«Σε δασκάλους, καθηγητές, εκπαιδευτικούς, ψυχολόγους, αρχαιολόγους, μουσειολόγους, απλούς γονείς. Πρόκειται για ένα εργαλείο που μπορεί να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη αρχαιολογικού ινστιτούτου, μουσείου, σχολείου, αλλά και σπιτιού. Απευθύνεται σε μια μεγάλη γκάμα ανθρώπων που νοιάζονται και θέλουν να εμβαθύνουν στον τρόπο που τα παιδιά κατανοούν το δικό τους παρελθόν, πρώτα το οικογενειακό και μετά το συλλογικό όπως έρχεται στο φως μέσα από τις αρχαιολογικές έρευνες», δήλωσε η Νένα Γαλανίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, μία εκ των δύο επιμελητριών του βιβλίου «Μιλώντας στα παιδιά για το παρελθόν», που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καλειδοσκόπιο».
Το βιβλίο αποτελεί εμπλουτισμένη εκδοχή της αγγλικής έκδοσης με τίτλο «Telling Children about the Past: An Interdisciplinary Perspective» που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2007.
Την επιμέλεια της αγγλικής έκδοσης είχαν η κ. Γαλανίδου και η Λιβ Χέλγκα Ντομάσνες (Liv Helga Dommasnes), καθηγήτρια Αρχαιολογίας στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου του Μπέργκεν στη Νορβηγία, «μια γόνιμη συνεργασία μεταξύ δύο αρκετά διαφορετικών παραδόσεων: του σκανδιναβικού Βορρά και του μεσογειακού Νότου», όπως αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου.
Η ελληνική έκδοση αποτελεί το πρώτο βιβλίο της σειράς «Δημόσια Αρχαιολογία», που εγκαινιάζουν οι εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.
«Υπάρχουν δύο όψεις στην προσπάθεια αυτή. Η πρώτη είναι ότι συγκεντρώνει ανθρώπους από διαφορετικές ακαδημαϊκές παραδόσεις και αντικείμενα: από τις νευροεπιστήμες και την αναπτυξιακή ψυχολογία μέχρι την αρχαιολογία και τη μουσειολογία, και τους βάζει να συζητήσουν μεταξύ τους και να καταθέσει ο καθένας την εμπειρία και τα κεκτημένα του επιστημονικού του πεδίου, έτσι ώστε να αποδοθούν σε όλους εκείνους που ενδιαφέρονται να εμβαθύνουν στο ‘πώς τα παιδιά έρχονται σε επαφή με το παρελθόν σε διάφορα μέρη του κόσμου και πώς το προσλαμβάνουν και το εσωτερικεύουν'. Η άλλη όψη ανοίγει την αυλαία για τη δημόσια αρχαιολογία, προσφέροντας ένα εκδοτικό φόρουμ συζήτησης και επεξεργασίας, καθώς ήθελα να επικαιροποιήσω αυτό που έκανα πριν από 5 χρόνια στην αγγλική γλώσσα», αναφέρει η ίδια.
Τι είναι όμως η Δημόσια Αρχαιολογία; Ένα σχετικά νέο πεδίο έρευνας που πραγματεύεται την παρουσία της αρχαιολογίας στη δημόσια σφαίρα.
Η Δημόσια Αρχαιολογία «ξεφεύγει από τα σκάμματα, τα εργαστήρια και τα εξειδικευμένα περιοδικά ή συνέδρια -εκεί δηλαδή όπου ζει και παράγεται η αρχαιολογική επιστήμη- και αγγίζει τον δημόσιο χώρο από τον οποίο και αναπαράγεται», αναφέρεται στον πρόλογο.
Αφορά «αφηγήσεις» που άλλοτε αφήνουν αδιάφορο το κοινό και άλλοτε το συνεπαίρνουν, άλλοτε το φορτίζουν ιδεολογικά και άλλοτε του δίνουν ερεθίσματα στοχασμού και αναστοχασμού.
Όπως οι «εθνικοί» μύθοι που πυροδοτήθηκαν με την ανακάλυψη των ασύλητων μακεδονικών ταφών από τον Μανόλη Ανδρόνικο, που συνδέθηκαν με τον βασιλιά Φίλιππο Β' ή το κρανίο του Homo heidelbergenisis, του παλαιότερου κατοίκου της Ελλάδας, που αποκαλύφθηκε τυχαία στο σπήλαιο των Πετραλώνων Χαλκιδικής.
Η δημόσια Αρχαιολογία όμως αφορά και θέματα της απτής καθημερινότητας, της επαφής των πολιτών με την αρχαιολογία.
«Η ελληνική εμπειρία όπως αποτυπώνεται στη λειτουργία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, του αποκλειστικού φορέα προστασίας των μνημείων, προσφέρει πολλές περιπτώσεις υγιούς ανάπτυξης μιας Δημόσιας Αρχαιολογίας αλλά και στρεβλώσεων. Από τη μία, έχουμε μνημεία ανοιχτά στο κοινό, μουσεία κόμβους πολιτισμού -συχνά τους μοναδικούς σε γειτονιές και πόλεις ολόκληρες: Σκέφτομαι το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων με το πολυσχιδές πρόγραμμα εκδηλώσεών του ή το τι θα σημάνει για τους κατοίκους του Πύργου της Ηλείας το άνοιγμα του Αρχαιολογικού Μουσείου εκεί. Κι από την άλλη, ένα δαιδαλώδες δίκτυο υπηρεσιών το οποίο με καθυστέρηση και συχνά παλινδρομήσεις προσπαθεί να ανταποκριθεί σήμερα στις απαιτήσεις και το ρόλο του. Για παράδειγμα, γιατί κάποιος που θέλει να εκδώσει μια άδεια κατεδάφισης ενός κτίσματος στα τείχη του Ηρακλείου πρέπει να κάνει αιτήσεις σε δύο διαφορετικές Εφορείες, Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αλλά και Νεοτέρων Μνημείων, που είναι ουσιαστικά δύο υπηρεσίες του ίδιου υπουργείου; Μία ενιαία εφορεία ανά περιοχή που καλύπτει όλα τα πεδία, από τα σπήλαια και τις προϊστορικές αρχαιότητες μέχρι τη νεότερη κληρονομιά, μια ενιαία και πλήρως στελεχωμένη υπηρεσία με όλες τις επιστημονικές ειδικότητες που δρουν συνεργατικά στο χώρο και το χρόνο, θα ήταν περισσότερο λειτουργική και θα άλλαζε την πραγματικότητα της καθημερινής επαφής του πολίτη με την Αρχαιολογία», επισημαίνει η κ. Γαλανίδου.
Και συμπληρώνει ότι «το ζητούμενο σήμερα είναι η προσέγγιση του μεγάλου κοινού από την αρχαιολογική κοινότητα, μιας και η παιδεία και η αγάπη των πολλών για τα μνημεία και τις αρχαιότητες είναι προαπαιτούμενα για την προστασία τους. Δεν αρκούν τα κανονιστικά κείμενα, οι απαγορεύσεις, ούτε οι λιγοστοί ηρωικοί αρχαιολόγοι μας, το ξεχωριστό αυτό σώμα του Δημοσίου που πρέπει να ενισχυθεί με περισσότερους επιστήμονες, για να προστατευθεί ο μνημειακός πλούτος της Ελλάδας και να λειτουργήσει ως μοχλός πολιτισμού και ανάπτυξης. Μέσα από αυτήν την οπτική μπορεί να μπολιαστεί με ιδέες και να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος και η λειτουργία του σώματος εκείνου που είναι ταγμένο στην προστασία του».
Το «άνοιγμα» αυτό τα τελευταία χρόνια είναι περισσότερο έντονο από ποτέ: συναυλίες, θεατρικά δρώμενα, διαλέξεις, ξεναγήσεις στα αρχαία μνημεία και τα μουσεία, εκπαιδευτικά προγράμματα για σχολεία και ειδικές μειονοτικές ομάδες, όλα έχουν φέρει τον κόσμο πιο κοντά σε αρχαιολόγους και μνημεία.
Η δημόσια Αρχαιολογία αποσκοπεί, ανάμεσα σ' άλλα, στο να προσεγγίσει επιστημονικά τους όρους και τα αποτελέσματά του ανοίγματος αυτού. Αυτό εξάλλου είναι και το ζητούμενο, σύμφωνα με την κ. Γαλανίδου:
«Μια εξωστρεφής Αρχαιολογική Υπηρεσία μέσα από μια οραματική μεταρρύθμιση, καινοτόμες πρωτοβουλίες που θα καταργούν τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και ενσωμάτωση στην αρχαιολογική εκπαίδευση μαθημάτων για τη Δημόσια Αρχαιολογία. Είναι μια μεγάλη συζήτηση που αφορά το αύριο της αρχαιολογίας στην Ελλάδα και η εκδοτική σειρά μάς δίνει μια καλή αφορμή για να ξεκινήσει».
Πηγή: ΑΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου