Σεμιτέλου 5. Κορυφαίο, νεανικό έργο του Νίκου Βαλσαμάκη.
Ενα βράδυ, πριν πέσει ακόμη το
σκοτάδι, που είχα να πάω στο Μέγαρο, λοξοδρόμησα πριν αρχίσει η συναυλία
στα απέναντι στενά. Αρχικά, ήθελα να δω το κενό από το κατεδαφισμένο
σπίτι της οδού Λαμψάκου. Το βρήκα αφού πέρασα την τόσο κομψή
πολυκατοικία του Γ. Κοντολέοντος, από τη δεκαετία του ’30, στη γωνία της
Λαμψάκου με τη Βασ. Σοφίας. Καθώς το μόνο που ζητούσα ήταν να
διαπιστώσω το κενό, γύρισα γρήγορα προς την οδό Σεμιτέλου.
Χρειαζόμουν ανατροφοδότηση της εμπιστοσύνης μου στην Αθήνα και ένιωσα την ανάγκη να ξαναδώ την πολυκατοικία στον αριθμό 5 του δρόμου. Για πολλούς, το νεανικό αυτό έργο του Νίκου Βαλσαμάκη είναι κορυφαίο. Οχι μόνο γιατί τη μελέτη την έκανε το 1951 όταν ήταν νεαρός, όχι μόνο γιατί καινοτόμησε στην οργάνωση της αθηναϊκής πολυκατοικίας και στη χρήση των υλικών, αλλά γιατί και σήμερα, 60 και πλέον χρόνια, το κτίριο αυτό ξετυλίγει νήματα ποίησης.
Τα ένιωθα να με τυλίγουν σαν χρυσές κλωστές καθώς έπεφτε το σκοτάδι και κιτρίνιζε όλο και πιο βαθιά η φωτισμένη είσοδος. Τα δέντρα και τα φυτά του προαυλίου σκοτείνιαζαν και σχημάτιζαν μια φωλιά όπου είχα εγκλωβιστεί για να νιώσω την αύρα αυτής της πολυκατοικίας. Αναλογίστηκα πόσο δρόμο έχουμε ακόμη για να μπορέσουμε να δούμε τις αποχρώσεις και τις διαβαθμίσεις της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής, να ξεχωρίσουμε τα κτίρια εκείνα που θα αγαπούν σαν να τα έκαναν εκείνοι, η δική τους γενιά, οι άνθρωποι που θα ζουν το 2060 και 2080 και 2100... Οι κύκλοι είναι γοργοί, είναι σύντομοι.
Αυτήν την αύρα της Σεμιτέλου την κράτησα και την άφησα να πολλαπλασιαστεί. Ξαναείδα την πρόσοψη αυτής της πολυκατοικίας που όταν χτίστηκε είχε γύρω της τα διώροφα και τριώροφα της περιοχής, αυλές και δρόμους άδειους από αυτοκίνητα. Εχει μια ζεστή, κίτρινη πέτρα, με χωνεμένο το χρώμα της άμμου και του κρόκου, ανακατεμένα σε ένα χαρμάνι που θυμίζει το δέρμα σπιτιών στη Λευκωσία ή την Ιερουσαλήμ. Είναι αυτή η ζεστασιά της πέτρας του Καπανδριτίου, που ντύνει τη βάση της πολυκατοικίας, σε μία εποχή που οι πιο πολυτελείς πολυκατοικίες του 1950-1960 διάλεγαν το λευκό μάρμαρο Πεντέλης (στο κομψό στυλ του Καψαμπέλη) ή το πράσινο μάρμαρο της Τήνου.
Ο Βαλσαμάκης είχε τότε επιλέξει την πέτρα, το μπετόν, το ξύλο. Τον κλειστό κάναβο και τα βαθιά, σκεπαστά μπαλκόνια, τους κυλινδρικούς πεσσούς και την είσοδο σε υποχώρηση. Τα κηπάρια μπροστά συμπληρώνουν τη σύνθεση, δεν είναι διακοσμητικά, είναι οργανικά κομμάτια, όπως σε πολλές πολυκατοικίες της Βασιλίσσης Σοφίας. Ο Νίκος Βαλσαμάκης έμελλε να σχεδιάσει και άλλες πολυκατοικίες στη λεωφόρο αυτή, η μία καλύτερη από την άλλη, σε απαράμιλλο στυλ 1950s. Κοντοστέκομαι, όταν μπορώ, να τις μελετήσω με το βλέμμα, να τις κατανοήσω, να καταλάβω γιατί εκλύουν φως αστικής ποίησης.
Για τους Αθηναίους που είναι τώρα 20 χρόνων, αυτά τα κτίρια μπορούν να ντυθούν με πολλή νοσταλγία. Εχουν ήδη την πατίνα, αλλά ζητούν χρόνο, να σταθεί κανείς και να τα ξεχωρίσει. Ζητούν όχι μόνο τη ματιά αλλά κυρίως την επιθυμία να βρει κανείς το ωραίο, το συγκινητικά απλό και το σοφά μελετημένο. Είναι αυτή η σύζευξη που γίνεται αστικός πολιτισμός, που γίνεται άθροισμα και που εντέλει εκβάλλει σε ένα κανάλι κοινής μνήμης.
Έντυπη
Χρειαζόμουν ανατροφοδότηση της εμπιστοσύνης μου στην Αθήνα και ένιωσα την ανάγκη να ξαναδώ την πολυκατοικία στον αριθμό 5 του δρόμου. Για πολλούς, το νεανικό αυτό έργο του Νίκου Βαλσαμάκη είναι κορυφαίο. Οχι μόνο γιατί τη μελέτη την έκανε το 1951 όταν ήταν νεαρός, όχι μόνο γιατί καινοτόμησε στην οργάνωση της αθηναϊκής πολυκατοικίας και στη χρήση των υλικών, αλλά γιατί και σήμερα, 60 και πλέον χρόνια, το κτίριο αυτό ξετυλίγει νήματα ποίησης.
Τα ένιωθα να με τυλίγουν σαν χρυσές κλωστές καθώς έπεφτε το σκοτάδι και κιτρίνιζε όλο και πιο βαθιά η φωτισμένη είσοδος. Τα δέντρα και τα φυτά του προαυλίου σκοτείνιαζαν και σχημάτιζαν μια φωλιά όπου είχα εγκλωβιστεί για να νιώσω την αύρα αυτής της πολυκατοικίας. Αναλογίστηκα πόσο δρόμο έχουμε ακόμη για να μπορέσουμε να δούμε τις αποχρώσεις και τις διαβαθμίσεις της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής, να ξεχωρίσουμε τα κτίρια εκείνα που θα αγαπούν σαν να τα έκαναν εκείνοι, η δική τους γενιά, οι άνθρωποι που θα ζουν το 2060 και 2080 και 2100... Οι κύκλοι είναι γοργοί, είναι σύντομοι.
Αυτήν την αύρα της Σεμιτέλου την κράτησα και την άφησα να πολλαπλασιαστεί. Ξαναείδα την πρόσοψη αυτής της πολυκατοικίας που όταν χτίστηκε είχε γύρω της τα διώροφα και τριώροφα της περιοχής, αυλές και δρόμους άδειους από αυτοκίνητα. Εχει μια ζεστή, κίτρινη πέτρα, με χωνεμένο το χρώμα της άμμου και του κρόκου, ανακατεμένα σε ένα χαρμάνι που θυμίζει το δέρμα σπιτιών στη Λευκωσία ή την Ιερουσαλήμ. Είναι αυτή η ζεστασιά της πέτρας του Καπανδριτίου, που ντύνει τη βάση της πολυκατοικίας, σε μία εποχή που οι πιο πολυτελείς πολυκατοικίες του 1950-1960 διάλεγαν το λευκό μάρμαρο Πεντέλης (στο κομψό στυλ του Καψαμπέλη) ή το πράσινο μάρμαρο της Τήνου.
Ο Βαλσαμάκης είχε τότε επιλέξει την πέτρα, το μπετόν, το ξύλο. Τον κλειστό κάναβο και τα βαθιά, σκεπαστά μπαλκόνια, τους κυλινδρικούς πεσσούς και την είσοδο σε υποχώρηση. Τα κηπάρια μπροστά συμπληρώνουν τη σύνθεση, δεν είναι διακοσμητικά, είναι οργανικά κομμάτια, όπως σε πολλές πολυκατοικίες της Βασιλίσσης Σοφίας. Ο Νίκος Βαλσαμάκης έμελλε να σχεδιάσει και άλλες πολυκατοικίες στη λεωφόρο αυτή, η μία καλύτερη από την άλλη, σε απαράμιλλο στυλ 1950s. Κοντοστέκομαι, όταν μπορώ, να τις μελετήσω με το βλέμμα, να τις κατανοήσω, να καταλάβω γιατί εκλύουν φως αστικής ποίησης.
Για τους Αθηναίους που είναι τώρα 20 χρόνων, αυτά τα κτίρια μπορούν να ντυθούν με πολλή νοσταλγία. Εχουν ήδη την πατίνα, αλλά ζητούν χρόνο, να σταθεί κανείς και να τα ξεχωρίσει. Ζητούν όχι μόνο τη ματιά αλλά κυρίως την επιθυμία να βρει κανείς το ωραίο, το συγκινητικά απλό και το σοφά μελετημένο. Είναι αυτή η σύζευξη που γίνεται αστικός πολιτισμός, που γίνεται άθροισμα και που εντέλει εκβάλλει σε ένα κανάλι κοινής μνήμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου