Ο Μάνος Ελευθερίου ζωντανεύει τη συριανή κοινωνία μέσα από τη βιογραφία του μουσικοσυνθέτη
Ο Μάνος Ελευθερίου δεν είναι μόνον
ένας τους εναπομείναντες μετρ της ποίησης και του τραγουδιού. Ποτέ δεν
τα διαχώρισε. Αφηνε τη μία, για να πιάσει το άλλο. Μπαινόβγαινε και στα
δύο πεδία, πιστώνοντας λυρισμό στο τραγούδι και τραγουδιστή απαγγελία
στην ποίηση.
Είναι και ο αυστηρός μελετητής του γενέθλιου τόπου του, της
Ερμούπολης. Ποίηση και εδώ, που αναδύεται από τα αποκόμματα εφημερίδων
και περιοδικών, στη γλώσσα και στην ατμόσφαιρα, όταν οι αστοί
προσπαθούσαν να φτιάξουν την Ελλάδα.
Το τελευταίο βιβλίο του «Μαύρα μάτια. Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920» (εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 416, 16,60 ευρώ) είναι ένα ανάγνωσμα (και) πάλι επικεντρωμένο στη Σύρο, με πρωταγωνιστή το ρεμπέτη Μάρκο Βαμβακάρη, προτού εγκαταλείψει το γενέθλιο νησί για τον Πειραιά.
Ο Μάνος Ελευθερίου αποκαλύπτει ότι έγραψε για τα παιδικά χρόνια του Μάρκου, για να λυθεί μία παρεξήγηση... Επί χρόνια, όπως εξομολογείται, ζούσε με την εντύπωση ότι ο Βαμβακάρης εγκατέλειψε τη Σύρο σε ηλικία 12 χρόνων, δηλαδή το 1917. «Μου φαινόταν όμως αδιανόητο ότι ένα παιδάκι τέτοιας ηλικίας μπορούσε να σηκώνει στην πλάτη του επί δεκάωρο, ως ανθρακεργάτης στον Πειραιά, τουλάχιστον τριάντα οκάδες κάρβουνο».
Γιατί, όμως, κατέληξε στο 1920; Αυθαιρεσία; Βεβαίως και όχι. Τι έπραξε; Διάβασε προσεκτικά την «Αυτοβιογραφία» του Μάρκου Βαμβακάρη και τσέκαρε τα γεγονότα τής τριετίας 1918 - 1920. Το συμπέρασμα: «Κατάλαβα ότι τελικά ξενιτεύτηκε σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, δηλαδή το 1920. Αυτή την άποψη τη βρήκα και σε κείμενο του ερευνητή Αριστομένη Καλυβιώτη. Ο Μάρκος σε συνέντευξή του στη Μαργαρίτα Μανασίδου στις 4 Ιουνίου 1971, επτά μήνες πριν πεθάνει, λέει ότι έφυγε από το νησί το 1918. Εγώ αυθαίρετα κράτησα το 1920, κι αυτό διότι μέτρησα με προσοχή όσα υπαγόρευσε, ασφαλώς σε διαφορετικές μέρες και με διαφορετική διάθεση».
Το 1917 ως έτος μετανάστευσης του Βαμβακάρη από τη Σύρο καταρρίπτεται συν τοις άλλοις από το γεγονός ότι εργάστηκε ως εφημεριδοπώλης στην εφημερίδα «Το Παράρτημα», που κυκλοφόρησε στα μέσα του 1917. Σ' αυτή εργάστηκε επί δύο μήνες. Στη συνέχεια τον βρίσκουμε για επτά μήνες υπάλληλο στο οπωροπωλείο του Παραμάνη. Ακολούθως πηγαίνει με περισσότερα χρήματα, με το ίδιο αντικείμενο, στον Αποστολάκη. Οχτώ μήνες εκεί και για άλλους τόσους μήνες στο πρακτορείο εφημερίδων του Κάνιστρα.
Αυτή η επιμονή στα πρώτα δεκαπέντε συριανά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη υποστηρίζεται με περιγραφές εφημερίδων για τους χορούς, με αστυνομικές διατάξεις και με δικαστικά έγγραφα. Σ' αυτά τα κείμενα, επισημαίνει ο Μάνος Ελευθερίου, «η καθαρεύουσα δίνει τα φτερά αυτής τής σκοτεινής κι ωστόσο λαμπρής, για πολλά πράγματα, εποχής».
Η προφορική αυτοβιογραφική μαρτυρία του Μάρκου, η οποία διαθέτει μακρυγιαννικό ύφος και ήθος, έρχεται σε αντίστιξη με την κειμενογραφία τών μορφωμένων δημοσιογράφων που γνώριζαν καλά ελληνικά.
«Αυτοί οι παράλληλοι βίοι δύο ελληνικών "γλωσσών" σπάνε κόκαλα. Υποπτεύομαι ότι στα άφαντα, για την ώρα, μυθιστορήματα τα οποία λέει ότι έγραψε πρέπει να χρησιμοποίησε αυτή την έξοχη λαλιά», σχολιάζει ο Συριανός ποιητής και βγάζει είδηση: ότι ο Μάρκος έγραφε, γι' αυτό και στην καρτ βιζίτ του είχε τυπωμένα τα στοιχεία:
«Μάρκος Δ. Βαμβακάρης Συγγραφεύς-Μουσικοσυνθέτης».
«Δεν ξέρω, ακόμα και μέχρι τώρα, για ποιους λόγους και σε πόσους θα ήταν χρήσιμα αυτά τα γραπτά, εκτός κι αν ανακαλυφθεί ξαφνικά ένας νέος Μακρυγιάννης, οπότε τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή». Μάρκος Βαμβακάρης, ο άγνωστος Μακρυγιάννης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου