DIASTIXO.GR Κυριακή, 09 Ιούνιος 2013 11:57
ΑΡΘΡΑ |
της Νατάσας Αβούρη
Η ανάγκη για έκφραση με κάθε εικαστικό μέσο θεωρείται πλέον εγγενής του ανθρώπινου είδους, εφόσον μάλιστα η ενασχόληση με την Τέχνη αποτελεί ένα από τα βασικά γνωρίσματα διαχωρισμού του homo sapiens sapiens από τα προηγούμενα ανθρωποειδή. Απανταχού της Γης ο άνθρωπος της Εποχής του Λίθου φιλοτέχνησε σπηλαιογραφίες, πρωτόγονες αναπαραστάσεις του ζωικού, του φυτικού βασιλείου και του υπερφυσικού σύμπαντος που τον περιέβαλλε, στην ασυνείδητη ίσως προσπάθειά του να αφήσει το ίχνος της ύπαρξής του. Και αν οι πρόγονοί μας ήταν «δέσμιοι» του χρόνου και επομένως της δυνατότητας ελέγχου και εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος, στην ιστορική μας πορεία βρήκαμε και αξιοποιήσαμε πολλά και ποικίλα μέσα, εργαλεία, υλικά, τεχνικές και μεθόδους έκφρασης, που ουσιαστικά συμπυκνώνονται σε ένα: το λόγο.
Κοινό στοιχείο των πνευματικών ανθρώπων κάθε εποχής και λαού, από τον homo sapiens sapiens μέχρι τον homo universalisτης αναγεννησιακής ελπιδοφόρας «κύησης» ενός νέου είδους, είναι η έλλογη (= με λόγο και/ή λογική) έκφραση των φιλοσοφικών μας αναζητήσεων και διατύπωση των ίδιων αέναων ερωτημάτων, που μας επιτρέπει τη διακίνηση σε ένα ευρύ φάσμα επιστημών και τεχνών με την ανθολόγηση κάθε φορά των αναζητούμενων γνώσεων. Διακίνηση, που πολλές φορές δυστυχώς παρεμποδίζεται, περιορίζεται ή και απαγορεύεται από τις εξωτερικές πολιτικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές και λοιπές συνθήκες. Τούτο μεταφράζεται με πολλές μορφές στέρησης, εξαναγκασμού ή τροποποίησης των μέσων έκφρασης κάθε πνευματικού ανθρώπου και καθενός από εμάς γενικότερα.
Ο 20ός αιώνας βρίθει παρόμοιων παραδειγμάτων εντός και εκτός των ορίων της χώρας μας τόσο ως προς τη συχνότητα, όσο και ως προς τον αριθμό των εμπλεκομένων. Δέσμιος αυτών των ιστορικών συγκυριών υπήρξε μεταξύ πολλών άλλων και ο Γιάννης Ρίτσος, γνωστός κυρίως ως ποιητής και, οπωσδήποτε, ως αγωνιστής.
Εξόριστος της πολιτείας κατά τον Εμφύλιο και μετά, στη διάρκεια της δικτατορίας, ο Ρίτσος συνέχισε να παράγει έργο υπό αντίξοες και ίσως εχθρικές συνθήκες, χρησιμοποιώντας παραμυθητικά το ρητό «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Εξάλλου τα ερεθίσματα ήταν πολλά, εάν μάλιστα αναλογιστούμε πως η εξορία του –τα έτη 1948-1950 εκτοπίζεται διαδοχικά στη Λήμνο, τη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη– είχε και ένα παράθυρο ανάσας: τον έφερε σε επαφή με καλλιτέχνες, όπως τον μουσικό Μίκη Θεοδωράκη και τον τραγουδιστή Γρηγόρη Μπιθικώτση. Αποτέλεσμα της επιβαλλόμενης αλλά ευτυχούς συνεύρεσης και συμβίωσής τους ήταν η μουσική «ολοκλήρωση» έργων όπως ο περίφημος Επιτάφιος, τον οποίο ο Ρίτσος είχε αρχικά συνθέσει το 1936 μέσα σε δυο μέρες μετά τη μεγάλη εργατική διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη, συγκλονισμένος από τη φωτογραφία μιας γονατισμένης μάνας μπροστά στον σκοτωμένο γιο της.
Στους τόπους εκτοπισμού γνωρίζεται επίσης και με άλλες προσωπικότητες του ευρύτερου πνευματικού χώρου: ηθοποιοί όπως ο Μάνος Κατράκης και καλλιτέχνες όπως η χαράκτρια Βάσω Κατράκη αποτέλεσαν μια καλλιτεχνική συντροφιά γεμάτη από αγάπη για την πατρίδα, την ελευθερία, τη δημοκρατία. Η Κατράκη μάλιστα του δίδαξε τα μυστικά της δικής της τέχνης, της χαρακτικής, πέραν της ζωγραφικής, την οποία ήδη γνώριζε και εξασκούσε (ήταν αυτοδίδακτος).
Ανεξάρτητα από ποιον και τι έμαθε ο Ρίτσος, θα ήταν θεμιτό και σημαντικό να τονίσουμε ότι την καλλιτεχνική του φύση τη συναντούμε κατ’ αρχάς στην καλλιτεχνικότατη –ας μας επιτραπεί ο υπερθετικός βαθμός– γραφή του. Η παραμελημένη μέχρι πρότινος καλλιγραφία του βρίσκει την Επιφάνειά της στα χειρόγραφα του ποιητή. Πρόκειται για μια γραφή μοναδική, βγαλμένη σαν από βυζαντινό χειρόγραφο, η οποία μάλιστα αφ’ εαυτής, αυτονομημένη από το περιεχόμενό της, αποτελεί έργο τέχνης και πιθανότατα πεδίο πολλών επιστημονικών περιοχών για περαιτέρω συζήτηση και έρευνα.
Με αφετηρία επομένως μια ούτως ή άλλως «εκ Τέχνης ορμώμενη» φύση, ο Ρίτσος δεν μπορούσε παρά να ασχοληθεί με όλες τις μορφές του πνεύματος, ακόμα κι όταν οι συνθήκες, ο χρόνος και οι άνθρωποι του εναντιώνονταν. Στη διάρκεια της εξορίας για παράδειγμα, λόγω εκτάκτων συνθηκών και έλλειψης υλικών, κατέφυγε στην αρχέγονη, πρώτη και μόνη «δεξαμενή» χρωμάτων, εργαλείων και καμβάδων: τη φύση. Και η μάνα φύση, που τόσο λάτρεψε και ύμνησε, τον επιδαψίλευσε με πέτρες, βότσαλα, κοχύλια, ρίζες, κόκαλα, χαρτί, πηλό για να του δίνει κουράγιο τις ώρες της αφόρητης μοναξιάς του.
Η σινωπίς, οι μίλτοι, το παραιτόνιο, η μηλιάς, η ερέτρια, το αρσενικό[1], χρώματα φυσικά, γνωστά ακόμη από την αρχαιότητα, αντικατέστησαν εκ των πραγμάτων και κατ’ ανάγκη τα επεξεργασμένα. Η σινωπική μίλτος, η κόκκινη γη για τους αρχαίους (rubrica για τους Ρωμαίους), στο χρώμα του συκωτιού, βρίσκεται σε πολλά μέρη γύρω από τη Μεσόγειο. Η καλύτερη όμως βγαίνει στις σπηλιές της Λήμνου και της Καππαδοκίας. Κι ο Ρίτσος «εθήτευσε» και στη Λήμνο. Εκείνο που ενδιαφέρει το ζωγράφο κολλά πάνω στους βράχους. Τη μίλτο χρησιμοποιούσαν οι παλιοί ζωγράφοι για να δίνουν λάμψη. Αντίθετα, η «μηλιάς», η γη της Μήλου, δίνει το καλύτερο λευκό και το καταλληλότερο για ζωγραφική[2].
Με μελέτη, μεράκι και τη συνδρομή πιο έμπειρων τεχνιτών ή καλλιτεχνών ο Ρίτσος άντλησε τα μέσα της τέχνης του από δύο βασικές «βιβλιογραφικές» πηγές: το χώρο και το χρόνο. Όταν, λοιπόν, ρωτάει:
Κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σχισμάδα,
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;
κι εκείνο απαντά:
Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα στάλα,
μαντίλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα
παίρνουμε απάντηση σε ό,τι αφορά τα υλικά, σε ό,τι αφορά τη διάθεση, και ταυτόχρονα βλέπουμε τη ζωγραφική του σαν την άλλη πλευρά της ποίησής του ή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι, τη ζωγραφιά ως «ποίηση σιωπώσα» και την ποίηση ως «ζωγραφία φθεγγομένη».
Πρώτο υλικό του, οι πέτρες, άφθονες στο άγονο και ανεμοδαρμένο τοπίο των αιγαιοπελαγίτικων νησιών. Αυτές οι πέτρες, που δεν βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα, όπως έψαλε στη Ρωμιοσύνη, βολεύτηκαν στα χέρια του και μεταμορφώθηκαν σε έργα τέχνης ή αποκάλυψαν τα πρόσωπα που ήταν κρυμμένα μέσα τους. Ο Μιχαήλ Άγγελος εξάλλου είχε πει πως ένα κομμάτι μάρμαρο κρύβει μέσα του ένα καλλιτέχνημα που θέλει να βγει στο φως, συγκρίνοντάς το προφανώς με τον ακατέργαστο άνθρακα, μήτρα του πιο πολύτιμου και «αδάμαστου» λίθου.
Στο Παρθένι της Λέρου, όπου βρέθηκε ξανά εξόριστος σε μια δεύτερη φάση των πολιτικών εκτροπών της χώρας, στα χρόνια της δικτατορίας, γράφει ένα ποίημα, στις 30 Μαΐου του ’68, με θέμα, άξονα και περιεχόμενο τις πέτρες, αυτό το σταθερό υλικό που γίνεται σημείο αναφοράς στο έργο του, σαν να στηρίζει πάνω τους την ελπίδα εξόδου από την καινούργια συμφορά.
Μ’ αυτές τις πέτρες
Φύσηξε ξαφνικός αγέρας, τρίξαν τα βαριά πατζούρια.
Σηκώθηκαν τα φύλλα απ’ το χώμα. Φύγανε, φύγανε.
Έμειναν μόνο οι πέτρες. Πρέπει μ’ αυτές να βολευτούμε τώρα·
Μ’ αυτές, μ’ αυτές – ξαναλέει. Όταν η νύχτα κατεβαίνει
απ’ το μεγάλο μελανί βουνό και ρίχνει τα κλειδιά μας στο πηγάδι,
–πέτρες μου, πέτρες μου, λέει– να πελεκήσω ένα ένα
τ’ άγνωστα πρόσωπά μου και το σώμα μου, με τόνα χέρι
σφιγμένο δυνατά, υψωμένο απ’ τον τοίχο.[3]
Στις πέτρες λοιπόν και στα λεία βότσαλα φιλοτέχνησε κυρίως τα θέματά του, τα οποία –δανειζόμενοι τα λόγια του Γιάννη Τσαρούχη– συνοψίζονται σε ένα: τον άνθρωπο που παλεύει με την αγριότητα του κόσμου. Όμως μέσα από την αγριάδα και τη σκληρότητα, υπάρχει πάντα σαν σπίθα ατόφια μέσα στη στάχτη η αγάπη και, σαν περαστική αστραπή, ο έρωτας όχι μόνο ως συναίσθημα, αλλά και ως δημιουργός του κόσμου. Πράγματι, σε απόσταση από τα συγχρονικά συμφραζόμενα, διαπιστώνουμε την αλήθεια που ο Τσαρούχης επεσήμανε. Μπαίνοντας όμως στις λεπτομέρειες της δημιουργίας του βλέπουμε τις μορφές που αναδύονται από τις ιδιόμορφες επιφάνειες να φορτίζονται συχνά με προεκτάσεις συμβολικές.
Οι εικόνες εμφανίζονται πιο άρτιες σε σύγκριση με τα άλλα υλικά. Τα κορίτσια ή αγόρια του έχουν μια θλιμμένη νεανική ομορφιά σαν υποδήλωση ενός χαμένου παραδείσου. Συχνά δίνουν την εντύπωση στο θεατή τους ότι μόλις βγήκαν από την τραγωδία. Και, καθώς ο καλλιτέχνης αξιοποιεί το κόψιμο της πέτρας για να αναδείξει την ελληνική κατατομή τους, όπως αυτή παρουσιάζεται στην κλασική αγγειογραφία, ομοιάζει με την τεχνοτροπία των αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών.
Τις στριμμένες ρίζες, αντίστοιχα, λόγω της φυσικής δυσπλασίας τους, ο καλλιτέχνης τις αξιοποίησε έτσι, ώστε να παρουσιάζει μυθικά τέρατα, γοργόνες ή άλλα πλάσματα, τα οποία αποτελούν συνδηλώσεις της τραγικότητας της εποχής και των συνθηκών της ζωής του. Σαν να είναι το σώμα της γης που συστρέφεται από τον πόνο της συμφοράς. Οι ρίζες υποβάλλουν μιαν αγριότητα. Τα κόκκαλα και οι πέτρες, το κάλλος ή την ελεγειακότητα. Και η ευτυχία στην τέχνη περιέχει πολύ συχνά ένα στοιχείο ελεγειακό, είχε πει ο ίδιος[4]. Οι ρίζες όμως έχουν κάτι πολύ πιο δικό μας, κάτι το «ανείπωτο», ειπωμένο με αποστομωτική ειλικρίνεια. Γι’ αυτό μπορεί να συνεχίσει κανείς να δουλεύει τις ρίζες, παρ’ όλο το φόβο της επανάληψης. Κι οι ρίζες επαναλαμβάνονται, όπως επαναλαμβάνονται τα ένστικτα κι όπως επαναλαμβάνονται οι βασικές αλήθειες: γέννηση, έρωτας, θάνατος ή, καλύτερα, όπως επαναλαμβάνονται τα τρία βασικά άγνωστα: ζωή, έρωτας, θάνατος[5]. Σαν να είναι τα γηρατειά που αλλοιώνουν τη μορφή· κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος, που λέει ο Οδυσσέας Ελύτης[6].
Συνακόλουθα και οι μορφές οι σκαλισμένες ή αποτυπωμένες στο ξύλο παρουσιάζονται βασανισμένες και μαρτυρικές υπαινισσόμενες τα πάθη του λαού, αλλά και τα προσωπικά του. Ας μη λησμονούμε εξάλλου ότι τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσής του στην εξορία επιβάρυνε και η επιδείνωση της ήδη εύθραυστης υγείας του (από το 1926 είχε προσβληθεί από φυματίωση).
Η καλλιτεχνική διαδρομή του Γιάννη Ρίτσου μέσα από τις ποικίλες αντιξοότητες της βίαιης μετακίνησης και παραμονής του ουσιαστικά στην απομόνωση αν μη τι άλλο διατρέχει μια πορεία αντίστροφη του γραμμικού χρόνου ή μάλλον οπισθοδρομική. Μια πορεία που μόνο με το πνεύμα του, τη θέληση και το λόγο μπόρεσε όχι μόνο να χαλιναγωγήσει, αλλά και να ανατρέψει. Οι δυσκολίες έγιναν θέληση και οι ελλείψεις ποίηση. Κάθε έργο, κάθε πέτρα, κάθε ρίζα, κάθε κοχύλι αποτέλεσαν δείγμα πόνου αλλά και ελπίδας, ασχήμιας αλλά και ομορφιάς, μοναξιάς και συνάμα επικοινωνίας. Γιατί εκεί, στην ξερή και άνυδρη γη, όπου το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή και κρύβει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια[7] ο ποιητής βρήκε τα μέσα να κάνει Τέχνη. Κι επειδή οι μεγάλοι ποιητές συναντώνται μέσω του πνεύματος, έστω κι αν η ζωή ή η ιδιοτροπία των χαρακτήρων το εμποδίζει, παραθέτουμε τους στίχους που ο Σεφέρης απευθύνει εις εαυτόν και ταυτόχρονα πολύ εύστοχα –αν και ασυνείδητα– στον ομότεχνό του: το ποίημα / μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια / θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις. / Τα περισσότερα – / σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις[8].
[1] Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Περί της Αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής, μετ. από τα λατινικά: Τάσος Ρούσσος, Αλέκος Βλ. Λεβίδης, Πρόλογος – Σημειώσεις – Επιμέλεια ύλης: Αλέκος Βλ. Λεβίδης, εκδ. Άγρα (1994) 1998, σελ. 45 και 203.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου