Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Οταν όλοι μιμούνταν, εκείνη έκανε τη διαφορά

Έντυπη Έκδοση

Η γλύπτρια Χρύσα «έφυγε» στα 83 της
Κατά βάση Νεοϋορκέζα, ως το μεδούλι αντικομφορμίστρια και πρωτοπόρος. Η Ελληνίδα γλύπτρια Xryssa (Χρύσα Βαρδέα), έργο της οποίας θαυμάζουμε στο πλάι του Μεγάρου Μουσικής, έφυγε χθες τα ξημερώματα σε ηλικία 83 ετών, έπειτα από νοσηλεία ενάμιση μήνα στην εντατική μονάδα του θεραπευτηρίου Υγεία, λόγω επιπλοκών στην υγεία της που σχετίζονται με καρδιακή ανεπάρκεια.
Η Χρύσα στο ατελιέ της Με καταγωγή από τη Μάνη και μακρινή συγγένεια με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, έφερε πάνω της έναν αέρα κοσμοπολίτικης ελευθερίας. Οι γονείς της ζούσαν στη Σμύρνη και ήρθαν στην Ελλάδα πρόσφυγες το '22. Εκείνη γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα για να κατακτήσει μια ζηλευτή θέση στην ιστορία της αμερικανικής πρωτοπορίας και να θεωρηθεί προάγγελος του μινιμαλισμού.
Η Χρύσα στο ατελιέ της Θυμόταν τη μητέρα της, χήρα (ο πατέρας της, προτού προλάβει να γεννηθεί εκείνη, είχε πεθάνει), να προσπαθεί με δυσκολία να μεγαλώσει τα τρία της κορίτσια. «Η μία έγινε γιατρός, εγώ έφυγα στο Παρίσι και ύστερα από δύο χρόνια στην Αμερική», σπουδάζοντας στην παρισινή Ακαδημία Γκραντ Σομιέρ για ένα χρόνο κι έπειτα στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας, για άλλο ένα χρόνο, όπως έλεγε η ίδια σε συνέντευξή της στην «Ε». Θυμόταν ότι ζωγράφιζε από μικρή και κάποια στιγμή αποφάσισε να μάθει περισσότερα, «για να εκτεθώ και να αναμετρηθώ με τη ζωγραφική άλλων χωρών», υποστήριζε.

Από το Παρίσι
Η μύησή της στην τέχνη του 20ού αιώνα, την οποία υπηρέτησε με λαμπρά αποτελέσματα, ξεκίνησε από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι. Εκεί είδε για πρώτη φορά έργα Πικάσο και Μπονάρ, αλλά, επειδή τα σκήπτρα στην τέχνη εκείνη την εποχή τα είχε η Αμερική, έβαλε σύντομα πλώρη για τη νέα πόλη του φωτός.
«Ολα άλλαξαν από τότε που η Αμερική παρήγαγε το πρώτο κίνημα τέχνης, τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, με τον Πόλοκ και τον Ντε Κούνιγκ. Ακολούθησε το δικό μας κίνημα, του "Nouveau realisme"· τρεις το αρχίσαμε, ο Τζάσπερ Τζόουνς, ο Μπομπ Ράουσενμπεργκ κι εγώ. Πήραμε εικόνες και ρεαλιστικά στοιχεία της πραγματικότητας για να κάνουμε αφηρημένα έργα», έλεγε το καλοκαίρι του 2010 στο συνάδελφο Γ. Καρουζάκη, ετοιμάζοντας μία έκθεση έργων ζωγραφικής με αινιγματικά ιδεογράμματα κινεζικής γραφής, στο Κτήριο Τέχνης του Μιχαλαριά. Η χρήση του νέον, που είναι χαρακτηριστική στα έργα της, μπήκε το 1963, έπειτα από μια σειρά μελετών που έκανε για το φως.
Εργο της Χρύσας κοσμεί το σταθμό «Ευαγγελισμός» Εργο της Χρύσας κοσμεί το σταθμό «Ευαγγελισμός» Εκπλήσσοντας τους πάντες, έλεγε ότι οι φωτεινές επιγραφές της αμερικανικής πολιτείας της θύμιζαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τις εικόνες, όπου τη θέση του χρυσού φόντου έπαιρνε σε αυτήν το μπλε του ουρανού, στο οποίο διαγράφονταν τα περιγράμματα των κτηρίων. Τα πρώτα της χρόνια στην Αμερική ήταν κλεισμένη στο εργαστήριό της και δούλευε ασταμάτητα. Ιδίως μετά την πρώτη της έκθεση στο «Γουίτνεϊ», όπου η κριτική την υποδέχτηκε ως την Ελληνίδα που παρουσιάζει το «Τόξο Hommage στην Times Square» και η φήμη της εκτοξεύτηκε. Αρχισαν να την κυνηγούν οι γκαλερί και τα μουσεία για να εκθέσει. Ηταν όμως και η εποχή που ευνοούσε τους νέους άγνωστους καλλιτέχνες, γιατί έψαχναν για νέα ταλέντα. Ετσι, από πολύ νωρίς, άνοιξαν οι πόρτες γι' αυτήν κι άρχισε να εκθέτει στις μεγαλύτερες γκαλερί του κόσμου, από την «Betty Parsons» και την «Pace gallery» ώς το Γκούνγκενχαϊμ, με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκονται πάνω από 120 έργα της σε αμερικανικά μουσεία.
«Κάτι διαφορετικό»
Για το μυστικό της μεγάλης επιτυχίας της, σε μια τεράστια αγορά τέχνης όπου αναζητούσε την τύχη του κάθε φιλόδοξος νέος, η ίδια έλεγε ότι οφείλεται στο γεγονός ότι έκανε κάτι διαφορετικό και πρωτοποριακό, όταν όλοι οι υπόλοιποι μιμούνταν τον Πόλοκ και τον Ντε Κούνινγκ. Το πάλεψε όμως κιόλας. Επί είκοσι χρόνια, δούλευε καθημερινά από τις 12 το μεσημέρι ώς τις 4 το πρωί.
«Χρειάζεται σκληρή δουλειά για να πετύχεις σε μια πόλη όπου τόσοι άνθρωποι προσπαθούν για το ίδιο. Αν πετύχεις εκεί, έχεις πετύχει παντού», υποστήριζε μετά λόγου γνώσεως. Πειραματίστηκε με τη χρήση νέων υλικών, όπως το αλουμίνιο, ο γύψος και το νέον. Τελευταία, ήθελε να βάλει στη «φαρέτρα» της και το χαλκό, καθώς δεν έπαψε να ονειρεύεται νέα μεγάλα έργα, όπως τα πρώτα, τα «Κυκλαδικά βιβλία» της, μια σειρά από γλυπτές φόρμες που άρχισε να δημιουργεί στις αρχές της δεκαετίας του '60. Ηταν 36 γύψινα γλυπτά, καμωμένα με την παραδοσιακή μέθοδο των εκμαγείων. Αυτή η δουλειά ακουμπούσε σε ένα βαθμό στην αρχαία ελληνική γλυπτική, αλλά χωρίς αυτό να γίνεται συνειδητά, κάτι που η ίδια θεωρούσε πιο σημαντικό, γιατί «κάθε μεγάλος καλλιτέχνης πρέπει να έχει μια ταυτότητα που να υποδηλώνει τον τόπο γέννησής του». Και όμως, δεν πίστευε στην εντοπιότητα και δεν υπήρξε στοιχείο κυρίαρχο στη δημιουργία της. Κάθε δουλειά της διαλεγόταν με τη διαπολιτισμικότητα, όπως μπορούσε κάποιος να διαπιστώσει και στα «Τοπία» της, που άρχισε το 1957 και ολοκλήρωσε το 1995. Οσοι είδαν την έκθεσή της πριν από μερικά χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Δελφών διαπίστωσαν πως συνυπήρχαν και συνδιαλέγονταν το «Αθηναϊκό τοπίο Νο 2» με το τοπίο της «Chinatown», όπως επίσης το «Τοπίο Παρισιού Νο 2» με το λονδρέζικο «Picadilly Circus ΙΙ».
Στην Κηφισιά
Τα τελευταία χρόνια, έχοντας ρίξει άγκυρα στην Αθήνα και ζώντας στην Κηφισιά, την απασχολούσε το πώς θα έβλεπαν έπειτα από 50 χρόνια τα έργα της, τα οποία σε μεγάλο βαθμό είναι μουσειακά και πανάκριβα. Η κατασκευή τους κόστιζε εκατομμύρια δολάρια, γι' αυτό αναζητούσε κάποιες φορές χορηγούς. Πολλά από αυτά έχουν στηθεί σε δημόσιους χώρους, σε διάφορες χώρες του κόσμου.
Στα λίγα χρόνια που έζησε στην Αθήνα, ένιωθε πως είχε ολοκληρώσει την παραγωγή της και βρισκόταν πλέον στην περίοδο συγκομιδής. «Επιστρέφω και επιλέγω πράγματα», έλεγε με διάθεση αφαίρεσης και άκρας λιτότητας. «Ή καλύτερα, επιστρέφω σαν σε μια αφετηρία για κάτι νέο». Περνούσε, λόγω και της κλονισμένης υγείας της, περιόδους χωρίς να εργάζεται, αλλά και χωρίς να αισθάνεται ενοχές γι' αυτό. Και ξαφνικά, άρχιζε να σχεδιάζει. Κατόπιν έμπνευσης; «Ποια έμπνευση και αηδίες». Πίστευε πως ζούσε «μια πνευματική κατάσταση απόλυτης καθαρότητας, σαν μια ευλογία, που σε κάνει να εφευρίσκεις μεθόδους, η οποία δεν έχει συμβεί περισσότερες από επτά φορές στη ζωή μου...».
Στην Αθήνα, εκτός από το τεράστιο ατσάλινο S με νέον του Μεγάρου Μουσικής, βλέπουμε στο σταθμό «Ευαγγελισμός» του μετρό το έργο της «Mott Street» (1983), που είναι επηρεασμένο από την Chinatown του Μανχάταν. Εργα της έχει χαρίσει στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που τα εγκαίνιά του ετοιμάζονται την άνοιξη στου «Φιξ».
Η κηδεία της θα γίνει αύριο στις 12 το μεσημέρι, στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
* Ο υπουργός Πολιτισμού Π. Παναγιωτόπουλος δήλωσε μετά την είδηση του θανάτου της: «Η Χρύσα υπήρξε μια διεθνής καλλιτέχνις, που κέρδισε το σεβασμό και το θαυμασμό του κοινού, των ομοτέχνων της και των κριτικών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ομως, δεν έπαψε στιγμή να αισθάνεται και να δημιουργεί ως Ελληνίδα. Πάντρεψε την ελληνική ταυτότητα με τις διεθνείς επιδράσεις, δημιουργώντας έργο πρωτοποριακό και παράλληλα τόσο εύγλωττο μέσα από την προσωπική αιχμή του, ώστε να επιτρέπει στην Κλυταιμνήστρα να αποκαλύπτεται και μέσα από την τεχνοτροπία του "νέον". Τα θερμά μου συλλυπητήρια στους οικείους της».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου