ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Θεοδοσιανά τείχη. Μέγα τείχος.
Βράδυ Δευτέρας.28 Μαΐου. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης άφησε το βλέμμα του να
πλανηθεί στην γεμάτη άταφα πτώματα, πεδιάδα του Λύκου. Σε λίγη ώρα θα
ξημέρωνε. Η Πόλη των πόλεων, θα ζούσε άλλη μια ημέρα σκληρής πολιορκίας.
Ο καιρός δεν ήταν πολύ κρύος, είχε όμως μια υγρασία που τρυπούσε τα κόκαλα.
Τύλιξε τον βαρύ μαύρο μανδύα του πάνω από την πανοπλία του. Ήταν κουρασμένος. Όλα τα μέλη του πονούσαν φρικτά. Στην σκουρόχρωμη μεταλλική του πανοπλία, η υγρασία σχημάτιζε μικρά αυλάκια νερού που έπεφταν στο έδαφος.
Στο βάθος, στο στρατόπεδο του Αμιρά, η νύχτα είχε γίνει μέρα από τις εκατοντάδες φωτιές που είχαν ανάψει. Τα τύμπανα δεν σταματούσαν λεπτό να χτυπούν. Οι κραυγές και οι επικλήσεις στον Θεό τους, ακουγόταν καθαρά μέχρι τα τείχη που στέκονταν ο ίδιος.
Οι δερβίσηδες έκλαιγαν και υπόσχονταν στους στρατιώτες του εχθρού πιλάφι και γυναίκες στον παράδεισο, εάν πεθάνουν τιμημένα στη μάχη. Ένα άσχημο προαίσθημα έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Έφερε το χέρι του στο τεράστιο σπαθί του και χάιδεψε τη λαβή. Έστριψε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και είδε ότι στα υπερήφανα τείχη, είχαν απομείνει ελάχιστοι υπερασπιστές.
Οι περισσότεροι εξουθενωμένοι κοιμόντουσαν με τις πανοπλίες τους και τα σπαθιά στο χέρι. Κάποιοι είχαν αφήσει τα αρκεβούζια τους επάνω στις πολεμίστρες και απλά περίμεναν. Όλοι ήξεραν ότι η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν η πιο δύσκολη και η καθοριστικότερη από όλες τις ημέρες της πολιορκίας.
Από τις 7 Απριλίου πολεμούσαν αδιάκοπα έναν δυνατότερο και πολυάριθμο εχθρό. Και όμως άντεχαν. Κάθε ημέρα στις επάλξεις θέριζαν όποιον τολμούσε να πλησιάσει. Η τεράστια τάφρος από κάτω είχε γεμίσει και αυτή πτώματα. Κι όμως εκείνοι δεν τα παρατούσαν και με περισσότερη λύσσα κάθε φορά επιχειρούσαν εξ εφόδου να καταλάβουν τα τείχη. Ξημέρωνε η 29η Μαΐου, του Σωτήριου έτους 1453 Σε λίγη ώρα στα τείχη θα εμφανιζόταν να πάρει τη θέση του στις πολεμίστρες ανάμεσα στους συμπολεμιστές του, σαν απλός στρατιώτης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο τελευταίος αυτοκράτορας της χιλιόχρονης Πόλης...
Ο καιρός δεν ήταν πολύ κρύος, είχε όμως μια υγρασία που τρυπούσε τα κόκαλα.
Τύλιξε τον βαρύ μαύρο μανδύα του πάνω από την πανοπλία του. Ήταν κουρασμένος. Όλα τα μέλη του πονούσαν φρικτά. Στην σκουρόχρωμη μεταλλική του πανοπλία, η υγρασία σχημάτιζε μικρά αυλάκια νερού που έπεφταν στο έδαφος.
Στο βάθος, στο στρατόπεδο του Αμιρά, η νύχτα είχε γίνει μέρα από τις εκατοντάδες φωτιές που είχαν ανάψει. Τα τύμπανα δεν σταματούσαν λεπτό να χτυπούν. Οι κραυγές και οι επικλήσεις στον Θεό τους, ακουγόταν καθαρά μέχρι τα τείχη που στέκονταν ο ίδιος.
Οι δερβίσηδες έκλαιγαν και υπόσχονταν στους στρατιώτες του εχθρού πιλάφι και γυναίκες στον παράδεισο, εάν πεθάνουν τιμημένα στη μάχη. Ένα άσχημο προαίσθημα έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Έφερε το χέρι του στο τεράστιο σπαθί του και χάιδεψε τη λαβή. Έστριψε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και είδε ότι στα υπερήφανα τείχη, είχαν απομείνει ελάχιστοι υπερασπιστές.
Οι περισσότεροι εξουθενωμένοι κοιμόντουσαν με τις πανοπλίες τους και τα σπαθιά στο χέρι. Κάποιοι είχαν αφήσει τα αρκεβούζια τους επάνω στις πολεμίστρες και απλά περίμεναν. Όλοι ήξεραν ότι η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν η πιο δύσκολη και η καθοριστικότερη από όλες τις ημέρες της πολιορκίας.
Από τις 7 Απριλίου πολεμούσαν αδιάκοπα έναν δυνατότερο και πολυάριθμο εχθρό. Και όμως άντεχαν. Κάθε ημέρα στις επάλξεις θέριζαν όποιον τολμούσε να πλησιάσει. Η τεράστια τάφρος από κάτω είχε γεμίσει και αυτή πτώματα. Κι όμως εκείνοι δεν τα παρατούσαν και με περισσότερη λύσσα κάθε φορά επιχειρούσαν εξ εφόδου να καταλάβουν τα τείχη. Ξημέρωνε η 29η Μαΐου, του Σωτήριου έτους 1453 Σε λίγη ώρα στα τείχη θα εμφανιζόταν να πάρει τη θέση του στις πολεμίστρες ανάμεσα στους συμπολεμιστές του, σαν απλός στρατιώτης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο τελευταίος αυτοκράτορας της χιλιόχρονης Πόλης...