Του Νίκου Καλτσά
Τι μου φταίει η Μελίνα, ακόμα δεν έχω καταλάβει. Στο Μουσείο Μπενάκη, στην έκθεση «Οδός Μελίνας Μερκούρη», όταν βρέθηκα μπροστά στις φωτογραφίες της με τον Ζυλ Ντασσέν, να την πάλι η ίδια επίμονη σκέψη: ότι ο Ντασσέν έκανε τις καλύτερες ταινίες του πριν τη γνωρίσει, ότι η καθοριστική συνάντησή τους εγκλώβισε το ταλέντο του στην εικόνα της. Αμαρτία εξομολογουμένη, λοιπόν, και συνεχίζω.
Μετά τη Μελίνα, ούτε νεορεαλιστική γραφή στη «Γυμνή πόλη», ούτε ανθρώπινες σκιές με βλέμματα κομμένα από την αγωνία στα «Brute Force» και «Thieves' Highway», ούτε φτωχοδιάβολοι που έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί σε τελετουργικές παρτίδες με τη μοίρα στο «Η Νύχτα και η πόλη» και στο «Ριφιφί».
Μοναδική έμπνευση και όριo για τον σκηνοθέτη ήταν πια το πρόσωπό της, ενώ ο Καζαντζάκης για το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», η Ντιράς για το «10.30 καλοκαίρι βράδυ», ο Ευριπίδης για τη «Φαίδρα», απλώς οι αφορμές.Υπάρχει βέβαια η εξαιρετική «Κραυγή γυναικών», πολύ χαμηλόφωνη όμως για να αντιμετωπίσει το διασκεδαστικά αφελές «Ποτέ την Κυριακή».
Και ενώ αρχίζω να νιώθω και ανθέλληνας, έρχεται να με υποστηρίξει το βιτριολικό ευφυολόγημα του πάπα της αμερικάνικης κριτικής, του Αντριου Σάρις, ότι «η καλλιτεχνική πορεία του Ντασσέν μετά τη Μερκούρη δεν είναι τόσο mercurial -ευμετάβλητη».
Μέχρι εδώ καλά; Οχι. Στο βιβλίο «Tender Comrades: A Backstory of the Hollywood Blacklist», εκτός από τις μακαρθικές διώξεις, ο σκηνοθέτης μιλάει και για τα χρόνια που ήταν ελεύθερος να επιστρέψει στην Αμερική. Εδώ, οι θεωρίες χλωμιάζουν.
«Mου πρόσφεραν υπηκοότητα στη Γαλλία. Mου πρόσφεραν υπηκοότητα στην Ελλάδα. Πάντα αρνιόμουν. Πάντα θα είμαι Αμερικάνος και η Αμερική μου λείπει πολύ». «Και γιατί συνεχίζετε να ζείτε στην Ελλάδα;», τον ρωτούν και εκείνος απαντά: «Τα παιδιά μου μεγάλωσαν στην Ευρώπη. Τώρα έχω και εγγόνια. Οταν έπεσε η δικτατορία δεν μπορούσα να πω στη γυναίκα μου “Ησουν στην εξορία για εφτά χρόνια, αλλά τώρα δεν μπορούμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα και να ζήσουμε εκεί”. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Ηξερα τι θα πει εξορία».
Ναι, και σ΄ αυτά τα λόγια του παρούσα η Μελίνα. Ομως πέρα από απόψεις ή κριτικές, στην οδό Αθηναίων Εφήβων έζησε ένας γενναίος άνθρωπος. Γιατί εκεί που το θέαμα τελειώνει και η πραγματική ζωή αρχίζει ξανά, ο Ζυλ Ντασσέν δεν στάθηκε αμήχανος. Προχώρησε, και χωρίς κανέναν δισταγμό δόθηκε στο έργο του μέσα από τη γυναίκα που αγάπησε.
n.kaltsas@efsyn.gr
Τι μου φταίει η Μελίνα, ακόμα δεν έχω καταλάβει. Στο Μουσείο Μπενάκη, στην έκθεση «Οδός Μελίνας Μερκούρη», όταν βρέθηκα μπροστά στις φωτογραφίες της με τον Ζυλ Ντασσέν, να την πάλι η ίδια επίμονη σκέψη: ότι ο Ντασσέν έκανε τις καλύτερες ταινίες του πριν τη γνωρίσει, ότι η καθοριστική συνάντησή τους εγκλώβισε το ταλέντο του στην εικόνα της. Αμαρτία εξομολογουμένη, λοιπόν, και συνεχίζω.
Μετά τη Μελίνα, ούτε νεορεαλιστική γραφή στη «Γυμνή πόλη», ούτε ανθρώπινες σκιές με βλέμματα κομμένα από την αγωνία στα «Brute Force» και «Thieves' Highway», ούτε φτωχοδιάβολοι που έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί σε τελετουργικές παρτίδες με τη μοίρα στο «Η Νύχτα και η πόλη» και στο «Ριφιφί».
Μοναδική έμπνευση και όριo για τον σκηνοθέτη ήταν πια το πρόσωπό της, ενώ ο Καζαντζάκης για το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», η Ντιράς για το «10.30 καλοκαίρι βράδυ», ο Ευριπίδης για τη «Φαίδρα», απλώς οι αφορμές.Υπάρχει βέβαια η εξαιρετική «Κραυγή γυναικών», πολύ χαμηλόφωνη όμως για να αντιμετωπίσει το διασκεδαστικά αφελές «Ποτέ την Κυριακή».
Και ενώ αρχίζω να νιώθω και ανθέλληνας, έρχεται να με υποστηρίξει το βιτριολικό ευφυολόγημα του πάπα της αμερικάνικης κριτικής, του Αντριου Σάρις, ότι «η καλλιτεχνική πορεία του Ντασσέν μετά τη Μερκούρη δεν είναι τόσο mercurial -ευμετάβλητη».
Μέχρι εδώ καλά; Οχι. Στο βιβλίο «Tender Comrades: A Backstory of the Hollywood Blacklist», εκτός από τις μακαρθικές διώξεις, ο σκηνοθέτης μιλάει και για τα χρόνια που ήταν ελεύθερος να επιστρέψει στην Αμερική. Εδώ, οι θεωρίες χλωμιάζουν.
«Mου πρόσφεραν υπηκοότητα στη Γαλλία. Mου πρόσφεραν υπηκοότητα στην Ελλάδα. Πάντα αρνιόμουν. Πάντα θα είμαι Αμερικάνος και η Αμερική μου λείπει πολύ». «Και γιατί συνεχίζετε να ζείτε στην Ελλάδα;», τον ρωτούν και εκείνος απαντά: «Τα παιδιά μου μεγάλωσαν στην Ευρώπη. Τώρα έχω και εγγόνια. Οταν έπεσε η δικτατορία δεν μπορούσα να πω στη γυναίκα μου “Ησουν στην εξορία για εφτά χρόνια, αλλά τώρα δεν μπορούμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα και να ζήσουμε εκεί”. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Ηξερα τι θα πει εξορία».
Ναι, και σ΄ αυτά τα λόγια του παρούσα η Μελίνα. Ομως πέρα από απόψεις ή κριτικές, στην οδό Αθηναίων Εφήβων έζησε ένας γενναίος άνθρωπος. Γιατί εκεί που το θέαμα τελειώνει και η πραγματική ζωή αρχίζει ξανά, ο Ζυλ Ντασσέν δεν στάθηκε αμήχανος. Προχώρησε, και χωρίς κανέναν δισταγμό δόθηκε στο έργο του μέσα από τη γυναίκα που αγάπησε.
n.kaltsas@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου