Στη Θεσσαλονίκη διεξήχθη ένας «αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την ανάπλαση» μιας κεντρικής πλατείας, της πλατείας Ελευθερίας.
Η συμμετοχή «επιφυλάχθηκε σε συγκεκριμένη επαγγελματική κατηγορία» (σύμφωνα με την αργκό της προκήρυξης), ήτοι αρχιτέκτονα, μηχανολόγο και αρχιτέκτονα τοπίου ή γεωπόνο ή δασολόγο. Υποβλήθηκαν 131 συμμετοχές και πενταμελής επιτροπή αρχιτεκτόνων επέλεξε τις καλύτερες και τις βράβευσε.
Μεταξύ των 15 παραμέτρων που έθεσε η προκήρυξη του διαγωνισμού ήταν και η «ανάδειξη της ιστορικής μνήμης της πλατείας».
Ποιας ιστορικής μνήμης όμως; Προφανώς αυτής που θα επέλεγαν οι συμμετέχοντες και οι κριτές. Δεν μπορεί να υπάρχει άλλη περιγραφή, αφού η προκήρυξη δεν καθόριζε τίποτε άλλο. Σημειώνω ότι, παρά την ύπαρξη ειδικών περί την τοπική ιστορία, η επιτροπή δεν συμβουλεύθηκε κανέναν από αυτούς. Η «ιστορική μνήμη» θεωρήθηκε ως «γνωστό θέμα». Απλώς μερικοί εκ των συμμετεχόντων αντέγραψαν αποσπάσματα (χωρίς παραπομπή φυσικά) από τη γνωστότερη ιστορική για την περιοχή μελέτη και όλοι έμειναν ευχαριστημένοι.

Η πλατεία Ελευθερίας είναι καινούργια στη Θεσσαλονίκη. Στην προ του 1870 ρυμοτομία της πόλης, η μισή έκτασή της ήταν αμμουδιά έξω από τα τείχη και η άλλη μισή μία πυκνή εβραϊκή συνοικία (επί 400 χρόνια, οφείλουμε να πούμε). Στην περίοδο 1870-1917 διαπλατύνθηκε η οδός Βενιζέλου, η οποία σκοπίμως συγχέεται με την ανύπαρκτη τότε πλατεία, τη θέση της οποίας καταλάμβαναν δρόμοι και κτήρια.
Η πλατεία Ελευθερίας δεν προβλεπόταν από το σχέδιο Εμπράρ. Δημιουργήθηκε στο αχρησιμοποίητο οικόπεδο στο οποίο επρόκειτο να ανεγερθεί το κτήριο των ΤΤΤ, το οποίο, αν πράγματι είχε ανεγερθεί, θα αποτελούσε σήμερα αντικείμενο έριδας μεταξύ ΕΛΤΑ και ΟΤΕ. Ευτυχώς, όμως, και τις δύο φορές που ξεκίνησε η οικοδόμηση του κτηρίου (πριν και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) δεν ολοκληρώθηκε. Στον άδειο χώρο -μια αλάνα δηλαδή, μέχρι τη δεκαετία του 1970, οπότε και φυτεύτηκαν μερικοί θάμνοι- πάρκαραν αυτοκίνητα.
Η πλατεία Ελευθερίας δεν έχει λοιπόν καμία ιστορικότητα, με μία μεγάλη εξαίρεση: Σε αυτήν ξεκίνησαν τα ανθεβραϊκά μέτρα (Σάββατο, 11.7.42) που κατέληξαν στη θανάτωση 46.000 Θεσσαλονικέων, αφού προηγήθηκε η οικονομική αφαίμαξή τους.
Στην πλατεία υπάρχει ένα μνημείο, όχι πολύ παλιό, αφιερωμένο στους «Εβραίους μάρτυρες», δηλαδή στα 46.000 θύματα.
Οι βραβευθείσες μελέτες δεν περιέλαβαν αυτό το μνημείο.
Η παράλειψη δεν αφορά τους Εβραίους που σκοτώθηκαν. Αφορά εκείνους που έκαναν ουρά έξω από το γραφείο του Μέρτεν για να πάρουν ως μεσεγγυούχοι τα εβραϊκά καταστήματα και να τα αδειάσουν. Αφορά εκείνους που έβαζαν μέσο για να πάρουν τα εβραϊκά σπίτια. Αφορά εκείνους που «παρακολουθούσαν» (και φωτογράφιζαν) τη μοιραία μέρα τους συγκεντρωμένους Εβραίους από τα μπαλκόνια δημόσιων και δημοτικών υπηρεσιών. Αφορά τους σταδιοδρομήσαντες και τους «πλουτίσαντες επί Κατοχής» (όλους αυτούς που σήμερα είναι γνωστοί χάρη στα αρχεία που διασώθηκαν).
Τελικά, η «ιστορική μνήμη» αφορά την Κατοχή και την τεράστια ανακατανομή περιουσιών που πραγματοποιήθηκε στη διάρκειά της.
Αυτή είναι η ιστορική μνήμη. Αλλά δεν λήφθηκε υπόψη.
Αντ' αυτής, χρησιμοποιήθηκαν δήθεν ιστορικές πληροφορίες που θα κόβονταν σε πρόχειρο διαγώνισμα πατριδογνωσίας (π.χ., το πρώτο βραβείο σημειώνει αντί άλλων: «Παλιά ο βυζαντινός λιμένας. Κάποτε η καρδιά του εμπορικού κέντρου της πόλης»). Ή δήθεν πληροφορίες που συγχέουν την οδό Βενιζέλου (το νότιο και πολύ στενότερο τμήμα της οποίας ονομάστηκε από τους Νεότουρκους "πλατεία Ελευθερίας") με τη μεσοπολεμική πλατεία Ελευθερίας (ελληνικής ονομασίας), σε συνδυασμό με μία αφελή παράθεση δήθεν ιστορικών στοιχείων (ποιες προσωπικότητες διήλθαν από την οδό Βενιζέλου), που και πάλι δεν αφορούσαν την ανύπαρκτη προ του 1917 πλατεία. Και όλες αυτές οι «πληροφορίες» -επαναλαμβάνω, χωρίς σημασία και χωρίς σχέση με την ανύπαρκτη προ του 1917 πλατεία- χρησιμοποιήθηκαν για να σχετικοποιήσουν την ιστορική μνήμη και να εμφανίσουν ως γεγονότα ισότιμα με τη θανάτωση του ενός πέμπτου του πληθυσμού της πόλης απλές διελεύσεις, ας πούμε, προσωπικοτήτων από τον διπλανό δρόμο.
Οι Γερμανοί ξανάρχονται, ακούμε. Μπορεί να είναι αλήθεια. Αλλά οι πάσης φύσεως συνεργάτες τους δεν έφυγαν ποτέ.

* Ο Ευάγγελος Χεκίμογλου είναι δρ Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ, συγγραφέας