Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Η εικαστική παιδεία ως συνολικό έργο τέχνης- Πέπη Ρηγοπούλου





Η ώρα μοιάζει δύσκολη για να μιλάμε για ιδέες. Μέσα στην αγριότητα της κρίσης, σε ένα τοπίο ανεργίας, απολύσεων, κλειστών μαγαζιών και κλειστών ψυχών, μοιάζει παράφωνο το να αναρωτιέσαι για τις ιδέες που θεμελιώνουν την παιδεία, εικαστική ή άλλη. Το πολύ- πολύ να επιτρέπεται να ασχοληθείς με το πρακτικό ζήτημα που όντως είναι περισσότερο από φλέγον: Την στενά κανονιστική πλευρά της εκπαίδευσης, τα προγράμματα, τις ισοτιμίες, τα ζητήματα των κονδυλίων, των απολύσεων κ.ο.κ.: Με την έννοια αυτή, ο λόγος για την εικαστική παιδεία μπορεί να είναι μόνον διοικητικός/οργανωτικός, συνδικαλιστικός ή διαχειριστικός, άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένος με αυτό που λέμε μάνατζμεντ.  Ωστόσο, οι προσπάθειες, οι αγώνες, λέξη ακριβής αν και συκοφαντημένη από την ανέξοδη συχνά χρήση της, για την επίτευξη των στόχων αυτών, δεν μπορούν να αποκτήσουν διάρκεια χωρίς όραμα, χωρίς σύνδεση με τις ιδέες, που είναι το πρώτο που υποσκάπτει, παραχαράσσει και λεηλατεί, το εξουσιαστικό σύστημα. Η αναφορά μου λοιπόν θα επικεντρωθεί σε κάποιες ιδέες σχετικές με τα δημιουργικά και τα  πολιτικά θεμέλια της εικαστικής παιδείας, ως έχουν και όπως ίσως θα μπορούσαμε, προσωπικά και συλλογικά, να συμβάλουμε για να γίνουν.        


Μπορεί η εικαστική παιδεία να είναι το ισοδύναμο ενός συνολικού ή ολικού έργου τέχνης και με ποια έννοια; Μήπως με την παραδεδομένη έννοια ενός  έργου που θα ήταν το αποτέλεσμα της σύνθεσης  όλων των τεχνών; Και μήπως το αίτημα αυτό ενισχύεται από την προϊούσα όσμωση των τεχνών, εικαστικών, παραστατικών, μουσικών που σημειώνεται από τα πρώτα βήματα των πρωτοποριών του 20ου αι. και έχει ενταθεί τις τελευταίες δεκαετίες; Μήπως πάλι, αν δεχτούμε ότι και οι θεσμοί είναι και αυτοί προϊόντα του ποιείν , της δημιουργίας που συνδυάζει θεωρία και πράξη, τότε ο θεσμός της παιδείας και συγκεκριμένα της εικαστικής μπορεί να ιδωθεί όχι ως αποτέλεσμα έργου, αλλά ως σύνθεση του δημιουργικού ποιείν, αλλά και του τεύχειν ( κατασκευάζω) και άρα ως έργο τέχνης; Έργο συνολικό, διότι πρώτον με βάση τα εικαστικά θα ανοίγεται στο σύνολο των τεχνών, δεύτερον διότι θα συνθέτει το θεωρητικό και το πρακτικό μέρος όποια και αν είναι η αφετηρία των επί μέρους θεσμών και προσώπων,  και  τέλος διότι -μέσα από την κοινωνική/ ιστορική διάσταση- θα διαλέγεται προγραμματικά με το πολιτικό;  Και αν ναι, τότε τι θα γινόταν με την μαθητεία μιας τέχνης, της κάθε τέχνης χωριστά; Και   ποιος μπορεί και πρέπει  να είναι ο διάλογος για την εικαστική παιδεία ανάμεσα στα μέλη του συνόλου  ή δυνάμει συνόλου που είναι ο πλανήτης, σήμερα που οι αποστάσεις μοιάζουν να έχουν μικρύνει (τουλάχιστον ποσοτικά αν όχι ουσιαστικά);  Θα μπορούσε να υπάρξει μια οικουμενική γνώση, θεωρητική και εφαρμοσμένη συγχρόνως,  που να είναι αποτέλεσμα  της έρευνας, της   έλλογης διεργασίας, της συγκίνησης;  Και μάλιστα η νέα αυτή γνώση να μην επαφίεται στην ασφάλεια που επιβάλουν τα στεγανά μεταξύ επιστήμης και τέχνης, θεωρίας με τα πολλά πρόσωπα της και πράξης, όπως και τα στεγανά συμφερόντων,  φύλων και  πολιτισμών; Και τότε το μέτρο του ανθρώπου για τον κόσμο όπως μας το παρέδωσε ο Ντα Βίντσι,  ένα  ανδρικό  γυμνό σώμα  εγγεγραμμένο στην κοσμική  σφαίρα, τι θα σήμαινε, όταν σήμερα αποδεικνύεται πως ότι μετρά ο άνθρωπος με το δικό του μέτρο και ζυγαριά εξαντλείται, όπως οι πηγές της ενέργειας που ξεραίνονται για να γεννήσουν νέες διαμάχες,  ίδιες με τις παλιές, σε μία ατέρμονη επανάληψη του κύκλου της βίας που, παρά τις εξαγγελίες των ισχυρών, δεν μοιάζει καθόλου έτοιμη να σταματήσει, όσα προγράμματα – μεταξύ άλλων και εκπαιδευτικά που με μια έννοια είναι και εξοπλιστικά-  και αν εκπονούν αυτοί που κόπτονται επιλεκτικά για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα συνθλίβουν με τους φανερούς και κρυφούς πολέμους που αποτελούν την καρδιά της υποτιθέμενης ανάπτυξή τους.  Κύκλου της βίας που απειλεί να ανανεώνεται ακατάπαυστα, όσο και αν πονέσουμε, όσο και αν μάθουμε δια της ηδονής και της οδύνης, αν δεν μπορέσουμε να διανοίξουμε κάποιους ζητούμενους δρόμους δημιουργίας και δράσης.

Θα ήθελα να υπογραμμίσω εδώ κάποιες παγίδες που μπορεί να ενεδρεύουν στον όρο ολικό ή συνολικό έργο. Η ίδια η έννοια του ολικού έργου τέχνης εμπεριέχει την γοητεία της ολότητας  - ένα ανοιχτό δηλαδή και συνεχώς ανανεούμενο σύστημα,  και τον πειρασμό του ολιστικού ή και του ολοκληρωτικού. Είναι άλλο να υπερίπτασαι  με τα φτερά του Ίκαρου που κινδυνεύουν να λιώσουν από την επιθυμία του απόλυτου και άλλο να δανείζεσαι  τον μανδύα του (απόλυτου)  για να εφαρμόσεις το απολυταρχικό. Η σημερινή εμπειρία στην Ελλάδα  αλλά και στον κόσμο δείχνει  πώς  εμφανίζεται τοις πράγμασι αυτή η παρένδυση. Εκσυγχρονισμός, εκλογίκευση, πρόοδος, παγκοσμιοποίηση, απελευθέρωση των αγορών, κινητικότητα,  είναι ολιστικοί μύθοι ή κουρέλια μύθων, που προωθούν και θεμελιώνουν το αντίθετο αυτού που δηλώνουν.  
Και εμείς εδώ τώρα, τί και πώς, και ποιοι εμείς; Η συζήτηση για το έργο τέχνης και την παιδεία που το αφορά δεν μπορεί παρά να θέσει το ζήτημα της σχέσης με τον κόσμο των πραγμάτων, τον κόσμο των εξουσιαστών και της υλικής και συμβολικής τάξης που τους στηρίζει για είναι στα πράγματα. Η τέχνη και -σύμφωνα με ότι είπαμε- η παιδεία που δεν διδάσκει απλώς την τέχνη αλλά είναι τέχνη, δεν μπορεί παρά να αμφισβητεί δημιουργικά και όχι κατεδαφιστικά ακόμα και ότι βρίσκεται πιο κοντά της, μέσα της.  Η πρώτη παγίδα από την οποία -ως δημιουργοί παιδείας για την τέχνη και παιδείας ως τέχνης- πρέπει να ελευθερώσουμε τον λόγο και το έργο μας, είναι η φενάκη της βεβαιότητας περί προόδου. Πέρα από τον νεοφιλελευθερισμό που σπεκουλάρει στο ζήτημα αυτό, μέγα μέρος της αριστεράς, αλλού και στην Ελλάδα, αγνοώντας στο σημείο αυτό τον Μαρξ, απωθεί  την επίγνωση  ότι  δεν υπάρχει  η γραμμική  και προκαθορισμένη πρόοδος. Για μια κατηγορία διανοουμένων που αυτοχαρακτηρίζονται προοδευτικοί, το φαντασιακό, πηγή της δημιουργίας, κατοικείται από άσαρκα φαντάσματα, και έτσι η θεσμική  μνήμη  αναλαμβάνει να αφηγηθεί, δηλαδή να πλαστογραφήσει, την ιστορία μας, καθιστώντας μας έτσι έρμαια του άνευ όρων εκσυγχρονισμού.     
Μικρή σημείωση. Μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε τι κάνει ένα έργο τέχνης να είναι έργο τέχνης, και μια παιδεία να είναι παιδεία; Είναι το άνοιγμά τους στο απροσδόκητο, στην ρωγμή, στην ασυνέχεια που εγγυάται την ζωή, στο πραγματικό που δεν είναι η κατεστημένη εκδοχή των πραγμάτων. Και εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε και πάλι: Γιατί σήμερα εμείς μιλάμε για παιδεία, για εικαστικά, για έργο και ότι άλλο; Πόσο δηλαδή ποσοστό απροσδόκητου έχει παραχωρηθεί σε όσες και όσους δεν εκπροσωπούν θεσμούς, σε όσους απορρίφθηκαν από τους θεσμούς, ίσως γιατί δεν άξιζαν να ενταχθούν, ίσως όμως διότι άξιζαν τόσο που δεν τολμήσαμε να τους εντάξουμε; Και, μιλώντας για εικαστική παιδεία, πόσο τολμήσαμε να την οργανώσουμε πέρα από τα πολιτικώς ορθά που συμβαίνει να είναι και τα πολιτικώς ύποπτα; Και ακόμη: Τι θα αποκαλούσαμε έργο τέχνης και παιδεία ως συνολικό έργο τέχνης παρά αυτό που μπορεί να δεχτεί και να κεφαλαιοποιήσει την αίρεση, τον δαίμονα ή ακόμη και το λάθος που μπορεί να είναι το lapsus,  το λάθος εκείνο που μας αποκαλύπτει την ανεπάρκεια του ορθού και την συστημική ουσία του δήθεν προοδευτικού;    

Ποια παιδεία, ποιοι άνθρωποι, ποια κοινωνία; Ή αλλιώς ποια πρέπει να είναι η ουσία, τα μέσα, ο στόχος, μιας άλλης εικαστικής παιδείας;

  1. Το ζήτημα της οριοθέτησης του πεδίου: Πριν από κάποιες δεκαετίες ή και λιγότερο η θεσμική μορφή, το περιεχόμενο και ο στόχος της εικαστικής παιδείας ήταν ή έμοιαζαν λίγο πολύ καθορισμένα. Ο υποψήφιος εικαστικός πήγαινε σε φροντιστήριο, εισερχόταν στην Καλών Τεχνών της Αθήνας , μοναδική τότε, για να γίνει επαγγελματίας εικαστικός και, ενδεχομένως, μέλος του επιμελητηρίου. Η επαγγελματική πραγματικότητα  ωστόσο ήταν ότι ήδη 1 στους 10 ζούσε από την τέχνη του. Οι υπόλοιποι ασκούσαν άλλα επαγγέλματα και τροφοδοτούσαν τις γκαλερί πληρώνοντας το ενοίκιο για τις ατομικές ή/και συλλογικές εκθέσεις  που διοργάνωναν ανά δεκαετία.
  2. Αντίστοιχα ήταν τα πράγματα και στο θέατρο και γενικά στο θέαμα, όπου επίσης λίγοι ζούσαν από αυτό που αγαπούσαν, και είναι πολύ περισσότερο σήμερα, όταν η τηλεόραση έχει κλείσει την πόρτα της στους ηθοποιούς. Η προϊούσα καλλιτεχνική όσμωση είναι σαφώς το βασικό αίτιο του γιατί συνεξετάζονται «εικαστική» και «παραστατική» παιδεία.  Ωστόσο, η κοινή επαγγελματική μοίρα των καλλιτεχνών εικαστικών και  παραστατικών τεχνών, που δεν είναι απλώς οικονομικό ή συνδικαλιστικό ζήτημα, μπορεί να ιδωθεί και σαν μια ακόμη από τις αφετηρίες της συσχέτισης.  Οι άνθρωποι του θεάτρου έκαναν σπουδές σε  Ανώτερες σχολές ή αποχτούσαν δίπλωμα με την διαδικασία των «ξεχωριστών ταλέντων». Ακολουθούσε η άδεια, ενώ μια μειοψηφία έκανε καριέρα. Το θέατρο «ήθελε λεφτά»: Ατομική περιουσία, ιδιωτικές ή δημόσιες πλάτες. Αντίστοιχα ήταν τα πράγματα και στον κινηματογράφο με την  σχολή του Σταυράκου και την διαδεδομένη πεποίθηση ότι ο κινηματογράφος τρώει περιουσίες. Μετά από μια περίοδο σχετικής άνθησης, σήμερα με το απόλυτο περίπου μπλοκάρισμα των επιδοτήσεων, η κατάσταση έχει υποτροπιάσει σε καταστάσεις χειρότερες από αυτές πριν από την δικτατορία.
  3. Τόσο στα εικαστικά όσο και στις παραστατικές τέχνες το επίπεδο, το περιεχόμενο και ο στόχος των σπουδών ήταν άκρες μέσες προσδιορισμένα. Χαρισματικοί και λιγότερο χαρισματικοί δάσκαλοι μυούσαν τους μαθητές στις αρχές της τέχνης που ήταν πάνω κάτω δεδομένες. Η θεωρητική θεμελίωση δεν γινόταν συστηματικά, αλλά από την άλλη πλευρά υπήρχαν εικαστικοί δημιουργοί, όπως ο Τσαρούχης, ο Διαμαντόπουλος, ο Γκίκας που μπορούσαν να μιλούν και θεωρητικά για την τέχνη τους. Κάτι που λείπει σήμερα, όταν ο λόγος για την τέχνη και η δημιουργία έχουν καταστεί εξειδικεύσεις, σύμφωνα με ένα πρότυπο που αντλείται από τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. 
  4. Η καλλιτεχνική και η εν μέρει  επαγγελματική καταξίωση κρινόταν βεβαίως και από τον Τύπο, τους αγοραστές. Αλλά  παρ’ όλα ταύτα υπήρχε και το «ισνάφι» που είχε την δική του αξιολογική ιεραρχία. Έτσι,  ακόμα και κάποιοι σημαντικοί δημιουργοί που αδιαφορούσαν για τις δημόσιες σχέσεις μπορούσαν να επιζούν. Σήμερα σε όλο το φάσμα των τεχνών η αξιολόγηση γίνεται από τα Μέσα και μάλιστα σε μια εποχή όπου σε παγκόσμιο επίπεδο τείνουν να αντικατασταθούν οι κριτικοί τέχνης, θεάτρου, κινηματογράφου από τους κοσμικογράφους.    
  5. Οι αλλαγές σήμερα.
    • Αλλαγή του τι είναι και τι δεν είναι εικαστικές (και παραστατικές) τέχνες. Νέες μορφές εικαστικών τεχνών. Εγκατάσταση, περιβάλλον-δράση, φωτογραφία, ηλεκτρονική τέχνη, σωματική τέχνη, περφόρμανς, βίντεο αρτ. Εξήγηση των όρων.
    •  Η όσμωση μεταξύ εικαστικών και παραστατικών τεχνών. Η όψις όλο και πιο κυρίαρχη στον κόσμο του θεάτρου. Το «αναλόγιο» με έντονα τα στοιχεία των φωτισμών, του βίντεο κλπ. καλύπτει σε ένα βαθμό την πενία του ρεπερτορίου. Η διαδικασία αυτή είναι παράλληλη με  αλλαγή των ορίων και του περιεχομένου του θεάτρου: Περφόρμανς, με την στενή και την ευρεία έννοια, σωματική τέχνη, χοροθέατρο, video,  κλπ. έχουν εισδύσει και στο θεατρικό πεδίο. Ταυτόχρονα, τουλάχιστον από το 1970, η εικαστική δημιουργία αναπτύσσεται σε ένα τρισδιάστατο χώρο πέρα από τα σύνορα της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής, δημιουργώντας ανοίγματα και ευκαιρίες, αλλά και τον κίνδυνο μιας αποδιοργάνωσης μέσα στην απαξίωση των βασικών κωδίκων, ας πούμε αυτών που αφορούν στο σχέδιο και το χρώμα, την ασάφεια και την εύκολη γενίκευση. Το σύνολο των διεργασιών αυτών έχει πολύ μεγάλη σημασία για τα προγράμματα σπουδών εικαστικών και παραστατικών τεχνών.
    • Η ανωτατοποίηση των σπουδών θεάτρου  έχει δείξει ακόμη πιο σαφώς παρά στο παρελθόν και τα επαγγελματικά όριά της. Οι στρατιές των ανέργων καλλιτεχνών πρέπει να μας κάνουν προσεκτικούς όταν εξαγγέλλουμε αρκετά εύκολα προγράμματα επαγγελματικής αποκατάστασης, κατοχύρωσης κλπ. των καλλιτεχνών, έτσι που το επιθυμητό, το δίκαιο και το εφικτό να μπορούν να συνυπάρξουν.
6.  Το ζήτημα του περιεχομένου των σπουδών σήμερα. Η πληθώρα των   μορφών     και των μέσων, και μάλιστα μέσα σε ένα πνεύμα όπου όλα είναι όλα και τίποτε, συμβαδίζει συχνά με την ένδεια στην γνώση των βασικών αξιών και κωδίκων. Η γνώση των στοιχείων αυτών δεν έχει να κάνει με κάποιο συντηρητισμό αλλά με τα παγκόσμιο ζήτημα  της σημασίας της άϋλης καλλιτεχνικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας που διαλύει προγραμματικά ο νεοφιλελευθερισμός, αξιοποιώντας και τις παγίδες του αφομειωμένου  και  ελεγχόμενου προοδευτισμού.
     

7.  Η βίαιη επιβολή των στόχων του νεοφιλελευθερισμού  αποκαλύπτεται και μέσα από την αλλαγή ολόκληρων των ανωτάτων σπουδών, οι οποίες, στην Ευρώ πη και αλλού, οδηγούνται στο να γίνουν εργαλεία της αγοράς. Όσο και όπως υπάρχει και αυτή μέσα στην κρίση Για την σχετική με τις εικαστικές τέχνες παιδεία αυτό σημαίνει παραγωγή ανθρώπινων εργαλείων μιας χρήσεως,  διαφημιστών και προπαγανδιστών στη θέση των δημιουργών.

8. Η κατάσταση αυτή υποβοηθείται συνειδητά είτε ασύνειδα από την κατάργηση των κριτηρίων από έναν εκχυδαϊσμένο μεταμοντερνισμό. Από την αμφισβήτηση δηλαδή των αξιών του αληθούς, του δικαίου και του ωραίου, όχι εν ονόματι του υψηλού κλπ., αλλά μιας σούπας όπου χωρούν τα πάντα και κυρίως όσα υπηρετούν την ιδιοτέλεια των ατόμων και των κυκλωμάτων που συναποτελούν την κάθετη και την οριζόντια εξουσία.

9. Το επαγγελματικό ζήτημα στα πλαίσια της σημερινής κρίσης: Από το «τρίτο θέατρο» του Μπάρμπα, στα «τρίτα» και «τέταρτα» εικαστικά. Αυτοί που δημιουργούν δουλεύοντας αλλού και αυτοί που δημιουργούν χωρίς πόρους. Λύση είναι να παλέψουμε για όλα τα δικαιώματα, αλλά ταυτόχρονα να είμαστε έτοιμοι να δημιουργήσουμε και από το υστέρημα. 

10. Για μια νέα σύλληψη του συνολικού ( Gesamt-)  ή ολικού ( Total) έργου και των αντίστοιχων σπουδών. Όχι απλώς η σύνθεση και η όσμωση των τεχνών, ήδη αίτημα του Βάγκνερ και του πρωτοποριακού μοντερνισμού του 20ου  αι., που  και αυτό πρέπει να οργανωθεί προγραμματικά και όχι ευκαιριακά ή προσχηματικά και μάλιστα σε διάλογο με τα δεδομένα της εποχής μας.  Πράγμα που σημαίνει μια ουσιαστική σκέψη για τους γενικούς στόχους της παιδείας, για την ουσία και την εξέλιξη των τεχνών, για την σχέση δασκάλου /μαθητή. Αλλά και η σύνδεση με το πολιτικό. Ένα πολιτικό, που να αμφισβητεί και να δημιουργεί, πρέπει να προτείνεται ως ουσία και φόρμα με όλες τις συνέπειες για την παιδεία.



Φίλες και φίλοι,
Μιας και μιλάμε για παιδεία, ας θυμηθούμε ότι, πριν μία μόλις μέρα, η Αθήνα δέχθηκε ένα πολύτιμο μάθημα. Υποδέχθηκε την καθηγήτρια υποταγής και λιτότητας φράου Μέρκελ, που μας δήλωσε ότι για την ώρα περάσαμε τις εξετάσεις και μάλιστα, αν παραμείνουμε το ίδιο υπάκουοι, θα μπορέσουμε να αποφοιτήσουμε σε λιγότερο και από πέντε δεκαετίες, έστω και αν και αυτό το δίπλωμά μας θα είναι για τα σκουπίδια. Η παρέκβαση αυτή στην πολιτική επικαιρότητα μας φέρνει αναπάντεχα και στο ζήτημα της καλλιτεχνικής παιδείας. Αν και δεν το αντιλαμβανόμαστε πάντοτε, δανειζόμαστε συνήθως τις ιδέες μας  από εκεί που δανειζόμαστε και τα λεφτά μας και αυτό γίνεται και στις δύο περιπτώσεις με εξοντωτικούς όρους. Η πραγματική αγωνία της επίδρασης- και να με συγχωρεί ο εξαιρετικός κριτικός της λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ- δεν είναι όταν έχεις πρόγονο τον Όμηρο, τον Σαίξπηρ, τον Πανσέληνο ή τον Βαν Γκογκ, αλλά όταν εισάγεις άνευ όρων, χωρίς να μπορείς παραλλήλως να παραγάγεις και να εξαγάγεις τις πολιτισμικές σου δημιουργίες. Ας δούμε τι είμαστε χωρίς επιείκεια για τα λάθη και τα κενά μας αλλά και χωρίς εκ των προτέρων αυτό- ϋποτίμηση και αυτό-ενοχοποίηση. Και ας προσπαθήσουμε , μαζί με τους άλλους λαούς του πλανήτη, να οργανώσουμε ένα οριζόντιο πολιτισμικό διάλογο, απαλλαγμένο από την μεσολάβηση και τον έλεγχο των μεγάλων Δυτικών κέντρων που αποφασίζουν για τις καλλιτεχνικές μόδες και τις πλασματικές καλλιτεχνικές αξίες. Σε αυτή τη βάση μπορεί να εδραιωθεί μια παιδεία που θα είναι και ένα πραγματικά συνολικό έργο τέχνης.          


Πέπη Ρηγοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου