Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Το Μουσείο-«κληρονομιά» του Μάρκου Βαμβακάρη στη Σύρο


Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΡΕΜΠΕΤΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

Δευτέρα, 3 Ιουνίου 2013, 00:41
Του Λεωνίδα Τζέκα
Η Σύρος είναι ένα όμορφο νησί, με ωραίες παραλίες. Το πλοίο έχει δέσει στο λιμάνι και εγώ ανηφορίζω στα στενά δρομάκια της Ερμούπολης με το σακίδιο στον ώμο. Χαζεύω τα σπιτάκια με τις αυλές γεμάτες πολύχρωμα λουλούδια και τις νοικοκυρές μαζεμένες στο πεζούλι να κουβεντιάζουν. Φτάνω στην Άνω Πόλη χωρίς να το καταλάβω. Από πάνω ξεδιπλώνεται σαν πίνακας ζωγραφικής η θέα του λιμανιού, της θάλασσας και της νησίδας απέναντι. Ταβερνούλες και μικρομάγαζα καλούν τον επισκέπτη να ξαποστάσει και να απολαύσει το ουζάκι με ντόπιους μεζέδες. Η φωτογραφική μου μηχανή ασταμάτητα αποτυπώνει την ομορφιά του περιβάλλοντος, γραφικά κάτασπρα σπίτια με πολύχρωμες πόρτες και τις αυλές γεμάτες λουλούδια. Τα στενά δρομάκια είναι γεμάτα ψηφιδωτά, με παραστάσεις από την πλούσια ναυτική μας παράδοση. Χαμένος στα στενά της Άνω Πόλης βρίσκομαι μπροστά στο μουσείο του Μάρκου Βαμβακάρη. Η Άνω Σύρος είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του μεγάλου συνθέτη και τραγουδιστή. Το διώροφο σπίτι όπου γεννήθηκε και έζησε έχει μετατραπεί σε μουσείο. Τα εκθέματα, δωρεά της οικογένείας του Βαμβακάρη, ταξιδεύουν τον επισκέπτη σε ονειρικά μονοπάτια της εποχής εκείνης – βαλίτσες, το δαχτυλίδι του, αφίσες, γραμμόφωνα, το μπαγλαμαδάκι του και το μπουζούκι του, ρούχα, δίσκοι και εξώφυλλα δίσκων, χειρόγραφα κείμενά του με στίχους, προσωπικές σημειώσεις, οικογενειακές φωτογραφίες και φωτογραφικό υλικό από τα μαγαζιά που έπαιζε παρέα με τους άλλους ρεμπέτες.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στη Σύρο στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας, στις 10 Μαΐου του 1905. Ήταν ο πρωτότοκος γιος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη που ήταν καθολικοί όπως και οι περισσότεροι στην Άνω Χώρα. Ο πατέρας του ο Δομένικος, φτωχός άνθρωπος, μεροκαματιάρης. Έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει την οικογένειά του, όμως κι αυτός και τα αδέρφια του όπως και ο πατέρας τους, ο παππούς του Μάρκου, έπαιζαν γκάιντα και σίγουρα αυτό ήταν το πρώτο που κληρονόμησε ο μικρός Μάρκος, την αγάπη για τη μουσική. Το 1909 ο Βαμβακάρης πρωτοπήγε στο σχολείο, ενώ το 1912, πριν καλά καλά προλάβει να τελειώσει το δημοτικό, αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Έκανε διάφορες δουλειές για να βοηθήσει το οικογενειακό εισόδημα, στα δεκατρία του μπαρκάρει λαθρεπιβάτης για τον Πειραιά. Καταλήγει εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά γιατί το μεροκάματο ήταν καλό για τα δεδομένα της εποχής. Εκείνη την εποχή πρωτοέρχεται σε επαφή με τους τεκέδες και τον υπόκοσμο, αλλά αυτό είναι που του έδωσε και την πρώτη του επαφή με το μπουζούκι όταν άκουσε να παίζει έναν από τους πιο φημισμένους οργανοπαίκτες της εποχής. Όπως λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του: «...άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίο τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί...».
Αγοράζει ένα μπουζούκι και μέσα σε μερικούς μήνες γίνεται εξαιρετικός σολίστας, αυτοδίδακτος και χωρίς να μάθει ποτέ νότες. Το 1933, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο). Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ' ένα μαγαζί της παραλίας. Το 1935 έγραψε και ηχογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» -το γνωστότερο ίσως τραγούδι του - το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού: «Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ τη σκεφτόμουν, τη σκεφτόμουν... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ΄χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά...
Ούτε και ξέρω πώς τη λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πώς γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Τα ηχογραφημένα τραγούδια του Βαμβακάρη υπερβαίνουν τα 200. Η πλειοψηφία από αυτά ηχογραφήθηκε σε δίσκους 78 στροφών μεταξύ των ετών 1933 και 1956. Από το 1932 μέχρι το 1960 ηχογράφησε 149 τραγούδια δικής του σύνθεσης και 220 ως ερμηνευτής (131 δικά του και 89 άλλων δημιουργών) μεταξύ των οποίων συνθέσεις του Σπύρου Περιστέρη (30 τραγούδια), του Βασίλη Τσιτσάνη (24 τραγούδια), του Απόστολου Χατζηχρήστου (7 τραγούδια) και άλλων. Σε πολλά τραγούδια χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του (Ρόκος), ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν κατοχυρωθεί στο όνομα φίλων του, όπως του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη (ή Φωτίδα), του Μ. Μάτσα και άλλων. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης καριέρας του συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής όπως τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Καίτη Γκρέι, την Άντζελα Γκρέκα, τον Στράτο Διονυσίου, κ.ά. Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, ο μεγάλος ρεμπέτης που ύμνησε με τα τραγούδια του τους καημούς, τη φτώχεια, τη γυναίκα, την εργατιά, τον πόνο, την αδικία, τον πόθο, την ελευθερία πεθαίνει.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Φρέντι Γερμανός γράφει στην «Απογευματινή» για τον Βαμβακάρη: «Ενα είναι το αληθινό τραγούδι. Αυτό που γεννιέται απ΄ τον πόνο... Δεν μπορείς να κάτσεις στο σπίτι σου και να πεις –«τώρα θα γράψω λαϊκό τραγούδι». Ο πόνος σου κλείνει ραντεβού. Δεν το βρίσκεις στο σούπερ-μάρκετ. Σε βρίσκει εκείνος. Κι άμα είσαι έτοιμος τον δέχεσαι». Τέλος το πιστεύω του Μάρκου για τη ζωή, είναι γραμμένο ανορθόγραφα στους στίχους σε ένα κομμάτι χαρτί που εκτίθεται στο μουσείο.
«Αν μαξιοσι ο Θεος λεπτα και αποκτοισο
Θαγοραζα ένα κοτερο τον κοσμο να γιριζο .
Οπου ηπιρχαν ομορφες μαζι τους θα γλεντουσα
και οσους φτοχους εγνοριζα θα τονεβοιθουσα».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου