνεκε, το “Καληνύχτα και καλή τύχη” του Κλούνεϊ… Η Ακαδημία όντως εκτιμά τις ασπρόμαυρες ταινίες, ίσως επειδή τα μέλη της μεγάλωσαν μ’ αυτές. Κι εγώ κάπως έτσι νιώθω, αν και νεότερος. Η ιστορία του σινεμά, οι ταινίες που αγαπήσαμε και μας ενέπνευσαν ήταν ασπρόμαυρες. Στην τέχνη της φωτογραφίας τα ασπρόμαυρα stills έχουν ακόμα έντονη παρουσία. Γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για το σινεμά; Φτάνει να ταιριάζει, βέβαια, στην ταινία, όπως συμβαίνει στη “Nebraska” -στην ιστορία της, στη μοναξιά και αποξένωση των χαρακτήρων της. Δεν τη γυρίσαμε ασπρόμαυρη για λόγους εντυπωσιασμού. Ο Ορσον Ουέλς έλεγε ότι το ασπρόμαυρο φιλμ είναι ο καλύτερος φίλος του ηθοποιού. Ετσι, ειδικά για το πρόσωπο του Μπρους Ντερν, την έκφραση, την αμηχανία του, τα λευκά του μαλλιά, αυτή την μπεργκμανική αίσθηση θανάτου, το ασπρόμαυρο ήταν και πιο ποιητικό. Δεν λέω ότι οι μισές ταινίες πρέπει να είναι ασπρόμαυρες, ελπίζω απλώς να συνεχίσει το Χόλιγουντ να τις παράγει».
• Εσείς τη γυρίσατε εύκολα;
«Το αντίθετο. Υπήρξε ισχυρή αντίδραση από την Paramount. Αλλά ο Αλεξάντερ επέμενε. Ηταν σίγουρος ότι μόνο ασπρόμαυρη έπρεπε να είναι από τότε που είχε την ιδέα, δηλαδή εδώ και δέκα χρόνια. Μου πρωτομίλησε γι’ αυτήν όταν γυρίζαμε το “Πλαγίως”».
• Πώς νιώσατε, ένας Ελληνας και Ευρωπαίος, όταν πήγατε με τον Πέιν στα απέραντα τοπία της Νεμπράσκα;
«Δεν ήμουν τόσο εξοικειωμένος με αυτή την πλευρά της Αμερικής, σε αντίθεση με τον Αλεξάντερ, που είναι από την Ομαχα. Κάναμε οι δυο μας ένα ταξίδι πέντε ημερών με αυτοκίνητο για να πάρω μια αίσθηση του χώρου. Τα έχασα από την απεραντοσύνη των τοπίων. Και από κάτι άλλο. Μπαίναμε σε πόλεις που δεν ήταν και τόσο μικρές, 12, 15, 20 χιλιάδων κατοίκων, κατεβαίναμε τον κεντρικό δρόμο και δεν βλέπαμε ψυχή. “Μα πού είναι όλος ο κόσμος;” ρώτησα τον Αλεξάντερ. “Οταν πας σε μια μικρή ελληνική πόλη τα παιδιά παίζουν στην πλατεία, οι άνθρωποι κάθονται έξω, σε καφενεία. Πού είναι όλος ο κόσμος;”. “Μάλλον βλέπουν τηλεόραση” μου είπε».
• Ηταν και μια πρόκληση, φαντάζομαι, αυτό το παραξένεμα.
«Ακριβώς. Νομίζω ότι ένας ξένος, όπως ο Βέντερς στο “Παρίσι, Τέξας”, μπορεί να πιάσει ευκολότερα την κλασική αίσθηση της αμερικάνικης επαρχίας, να συλλάβει την ιδιαίτερη και μοναδική ομορφιά αυτών των τόπων. Ισως και τη θλίψη τους. Ενώ σε έναν Αμερικανό μπορεί να μην κάνει καμιά εντύπωση».
• Τι σας έκανε να κολλήσετε με τον Πέιν;
«Εχουμε κοινό πολιτιστικό υπόβαθρο. Παρ’ όλο που αυτός είναι Ελληνοαμερικανός και γεννήθηκε εδώ, επηρεάστηκε πολύ από την οικογένειά του. Ετσι μοιραζόμαστε πολλά, την αίσθηση του χιούμορ, τον τρόπο που βλέπουμε την κοινωνία. Δεν είμαστε εντελώς ενσωματωμένοι στην Αμερική. Στο σινεμά, όμως, θα έλεγα ότι συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλο. Εχουμε κάπως διαφορετικό στιλ. Αυτός ρίχνει το βάρος στους χαρακτήρες, δεν θα τον έλεγε κανείς “visual filmaker”. Αλλά αυτή ειδικά η ιστορία του ήταν πιο “κινηματογραφική” από τις προηγούμενες. Καταφέραμε, όμως, να βρούμε την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην ιστορία και τους χαρακτήρες από τη μία, την εικόνα από την άλλη».
• Θα ‘λεγα ότι είναι η πιο ευρωπαϊκή ταινία ανάμεσα στις υποψήφιες για Οσκαρ
«Εγώ θα ‘λεγα ότι δεν υπάρχουν πολλοί Αμερικανοί σκηνοθέτες με τη συνέπεια και τη σταθερότητα του Αλεξάντερ. Εχει γυρίσει 6 ταινίες και είναι όλες καλές, κάτι σπάνιο. Είναι πολύ ακριβής, δίνει μεγάλη σημασία στο σενάριο, ποτέ δεν ξεκινά μια ταινία αν δεν είναι σίγουρος ότι οι χαρακτήρες είναι ολοκληρωμένοι, δεν ενδιαφέρεται αν οι ηθοποιοί του είναι σταρ, απλώς ψάχνει τους καλύτερους για τους ρόλους. Λίγοι σκηνοθέτες στο Χόλιγουντ έχουν τη δύναμη να τα επιβάλλουν όλα αυτά. Γι’ αυτό και οι ταινίες του είναι συνήθως low budget και τα στούντιο δεν ρισκάρουν τόσο πολύ μαζί του. Η Nebraska κόστισε μόνο 30 εκατ. δολάρια, πολύ χαμηλός προϋπολογισμός για ταινία στούντιο».
• Εσείς, όμως, κάνατε και μια εντελώς διαφορετική ταινία, το «Μνημείων άνδρες», σαν μια παλιά, καλή, χορταστική πολεμική περιπέτεια που βλέπαμε παιδιά.
«Ακριβώς. Με τον Κλούνεϊ θέλαμε να θυμίζει τις κλασικές παραγωγές του ‘60. Είναι ωραίο, ξέρετε, να αλλάζει συνέχεια ύφος ο διευθυντής φωτογραφίας».
• Δεν θέλετε να κατακτήσετε ένα προσωπικό, αναγνωρίσιμο ύφος, που γι’ αυτό να σας ζητάνε;
«Το αντίθετο. Θέλω να βρίσκω για κάθε ιστορία μια διαφορετική κινηματογραφική γλώσσα. Αυτό δίνει ενδιαφέρον στη δουλειά μου, και όχι να κάνω συνέχεια τα ίδια πράγματα και κόλπα. Αλλά ο Κλούνεϊ έχει κάτι κοινό με τον Αλεξάντερ. Είναι κι αυτός “κλασικός”, δεν πιστεύει στην πολύ μοντέρνα, με υπερβολική χρήση της τεχνολογίας, φωτογραφία, είναι φανερό και στο “Αι Ειδοί του Μαρτίου” και στο “Μνημείων άνδρες”. Είναι κι αυτός απλός, δίνει προσοχή σε χαρακτήρες και ερμηνείες. Υπάρχουν φυσικά και διαφορές ανάμεσα στις δυο ταινίες, κυρίως πεδίου. To “Μνημείων άνδρες” είναι μια ιστορική και ακριβή ταινία, άρα είχαμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας, αν και ο Τζορτζ θέλει να δουλεύει με ταχύτητα, μία ή δύο λήψεις το πολύ, τις περισσότερες φορές μία. Ετσι, έπρεπε να είμαστε όλοι πανέτοιμοι, δεν του αρέσει να επαναλαμβάνει πράγματα λόγω τεχνικών προβλημάτων. Μεγάλη πρόκληση».
• Εάν κερδίσετε το Οσκαρ μήπως σας προτείνουν όλο μεγάλες ταινίες και απομακρυνθείτε από το σινεμά του Πέιν;
«Καθόλου. Ηδη είχα την επιλογή να κάνω μεγάλες περιπέτειες. Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου και συνεχώς τις αρνούμαι -σαν το “Iron Man”, το “Wolverine” και τέτοιες. Αυτή τη στιγμή συζητάω πάλι μια μικρή ταινία με την Ελεν Μίρεν, που θα γυριστεί σε Λονδίνο και Βιέννη. Είναι του Βρετανού Σάιμον Κέρτις που έκανε το “My week with Marilyn”. Η υποψηφιότητα μου δίνει τη δυνατότητα να επιλέγω. Και προσπαθώ να κρατάω το μυαλό μου και τα… έξοδά μου χαμηλά, έτσι ώστε να επιλέγω με δημιουργικά και όχι οικονομικά κριτήρια».
• Κάνατε μεγάλο δρόμο από την εποχή που τελειώσατε τη Σχολή Καλών Τεχνών στο Μόναχο…
«…Ναι, μετράω τις ταινίες μου και φτάνουν τις πενήντα».
• Η ευρωπαϊκή κουλτούρα σάς βοήθησε ή ήταν και λίγο βάρος που έπρεπε να ξεφορτωθείτε για να δουλέψετε με αποτελεσματικότητα στην Αμερική; Πολλοί Ευρωπαίοι σκηνοθέτες απογοητεύονται με τις αμερικανικές εμπειρίες τους.
«Το ευρωπαϊκό μου αισθητήριο με βοήθησε πολύ στη δουλειά μου εδώ. Ολοι σχεδόν οι επιτυχημένοι διευθυντές φωτογραφίας στην Αμερική, αλλά και πολλοί σκηνοθέτες, έχουν ευρωπαϊκό υπόβαθρο. Για παράδειγμα, στους φετινούς υποψηφίους για το Οσκαρ φωτογραφίας δεν υπάρχει ούτε ένας Αμερικανός. Υπάρχουν, φυσικά, μερικοί εξαιρετικοί Αμερικανοί, σαν τον Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον, που δουλεύει για τον Ταραντίνο… Αλλα το γεγονός ότι πήγαινα στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου και σπούδασα τους κλασικούς εικαστικούς, τα ταξίδια μου σε Βενετία και Φλωρεντία, η Αθήνα με την Ακρόπολη και οι επισκέψεις μου στην Ολυμπία, οι βυζαντινές εικόνες, που ήταν η διατριβή μου στη σχολή, έχουν μείνει στο υποσυνείδητό μου – είναι πράγματα που δεν μπορείς να σβήσεις. Μου αρέσει, όμως, να συνδυάζω τέχνη και εμπόριο. Οταν δουλεύω σε μια ταινία θέλω να πιστεύω ότι θα φτάσει στο κοινό. Δεν νομίζω ότι θα ήμουν ευτυχισμένος αν δούλευα στην Ευρώπη σε μικρές καλλιτεχνικές ταινίες, που μόνο οι φίλοι μου θα έβλεπαν».
• Δηλαδή δεν θα ξανακάνατε ένα «Million Dollar Hotel» με τον Βέντερς;
«Ωραία ταινία, αλλά κανείς δεν την είδε. Ο Βιμ ήταν πριν από δυο μέρες σπίτι μου. Δεν μπορώ δυστυχώς να κάνω τη νέα του ταινία με τον Τζέιμς Φράνκο, αλλά σίγουρα θέλω να δουλεύω σε τέτοιες ταινίες. Μερικές φορές διαβάζεις απλώς ένα σενάριο και θυσιάζεις όχι μόνο τις οικονομικές σου απολαβές, ακόμα και την οικογένειά σου, επειδή πρέπει να ταξιδέψεις. Τέτοιες δύσκολες αποφάσεις τις παίρνεις, όμως, για μια ταινία που ξέρεις ότι οι άνθρωποι θα ενδιαφερθούν να δουν».
• Θα ξανασκηνοθετήσετε; Το «Arcadia Lost» που γυρίσατε στο Λεωνίδιο δεν βγήκε στις ελληνικές αίθουσες.
«Ηταν εντελώς αντιεμπορική ταινία. Είμαι παθιασμένος με τη φωτογραφία, αλλά μία στις τόσες, όταν θα έχω καιρό και υλικό που με ενδιαφέρει, θα γυρίζω τις μικρές μου ταινίες. Αλλά για την ώρα θέλω να κάνω τις επόμενες ταινίες του Αλεξάντερ και του Κλούνεϊ. Και κάποια στιγμή θα ’θελα να επιστρέψω και να δουλέψω περισσότερο στην Ευρώπη. Ο Αλεξάντερ θέλει να γυρίσει μια ταινία στην Ελλάδα, δεν θα είναι η αμέσως επόμενη, άλλα έχουμε και οι δυο μας μια ισχυρή επιθυμία να την κάνουμε».
• Πώς βλέπετε την κρίση από μακριά;
«Το μεγάλο προσόν των Ελλήνων είναι ότι ξέρουν να επιβιώνουν, ότι είναι γρήγοροι, έξυπνοι. Είναι προσόντα που η μικρή μας χώρα ανέπτυξε στη διάρκεια της ιστορίας της για να επιβιώσει. Στενοχωριέμαι, λοιπόν, που βλέπω τους ανθρώπους να έχουν κουραστεί και εξοντωθεί. Ολο και συχνότερα μου λένε, “Φαίδωνα, βοήθησέ μας να φύγουμε, θα κάνουμε οτιδήποτε, θα οδηγούμε το αυτοκίνητό σου, θα σου φτιάχνουμε καφέ…”. Δεν είναι αυτή η λύση, πρέπει να συνεχίσουμε να δουλεύουμε. Μπορούμε να γίνουμε ένα κράτος-μπουτίκ. Δεν είμαστε Ιταλία ή Ισπανία, δεν έχουμε μεγάλες βιομηχανίες, δεν παράγουμε πολλά. Εχουμε, όμως, πολιτισμό, την ομορφιά της χώρας και ορισμένες μάρκες, που τα πάνε πολύ καλά διεθνώς με όπλο την ποιότητα. Γιατί να παίρνουν τις ελιές μας οι Ιταλοί, να τις συσκευάζουν κομψά και να τις πουλάνε πανάκριβα στην Αμερική; Δείτε τι συμβαίνει με το σινεμά μας. Είμαι ευτυχής που ξεπήδησε η νέα γενιά κινηματογραφιστών, με μια ιδιαίτερη δική της γλώσσα, που δεν αντιγράφει κανέναν. Συνεχώς ενθαρρύνω τους φίλους μου να μην το βάζουν κάτω, να κάνουν ταινίες».
«Υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός. Η American Society of Cinematographers για πρώτη φορά στην ιστορία της αναγκάστηκε φέτος να προτείνει εφτά υποψήφιους για τα δικά της βραβεία -και όχι πέντε ως συνήθως. Ημουν κι εγώ ένας από αυτούς. Οποιος πάντως και να πάρει το Οσκαρ, είμαι ενθουσιασμένος. Είμαι άλλωστε και ο πρώτος Ελληνας διευθυντής φωτογραφίας που είναι υποψήφιος.
Της Βένας Γεωργακοπούλου
Το βράδυ της Κυριακής όλες οι προσευχές μας θα είναι για τους δυο Ελληνες που θα βρίσκονται στο Dolby Theatre του Λος Αντζελες. Να σηκώσουν ένα Οσκαρ στα χέρια τους. Εξι άλλωστε διεκδικεί η «Nebraska» του Αλεξάντερ Πέιν. Το ένα από αυτά, για την ασπρόμαυρη φωτογραφία της, επιβραβεύει έναν μεγάλο καλλιτέχνη, τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, στην τρίτη συνεργασία του με τον Πέιν μετά το «Πλαγίως» και τους «Απογόνους».
Πάψαμε εδώ και χρόνια να τον λέμε Φαίδωνα Παπαμιχαήλ τζούνιορ, για να τον ξεχωρίζουμε από τον σπουδαίο πατέρα του, σκηνογράφο και καλλιτεχνικό διευθυντή πολλών ταινιών του ξαδέλφου του Τζον Κασσαβέτη, που έφυγε από τη ζωή. Ο Φαίδωνας είναι από μόνος του μια προσωπικότητα. Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε με τη Γερμανίδα μαμά του στη Γερμανία, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου και κατέκτησε σιγά σιγά το σινεμά ως διευθυντής φωτογραφίας. Ποια ταινία του να πρωτογράψεις; Από τον Βέντερς και τον Κλούνεϊ (Αι Ειδοί του Μαρτίου, Μνημείων άνδρες) μέχρι τον Τζέιμς Μάνγκολντ (Walk the line, 3:10 to Yuma) και τον Γκορ Βερμπίνσκι (The Weatherman).
Oι σχέσεις του με την Ελλάδα θερμές, μας έφερε και τον Νικ Νόλτε για να γυρίσει στο Λεωνίδιο, όπου έχει σπίτι, μια δική του ταινία. Και δεν το εκμαίευσα, ο ίδιος βιάστηκε να μου πει τηλεφωνικά από το Λος Αντζελες: «Είμαι περήφανος που είμαι ο πρώτος Ελληνας που παίρνω υποψηφιότητα για Οσκαρ φωτογραφίας».
• Σας ρώτησε καθόλου ο Κλούνεϊ τι να πει για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα;
«[γελάει] Οχι. Αλλά απάντησε πολύ ωραία και είμαι σίγουρος ότι πιστεύει αυτό που είπε· δεν το είπε απλώς για να είναι σε συμφωνία με το θέμα της ταινίας του. Αλλά δεν φαντάστηκε ότι θα δημιουργούσε τόση αίσθηση σε Ελλάδα και Βρετανία. Σε μένα ήρθε το γράμμα του υπουργού Πολιτισμού και το προώθησα με ενθουσιασμό στον Κλούνεϊ».
• Είστε έτοιμος για το κόκκινο χαλί;
«Πανέτοιμος και ενθουσιασμένος. Θα πάω με τη γυναίκα μου, την Κατερίνα, που είναι από τη Γεωργία. Αγόρασε κι αυτή φόρεμα, αγόρασα κι εγώ καινούργιο σμόκιν, γιατί αυτό που είχα ήταν από το 1999».
• Πόσες πιθανότητες νομίζετε ότι έχετε να πάρετε το Οσκαρ;
«Το μεγάλο φαβορί είναι το “Gravity”, που μέχρι τώρα σαρώνει τα τεχνικά βραβεία. Το γεγονός πάντως ότι είναι φτιαγμένο κυρίως με κομπιούτερ, ακόμα και η φωτογραφία, προκαλεί προβληματισμό. Κάποιοι λένε ότι αν ο διευθυντής φωτογραφίας δεν μπορεί να πάει στον πραγματικό τόπο των γυρισμάτων, τότε δεν μπορεί να πάρει και βραβείο. Αλλοι λένε ότι στο μέλλον πρέπει να δημιουργηθεί ξεχωριστή κατηγορία βραβείων, για ταινίες που είναι φτιαγμένες κατά 85% με κομπιούτερ. Αλλά ειδικά ο Εμάνουελ Λουμπέζκι του “Gravity” είναι εξαίρετος διευθυντής φωτογραφίας και είχε μεγάλη συμβολή σε όλη την ταινία. Αλλωστε, τα τελευταία χρόνια το βραβείο σε παρόμοιες ταινίες πήγε, στο “Avatar”, στο “Hugo”, στο “Inception”. Αλλά πάλι, κανείς δεν ξέρει…»
• Εσείς πού θα το δίνατε;
«Προτιμώ τη δουλειά του Ρότζερ Ντίκινς στο “Prisoners” και του Μπρούνο Ντελμπονέλ στην ταινία των Κοέν, μια τόσο απλή και ουσιαστική προσέγγιση στη φωτογραφία. Υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός. Η American Society of Cinematographers για πρώτη φορά στην ιστορία της αναγκάστηκε φέτος να προτείνει εφτά υποψήφιους για τα δικά της βραβεία -και όχι πέντε ως συνήθως. Ημουν κι εγώ ένας από αυτούς. Οποιος πάντως και να πάρει το Οσκαρ, είμαι ενθουσιασμένος. Είμαι άλλωστε και ο πρώτος Ελληνας διευθυντής φωτογραφίας που είναι υποψήφιος. Μπήκα στη wikipedia και το είδα. Αλλά δεν είμαι και ο μόνος Ελληνας φέτος, είναι και ο Αλεξάντερ».
• Το γεγονός ότι το «Nebraska» είναι ασπρόμαυρο βοήθησε στην υποψηφιότητά σας; Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία θεωρείται πιο εύκολα καλλιτεχνικό γεγονός;
«Ασπρόμαυρη ταινία έχει να πάρει Οσκαρ από τη χρονιά της “Λίστας τού Σίντλερ”, μεγάλο διάστημα. Μετά είχαμε τη “Λευκή Κορδέλα” του Χάνεκε, το “Καληνύχτα και καλή τύχη” του Κλούνεϊ… Η Ακαδημία όντως εκτιμά τις ασπρόμαυρες ταινίες, ίσως επειδή τα μέλη της μεγάλωσαν μ’ αυτές. Κι εγώ κάπως έτσι νιώθω, αν και νεότερος. Η ιστορία του σινεμά, οι ταινίες που αγαπήσαμε και μας ενέπνευσαν ήταν ασπρόμαυρες. Στην τέχνη της φωτογραφίας τα ασπρόμαυρα stills έχουν ακόμα έντονη παρουσία. Γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για το σινεμά; Φτάνει να ταιριάζει, βέβαια, στην ταινία, όπως συμβαίνει στη “Nebraska” -στην ιστορία της, στη μοναξιά και αποξένωση των χαρακτήρων της. Δεν τη γυρίσαμε ασπρόμαυρη για λόγους εντυπωσιασμού. Ο Ορσον Ουέλς έλεγε ότι το ασπρόμαυρο φιλμ είναι ο καλύτερος φίλος του ηθοποιού. Ετσι, ειδικά για το πρόσωπο του Μπρους Ντερν, την έκφραση, την αμηχανία του, τα λευκά του μαλλιά, αυτή την μπεργκμανική αίσθηση θανάτου, το ασπρόμαυρο ήταν και πιο ποιητικό. Δεν λέω ότι οι μισές ταινίες πρέπει να είναι ασπρόμαυρες, ελπίζω απλώς να συνεχίσει το Χόλιγουντ να τις παράγει».
• Εσείς τη γυρίσατε εύκολα;
«Το αντίθετο. Υπήρξε ισχυρή αντίδραση από την Paramount. Αλλά ο Αλεξάντερ επέμενε. Ηταν σίγουρος ότι μόνο ασπρόμαυρη έπρεπε να είναι από τότε που είχε την ιδέα, δηλαδή εδώ και δέκα χρόνια. Μου πρωτομίλησε γι’ αυτήν όταν γυρίζαμε το “Πλαγίως”».
• Πώς νιώσατε, ένας Ελληνας και Ευρωπαίος, όταν πήγατε με τον Πέιν στα απέραντα τοπία της Νεμπράσκα;
«Δεν ήμουν τόσο εξοικειωμένος με αυτή την πλευρά της Αμερικής, σε αντίθεση με τον Αλεξάντερ, που είναι από την Ομαχα. Κάναμε οι δυο μας ένα ταξίδι πέντε ημερών με αυτοκίνητο για να πάρω μια αίσθηση του χώρου. Τα έχασα από την απεραντοσύνη των τοπίων. Και από κάτι άλλο. Μπαίναμε σε πόλεις που δεν ήταν και τόσο μικρές, 12, 15, 20 χιλιάδων κατοίκων, κατεβαίναμε τον κεντρικό δρόμο και δεν βλέπαμε ψυχή. “Μα πού είναι όλος ο κόσμος;” ρώτησα τον Αλεξάντερ. “Οταν πας σε μια μικρή ελληνική πόλη τα παιδιά παίζουν στην πλατεία, οι άνθρωποι κάθονται έξω, σε καφενεία. Πού είναι όλος ο κόσμος;”. “Μάλλον βλέπουν τηλεόραση” μου είπε».
• Ηταν και μια πρόκληση, φαντάζομαι, αυτό το παραξένεμα.
«Ακριβώς. Νομίζω ότι ένας ξένος, όπως ο Βέντερς στο “Παρίσι, Τέξας”, μπορεί να πιάσει ευκολότερα την κλασική αίσθηση της αμερικάνικης επαρχίας, να συλλάβει την ιδιαίτερη και μοναδική ομορφιά αυτών των τόπων. Ισως και τη θλίψη τους. Ενώ σε έναν Αμερικανό μπορεί να μην κάνει καμιά εντύπωση».
• Τι σας έκανε να κολλήσετε με τον Πέιν;
«Εχουμε κοινό πολιτιστικό υπόβαθρο. Παρ’ όλο που αυτός είναι Ελληνοαμερικανός και γεννήθηκε εδώ, επηρεάστηκε πολύ από την οικογένειά του. Ετσι μοιραζόμαστε πολλά, την αίσθηση του χιούμορ, τον τρόπο που βλέπουμε την κοινωνία. Δεν είμαστε εντελώς ενσωματωμένοι στην Αμερική. Στο σινεμά, όμως, θα έλεγα ότι συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλο. Εχουμε κάπως διαφορετικό στιλ. Αυτός ρίχνει το βάρος στους χαρακτήρες, δεν θα τον έλεγε κανείς “visual filmaker”. Αλλά αυτή ειδικά η ιστορία του ήταν πιο “κινηματογραφική” από τις προηγούμενες. Καταφέραμε, όμως, να βρούμε την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην ιστορία και τους χαρακτήρες από τη μία, την εικόνα από την άλλη».
• Θα ‘λεγα ότι είναι η πιο ευρωπαϊκή ταινία ανάμεσα στις υποψήφιες για Οσκαρ
«Εγώ θα ‘λεγα ότι δεν υπάρχουν πολλοί Αμερικανοί σκηνοθέτες με τη συνέπεια και τη σταθερότητα του Αλεξάντερ. Εχει γυρίσει 6 ταινίες και είναι όλες καλές, κάτι σπάνιο. Είναι πολύ ακριβής, δίνει μεγάλη σημασία στο σενάριο, ποτέ δεν ξεκινά μια ταινία αν δεν είναι σίγουρος ότι οι χαρακτήρες είναι ολοκληρωμένοι, δεν ενδιαφέρεται αν οι ηθοποιοί του είναι σταρ, απλώς ψάχνει τους καλύτερους για τους ρόλους. Λίγοι σκηνοθέτες στο Χόλιγουντ έχουν τη δύναμη να τα επιβάλλουν όλα αυτά. Γι’ αυτό και οι ταινίες του είναι συνήθως low budget και τα στούντιο δεν ρισκάρουν τόσο πολύ μαζί του. Η Nebraska κόστισε μόνο 30 εκατ. δολάρια, πολύ χαμηλός προϋπολογισμός για ταινία στούντιο».
• Εσείς, όμως, κάνατε και μια εντελώς διαφορετική ταινία, το «Μνημείων άνδρες», σαν μια παλιά, καλή, χορταστική πολεμική περιπέτεια που βλέπαμε παιδιά.
«Ακριβώς. Με τον Κλούνεϊ θέλαμε να θυμίζει τις κλασικές παραγωγές του ‘60. Είναι ωραίο, ξέρετε, να αλλάζει συνέχεια ύφος ο διευθυντής φωτογραφίας».
• Δεν θέλετε να κατακτήσετε ένα προσωπικό, αναγνωρίσιμο ύφος, που γι’ αυτό να σας ζητάνε;
«Το αντίθετο. Θέλω να βρίσκω για κάθε ιστορία μια διαφορετική κινηματογραφική γλώσσα. Αυτό δίνει ενδιαφέρον στη δουλειά μου, και όχι να κάνω συνέχεια τα ίδια πράγματα και κόλπα. Αλλά ο Κλούνεϊ έχει κάτι κοινό με τον Αλεξάντερ. Είναι κι αυτός “κλασικός”, δεν πιστεύει στην πολύ μοντέρνα, με υπερβολική χρήση της τεχνολογίας, φωτογραφία, είναι φανερό και στο “Αι Ειδοί του Μαρτίου” και στο “Μνημείων άνδρες”. Είναι κι αυτός απλός, δίνει προσοχή σε χαρακτήρες και ερμηνείες. Υπάρχουν φυσικά και διαφορές ανάμεσα στις δυο ταινίες, κυρίως πεδίου. To “Μνημείων άνδρες” είναι μια ιστορική και ακριβή ταινία, άρα είχαμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας, αν και ο Τζορτζ θέλει να δουλεύει με ταχύτητα, μία ή δύο λήψεις το πολύ, τις περισσότερες φορές μία. Ετσι, έπρεπε να είμαστε όλοι πανέτοιμοι, δεν του αρέσει να επαναλαμβάνει πράγματα λόγω τεχνικών προβλημάτων. Μεγάλη πρόκληση».
• Εάν κερδίσετε το Οσκαρ μήπως σας προτείνουν όλο μεγάλες ταινίες και απομακρυνθείτε από το σινεμά του Πέιν;
«Καθόλου. Ηδη είχα την επιλογή να κάνω μεγάλες περιπέτειες. Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου και συνεχώς τις αρνούμαι -σαν το “Iron Man”, το “Wolverine” και τέτοιες. Αυτή τη στιγμή συζητάω πάλι μια μικρή ταινία με την Ελεν Μίρεν, που θα γυριστεί σε Λονδίνο και Βιέννη. Είναι του Βρετανού Σάιμον Κέρτις που έκανε το “My week with Marilyn”. Η υποψηφιότητα μου δίνει τη δυνατότητα να επιλέγω. Και προσπαθώ να κρατάω το μυαλό μου και τα… έξοδά μου χαμηλά, έτσι ώστε να επιλέγω με δημιουργικά και όχι οικονομικά κριτήρια».
• Κάνατε μεγάλο δρόμο από την εποχή που τελειώσατε τη Σχολή Καλών Τεχνών στο Μόναχο…
«…Ναι, μετράω τις ταινίες μου και φτάνουν τις πενήντα».
• Η ευρωπαϊκή κουλτούρα σάς βοήθησε ή ήταν και λίγο βάρος που έπρεπε να ξεφορτωθείτε για να δουλέψετε με αποτελεσματικότητα στην Αμερική; Πολλοί Ευρωπαίοι σκηνοθέτες απογοητεύονται με τις αμερικανικές εμπειρίες τους.
«Το ευρωπαϊκό μου αισθητήριο με βοήθησε πολύ στη δουλειά μου εδώ. Ολοι σχεδόν οι επιτυχημένοι διευθυντές φωτογραφίας στην Αμερική, αλλά και πολλοί σκηνοθέτες, έχουν ευρωπαϊκό υπόβαθρο. Για παράδειγμα, στους φετινούς υποψηφίους για το Οσκαρ φωτογραφίας δεν υπάρχει ούτε ένας Αμερικανός. Υπάρχουν, φυσικά, μερικοί εξαιρετικοί Αμερικανοί, σαν τον Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον, που δουλεύει για τον Ταραντίνο… Αλλα το γεγονός ότι πήγαινα στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου και σπούδασα τους κλασικούς εικαστικούς, τα ταξίδια μου σε Βενετία και Φλωρεντία, η Αθήνα με την Ακρόπολη και οι επισκέψεις μου στην Ολυμπία, οι βυζαντινές εικόνες, που ήταν η διατριβή μου στη σχολή, έχουν μείνει στο υποσυνείδητό μου – είναι πράγματα που δεν μπορείς να σβήσεις. Μου αρέσει, όμως, να συνδυάζω τέχνη και εμπόριο. Οταν δουλεύω σε μια ταινία θέλω να πιστεύω ότι θα φτάσει στο κοινό. Δεν νομίζω ότι θα ήμουν ευτυχισμένος αν δούλευα στην Ευρώπη σε μικρές καλλιτεχνικές ταινίες, που μόνο οι φίλοι μου θα έβλεπαν».
• Δηλαδή δεν θα ξανακάνατε ένα «Million Dollar Hotel» με τον Βέντερς;
«Ωραία ταινία, αλλά κανείς δεν την είδε. Ο Βιμ ήταν πριν από δυο μέρες σπίτι μου. Δεν μπορώ δυστυχώς να κάνω τη νέα του ταινία με τον Τζέιμς Φράνκο, αλλά σίγουρα θέλω να δουλεύω σε τέτοιες ταινίες. Μερικές φορές διαβάζεις απλώς ένα σενάριο και θυσιάζεις όχι μόνο τις οικονομικές σου απολαβές, ακόμα και την οικογένειά σου, επειδή πρέπει να ταξιδέψεις. Τέτοιες δύσκολες αποφάσεις τις παίρνεις, όμως, για μια ταινία που ξέρεις ότι οι άνθρωποι θα ενδιαφερθούν να δουν».
• Θα ξανασκηνοθετήσετε; Το «Arcadia Lost» που γυρίσατε στο Λεωνίδιο δεν βγήκε στις ελληνικές αίθουσες.
«Ηταν εντελώς αντιεμπορική ταινία. Είμαι παθιασμένος με τη φωτογραφία, αλλά μία στις τόσες, όταν θα έχω καιρό και υλικό που με ενδιαφέρει, θα γυρίζω τις μικρές μου ταινίες. Αλλά για την ώρα θέλω να κάνω τις επόμενες ταινίες του Αλεξάντερ και του Κλούνεϊ. Και κάποια στιγμή θα ’θελα να επιστρέψω και να δουλέψω περισσότερο στην Ευρώπη. Ο Αλεξάντερ θέλει να γυρίσει μια ταινία στην Ελλάδα, δεν θα είναι η αμέσως επόμενη, άλλα έχουμε και οι δυο μας μια ισχυρή επιθυμία να την κάνουμε».
• Πώς βλέπετε την κρίση από μακριά;
«Το μεγάλο προσόν των Ελλήνων είναι ότι ξέρουν να επιβιώνουν, ότι είναι γρήγοροι, έξυπνοι. Είναι προσόντα που η μικρή μας χώρα ανέπτυξε στη διάρκεια της ιστορίας της για να επιβιώσει. Στενοχωριέμαι, λοιπόν, που βλέπω τους ανθρώπους να έχουν κουραστεί και εξοντωθεί. Ολο και συχνότερα μου λένε, “Φαίδωνα, βοήθησέ μας να φύγουμε, θα κάνουμε οτιδήποτε, θα οδηγούμε το αυτοκίνητό σου, θα σου φτιάχνουμε καφέ…”. Δεν είναι αυτή η λύση, πρέπει να συνεχίσουμε να δουλεύουμε. Μπορούμε να γίνουμε ένα κράτος-μπουτίκ. Δεν είμαστε Ιταλία ή Ισπανία, δεν έχουμε μεγάλες βιομηχανίες, δεν παράγουμε πολλά. Εχουμε, όμως, πολιτισμό, την ομορφιά της χώρας και ορισμένες μάρκες, που τα πάνε πολύ καλά διεθνώς με όπλο την ποιότητα. Γιατί να παίρνουν τις ελιές μας οι Ιταλοί, να τις συσκευάζουν κομψά και να τις πουλάνε πανάκριβα στην Αμερική; Δείτε τι συμβαίνει με το σινεμά μας. Είμαι ευτυχής που ξεπήδησε η νέα γενιά κινηματογραφιστών, με μια ιδιαίτερη δική της γλώσσα, που δεν αντιγράφει κανέναν. Συνεχώς ενθαρρύνω τους φίλους μου να μην το βάζουν κάτω, να κάνουν ταινίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου