Τα περιφερειακά φεστιβάλ καλά κρατούν,
ακόμα και στον καιρό της κρίσης. Τα προβλήματα είναι πολλά, κυρίως
οικονομικά, αλλά το μεράκι περισσεύει. Κάναμε ένα «οδοιπορικό» στις
μεγάλες και μικρές διοργανώσεις της περιφέρειας.
.
Το καλοκαίρι του Έλληνα σημαίνει εν πολλοίς «τραπεζάκια έξω»... Δεν μας κρατάει το σπίτι μας, οι νύχτες είναι ξελογιάστρες. Απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας τα τελευταία χρόνια τα φεστιβάλ ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια με τους δήμους και τις – προ Καποδίστρια – κοινότητες να θέλουν να προσφέρουν στους ψηφοφόρους τους άρτο και θέαμα. Tο κόστος δεν ήταν θέμα, αν ο δήμος «έμπαινε μέσα» το χρέος απλώς μετακυλιόταν από προϋπολογισμό σε προϋπολογισμό. Επειδή όμως κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, η άλλη πλευρά της ανέμελης καλοκαιρινής φεστιβαλικής Ελλάδας γιγάντωσε μια πλειάδα διοργανώσεων με εξαιρετική αισθητική και καλλιτεχνικό πρόγραμμα υψηλών προδιαγραφών. Όλα αυτά προ κρίσης... Η κρίση έφερε τα μνημόνια και την τρόικά και πλέον κάθε δημοτικό ευρουλάκι ελέγχεται ασφυκτικά. Πολλά από τα μικρά φεστιβάλ – αυτά που διοργανώνονταν άμετρα κυρίως – δεν επιβίωσαν, αφήνοντας μάλιστα πίσω τους χρέη. Κι όμως η Ελλάδα της κρίσης, του 1,5 εκατομμυρίου ανέργων, των μνημονίων, της ΕΡΤ, του μαύρου δεν παύει να φεστιβαλίζεται. Πώς όμως; Κάποια ελάχιστα χρήματα από τις δημοτικές αρχές κατά περιπτώσεις, προσωπικές επαφές και σχέσεις, ανταποδοτικές συνεργασίες, εθελοντική εργασία και προσωπικός κόπος, με λίγα λόγια επιστρατεύεται ό,τι είναι διαθέσιμο.
Τα φεστιβάλ είναι δύσκολα σταυρόλεξα
«Χρειάζεται πείσμα» ομολογεί ο Θοδωρής Γκόνης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Φιλίππων - Θάσου, που στη φετινή 56η διοργάνωσή του είναι αφιερωμένο στα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Καβάλας και τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Καβάφη. Κύριο μέλημά του, το φεστιβάλ να έχει ξεκάθαρο στίγμα και δικές του παραγωγές που να το προσδιορίζουν. «Υπάρχει ιδιοτέλεια υψηλού φρονήματος, να φτιάχνουμε παραστάσεις. Θα έρθουν και σημαντικές παραστάσεις που περιοδεύουν, αλλά όχι ό,τι κινείται στην πιάτσα». Ο Δήμος Καβάλας στέκεται αρωγός στο φεστιβάλ – από τους ελάχιστους πλέον – δίνοντας ό,τι μπορεί, αλλά το κυριότερο, όπως τονίζει ο Θ. Γκόνης, είναι ότι ο δήμαρχος της πόλης κ. Σιμιτσής «είναι από τους λίγους που έχουν πολιτιστικό όραμα». Εξομολογείται παράλληλα πως είναι ευγνώμων στους συναδέλφους του ηθοποιούς, μουσικούς κ.λπ. που προσφέρονται πολλές φορές με ελάχιστα ή καθόλου χρήματα για τις παραγωγές του φεστιβάλ. «Έχουμε κι ένα τεράστιο εργαλείο δουλειάς που είναι τα δύο θέατρα. Δεν αγοράζουμε παραστάσεις, παραχωρούμε τα θέατρα και παίρνουμε ένα ποσοστό από τα εισιτήρια και κινούμε τις υπόλοιπες μικρές δράσεις μέσα στην πόλη. Τρόπον τινά είμαστε αυτοχρηματοδοτούμενοι», δηλώνει και συμπληρώνει: «Κάποια στιγμή έπρεπε να τελειώσει αυτή η ιστορία με τους δήμους που κάθε καλοκαίρι ήταν ‘‘ανοίξαμε και σας περιμένουμε’’ άκριτα. Με προϋπολογισμό 63.000 ευρώ, μόλις, περισσότερες από 30 εκδηλώσεις έως την 1η Σεπτεμβρίου, αλλά και τη στήριξη της τοπικής κοινωνίας, η διοργάνωση είναι ένα δύσκολο σταυρόλεξο, αλλά είμαστε τυχεροί που σε μια τόσο δύσκολη εποχή μπορούμε να ασχολούμαστε με τις αγάπες, τις εμμονές, τις επιμονές μας και αυτό πληρώνεται ακριβά σε όλο τον κόσμο...».
Η κρίση «σηκώνει» επίθεση
Στη Νάξο, ένας ψυχίατρος, ο Στέλιος Κρασανάκης, και ένας οικονομολόγος, ιδιοκτήτης του Πύργου Μπαζαίου, ο Γιώργος Μπαζαίος, έχουν στήσει εδώ και 13 χρόνια ένα πολιτιστικό φεστιβάλ που κυκλώνει όλες τις τέχνες, Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες, αλλά και τον χαρακτηριστικό ντόπιο πολιτισμό, χωρίς καμία απολύτως στήριξη από πουθενά και εκτείνεται από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο. Μάλιστα τη μία και μοναδική φορά, στο δεύτερο φεστιβάλ, που υπήρξε μια συνεργασία με τον δήμο, τα χρήματα δεν έφτασαν ποτέ στο φεστιβάλ, αφήνοντάς το εκτεθειμένο. «Το φεστιβάλ δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα τώρα που ξέσπασε η κρίση, γιατί ήταν πάντα σε κρίση. Είναι μια καθαρά ιδιωτική πρωτοβουλία, διοργανώνεται από μη κερδοσκοπικό οργανισμό, τον ‘‘ΑΙΩΝ’’, και δεν είναι καν στη φιλοσοφία μας η συνεργασία με τις δημοτικές αρχές. Μια τέτοια συνεργασία μπορεί να σου επιβάλει κάτι που δεν θέλεις. Οι δήμοι πάνω απ’ όλα κάνουν πολιτική. Το φεστιβάλ οργανώνεται με πολύ μικρά μπάτζετ και χορηγοί είναι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες που έρχονται με ελάχιστες ή καθόλου αμοιβές. Ωστόσο είναι επίσης αρχή μας να υπάρχει ένα χαμηλό εισιτήριο. Είμαστε εναντίον της δωρεάν εισόδου, δεν προωθεί την τέχνη, δεν κάνει εκτιμητέο τον καλλιτέχνη. Θέλουμε να αποτελεί επιλογή του θεατή η παρουσία του στο φεστιβάλ. Το φεστιβάλ είναι αυτοχρηματοδοτούμενο και δεν χρειάζεται να σημειώσω ότι εμείς δεν έχουμε κανένα οικονομικό όφελος» μας λέει ο Στέλιος Κρασανάκης και συμπληρώνει πως εν μέσω κρίσης το Φεστιβάλ Πύργου Μπαζαίου γίνεται πιο επιθετικό ανοίγοντας για διπλάσιο χρόνο. «Επίσης συνεργαζόμαστε με τη Μάγια Τσόκλη από την Τήνο, την Ελισάβετ Παπαζώη από την Πάρο και το Φεστιβάλ Πάρκου με πέντε εκδηλώσεις φέτος, οι οποίες θα παρουσιαστούν και στα τρία νησιά, που ελπίζουμε να διπλασιάσουμε του χρόνου...».
Η ανεξαρτησία δίνει το φιλί της ζωής
Στον αντίποδα βρίσκονται δύο νησιώτικα φεστιβάλ, αυτό του Μεγάρου Γκύζη στα Φηρά της Σαντορίνης και του Πύργου Μπαζαίου στη Νάξο, που δεν έχουν καμία στήριξη από τις δημοτικές αρχές και στέκονται στα πόδια τους. Φαίνεται πως το κλειδί για την επιβίωσή τους ήταν ακριβώς αυτή η ανεξαρτησία τους. Ο Γιάννης Παπακωνσταντίνου, καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ εδώ και επτά χρόνια, ξεκαθαρίζει πως «τα πάντα βασίζονται στο μεράκι και την αγάπη για τον πολιτισμό, δεν έχουμε οικονομική υποστήριξη από πουθενά, ούτε από ιδιωτικούς χορηγούς, αλλά χάρη στη λειτουργία του Μουσείου του Μεγάρου και του πωλητηρίου του έχουμε κάποια λίγα έσοδα που μας επιτρέπουν να είμαστε αυτοχρηματοδοτούμενοι και να διοργανώνουμε εκδηλώσεις με ελεύθερη είσοδο. Κάποιες φορές που έχουμε βρεθεί να υπολειπόμαστε οικονομικά μάς έχει βοηθήσει η Καθολική Επισκοπή Θήρας. Βοηθάει και το ότι οι καλλιτέχνες έχουν ρίξει τις απαιτήσεις τους, το ίδιο το νησί που είναι πόλος έλξης αλλά και το Μέγαρο, ένα πανέμορφο παλιό αρχοντικό του 17ου αιώνα...».
Σόνια Μαγγίνα
Το καλοκαίρι του Έλληνα σημαίνει εν πολλοίς «τραπεζάκια έξω»... Δεν μας κρατάει το σπίτι μας, οι νύχτες είναι ξελογιάστρες. Απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας τα τελευταία χρόνια τα φεστιβάλ ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια με τους δήμους και τις – προ Καποδίστρια – κοινότητες να θέλουν να προσφέρουν στους ψηφοφόρους τους άρτο και θέαμα. Tο κόστος δεν ήταν θέμα, αν ο δήμος «έμπαινε μέσα» το χρέος απλώς μετακυλιόταν από προϋπολογισμό σε προϋπολογισμό. Επειδή όμως κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, η άλλη πλευρά της ανέμελης καλοκαιρινής φεστιβαλικής Ελλάδας γιγάντωσε μια πλειάδα διοργανώσεων με εξαιρετική αισθητική και καλλιτεχνικό πρόγραμμα υψηλών προδιαγραφών. Όλα αυτά προ κρίσης... Η κρίση έφερε τα μνημόνια και την τρόικά και πλέον κάθε δημοτικό ευρουλάκι ελέγχεται ασφυκτικά. Πολλά από τα μικρά φεστιβάλ – αυτά που διοργανώνονταν άμετρα κυρίως – δεν επιβίωσαν, αφήνοντας μάλιστα πίσω τους χρέη. Κι όμως η Ελλάδα της κρίσης, του 1,5 εκατομμυρίου ανέργων, των μνημονίων, της ΕΡΤ, του μαύρου δεν παύει να φεστιβαλίζεται. Πώς όμως; Κάποια ελάχιστα χρήματα από τις δημοτικές αρχές κατά περιπτώσεις, προσωπικές επαφές και σχέσεις, ανταποδοτικές συνεργασίες, εθελοντική εργασία και προσωπικός κόπος, με λίγα λόγια επιστρατεύεται ό,τι είναι διαθέσιμο.
Τα φεστιβάλ είναι δύσκολα σταυρόλεξα
«Χρειάζεται πείσμα» ομολογεί ο Θοδωρής Γκόνης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Φιλίππων - Θάσου, που στη φετινή 56η διοργάνωσή του είναι αφιερωμένο στα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Καβάλας και τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Καβάφη. Κύριο μέλημά του, το φεστιβάλ να έχει ξεκάθαρο στίγμα και δικές του παραγωγές που να το προσδιορίζουν. «Υπάρχει ιδιοτέλεια υψηλού φρονήματος, να φτιάχνουμε παραστάσεις. Θα έρθουν και σημαντικές παραστάσεις που περιοδεύουν, αλλά όχι ό,τι κινείται στην πιάτσα». Ο Δήμος Καβάλας στέκεται αρωγός στο φεστιβάλ – από τους ελάχιστους πλέον – δίνοντας ό,τι μπορεί, αλλά το κυριότερο, όπως τονίζει ο Θ. Γκόνης, είναι ότι ο δήμαρχος της πόλης κ. Σιμιτσής «είναι από τους λίγους που έχουν πολιτιστικό όραμα». Εξομολογείται παράλληλα πως είναι ευγνώμων στους συναδέλφους του ηθοποιούς, μουσικούς κ.λπ. που προσφέρονται πολλές φορές με ελάχιστα ή καθόλου χρήματα για τις παραγωγές του φεστιβάλ. «Έχουμε κι ένα τεράστιο εργαλείο δουλειάς που είναι τα δύο θέατρα. Δεν αγοράζουμε παραστάσεις, παραχωρούμε τα θέατρα και παίρνουμε ένα ποσοστό από τα εισιτήρια και κινούμε τις υπόλοιπες μικρές δράσεις μέσα στην πόλη. Τρόπον τινά είμαστε αυτοχρηματοδοτούμενοι», δηλώνει και συμπληρώνει: «Κάποια στιγμή έπρεπε να τελειώσει αυτή η ιστορία με τους δήμους που κάθε καλοκαίρι ήταν ‘‘ανοίξαμε και σας περιμένουμε’’ άκριτα. Με προϋπολογισμό 63.000 ευρώ, μόλις, περισσότερες από 30 εκδηλώσεις έως την 1η Σεπτεμβρίου, αλλά και τη στήριξη της τοπικής κοινωνίας, η διοργάνωση είναι ένα δύσκολο σταυρόλεξο, αλλά είμαστε τυχεροί που σε μια τόσο δύσκολη εποχή μπορούμε να ασχολούμαστε με τις αγάπες, τις εμμονές, τις επιμονές μας και αυτό πληρώνεται ακριβά σε όλο τον κόσμο...».
Η κρίση «σηκώνει» επίθεση
Στη Νάξο, ένας ψυχίατρος, ο Στέλιος Κρασανάκης, και ένας οικονομολόγος, ιδιοκτήτης του Πύργου Μπαζαίου, ο Γιώργος Μπαζαίος, έχουν στήσει εδώ και 13 χρόνια ένα πολιτιστικό φεστιβάλ που κυκλώνει όλες τις τέχνες, Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες, αλλά και τον χαρακτηριστικό ντόπιο πολιτισμό, χωρίς καμία απολύτως στήριξη από πουθενά και εκτείνεται από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο. Μάλιστα τη μία και μοναδική φορά, στο δεύτερο φεστιβάλ, που υπήρξε μια συνεργασία με τον δήμο, τα χρήματα δεν έφτασαν ποτέ στο φεστιβάλ, αφήνοντάς το εκτεθειμένο. «Το φεστιβάλ δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα τώρα που ξέσπασε η κρίση, γιατί ήταν πάντα σε κρίση. Είναι μια καθαρά ιδιωτική πρωτοβουλία, διοργανώνεται από μη κερδοσκοπικό οργανισμό, τον ‘‘ΑΙΩΝ’’, και δεν είναι καν στη φιλοσοφία μας η συνεργασία με τις δημοτικές αρχές. Μια τέτοια συνεργασία μπορεί να σου επιβάλει κάτι που δεν θέλεις. Οι δήμοι πάνω απ’ όλα κάνουν πολιτική. Το φεστιβάλ οργανώνεται με πολύ μικρά μπάτζετ και χορηγοί είναι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες που έρχονται με ελάχιστες ή καθόλου αμοιβές. Ωστόσο είναι επίσης αρχή μας να υπάρχει ένα χαμηλό εισιτήριο. Είμαστε εναντίον της δωρεάν εισόδου, δεν προωθεί την τέχνη, δεν κάνει εκτιμητέο τον καλλιτέχνη. Θέλουμε να αποτελεί επιλογή του θεατή η παρουσία του στο φεστιβάλ. Το φεστιβάλ είναι αυτοχρηματοδοτούμενο και δεν χρειάζεται να σημειώσω ότι εμείς δεν έχουμε κανένα οικονομικό όφελος» μας λέει ο Στέλιος Κρασανάκης και συμπληρώνει πως εν μέσω κρίσης το Φεστιβάλ Πύργου Μπαζαίου γίνεται πιο επιθετικό ανοίγοντας για διπλάσιο χρόνο. «Επίσης συνεργαζόμαστε με τη Μάγια Τσόκλη από την Τήνο, την Ελισάβετ Παπαζώη από την Πάρο και το Φεστιβάλ Πάρκου με πέντε εκδηλώσεις φέτος, οι οποίες θα παρουσιαστούν και στα τρία νησιά, που ελπίζουμε να διπλασιάσουμε του χρόνου...».
Η ανεξαρτησία δίνει το φιλί της ζωής
Στον αντίποδα βρίσκονται δύο νησιώτικα φεστιβάλ, αυτό του Μεγάρου Γκύζη στα Φηρά της Σαντορίνης και του Πύργου Μπαζαίου στη Νάξο, που δεν έχουν καμία στήριξη από τις δημοτικές αρχές και στέκονται στα πόδια τους. Φαίνεται πως το κλειδί για την επιβίωσή τους ήταν ακριβώς αυτή η ανεξαρτησία τους. Ο Γιάννης Παπακωνσταντίνου, καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ εδώ και επτά χρόνια, ξεκαθαρίζει πως «τα πάντα βασίζονται στο μεράκι και την αγάπη για τον πολιτισμό, δεν έχουμε οικονομική υποστήριξη από πουθενά, ούτε από ιδιωτικούς χορηγούς, αλλά χάρη στη λειτουργία του Μουσείου του Μεγάρου και του πωλητηρίου του έχουμε κάποια λίγα έσοδα που μας επιτρέπουν να είμαστε αυτοχρηματοδοτούμενοι και να διοργανώνουμε εκδηλώσεις με ελεύθερη είσοδο. Κάποιες φορές που έχουμε βρεθεί να υπολειπόμαστε οικονομικά μάς έχει βοηθήσει η Καθολική Επισκοπή Θήρας. Βοηθάει και το ότι οι καλλιτέχνες έχουν ρίξει τις απαιτήσεις τους, το ίδιο το νησί που είναι πόλος έλξης αλλά και το Μέγαρο, ένα πανέμορφο παλιό αρχοντικό του 17ου αιώνα...».
ΤΡΙΤΗ, 2 Ιουλίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου