Η ιστορία του «Χίλτον» είναι πολύ ελληνική: χτυπήθηκε στην εποχή του,
αναγνωρίστηκε αργότερα. Και σήμερα δεν μπορούμε να διανοηθούμε το κέντρο
της Αθήνας χωρίς τη στιβαρή του σιλουέτα, αυτήν που κατηγορήθηκε κάποτε
για αλαζονεία ή ανταγωνισμό απέναντι στην παντοδυναμία του Ιερού Βράχου
στον αττικό ορίζοντα.
Όμως το «Χίλτον» δεν ήταν προϊόν μιας αμφιλεγόμενης πολιτικο-οικονομικής συναλλαγής στα πρώτα άγουρα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ακόμα κι αν υπήρξαν σκιές, κανείς δεν το θυμάται: οι λεπτομέρειες του «πώς» και του «γιατί» (στις αρχές του 1957, η τότε κυβέρνηση αποδέχθηκε την πρόταση του εφοπλιστή Απόστολου Πεζά, καθώς και του Κόνραντ Χίλτον, για την ανέγερση ενός μεγάλου, πολυτελούς ξενοδοχείου στην Αθήνα και, λίγους μήνες αργότερα, η Κυβερνητική Οικονομική Επιτροπή αποφάσισε την παραχώρηση στον κ. Πεζά έκτασης 16.000 πήχεων αντί 750.000 δολαρίων) βρίσκονται κάπου ξεχασμένες μαζί με τη σκόνη της Ιστορίας.
Πάνω και πέρα από την αρχιτεκτονική του, που υπέγραψαν ο Εμμανουήλ Βουρέκας, ο Προκόπης Βασιλειάδης και ο Σπύρος Στάικος, το «Χίλτον» εξέφρασε καλύτερα από κάθε άλλο κατασκευαστικό επίτευγμα την εποχή του: το μέγεθος και το εκτόπισμά του στο μάλλον επαρχιακό κέντρο της ήσυχης πρωτεύουσας της Ανατολικής Μεσογείου που ήταν η Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αποτέλεσε την πιο ισχυρή δήλωση πίστης στο μέλλον που αναπόφευκτα ερχόταν. Η Αθήνα χτυπούσε γενναία την πόρτα της τουριστικής βιομηχανίας και μαζί ανοιγόταν στον κόσμο.
Μπορεί με τα σημερινά μάτια εκείνο το «μέλλον» να αντιμετωπίζεται συγκαταβατικά και με μεγάλες δόσεις συναισθηματισμού. Αλλά ας κάνουμε τον κόπο να ρωτήσουμε τι σήμαινε για τους εικοσάρηδες και τους τριαντάρηδες του 1960 ο «αλαζονικός» όγκος του «Χίλτον» που υψωνόταν με αυθάδεια λίγα μόλις μέτρα από τα «χαμόσπιτα» της Καισαριανής.
Αν και ανήκει στην τυπολογία των μεγάλων κοσμοπολίτικων ξενοδοχείων, το αθηναϊκό «Χίλτον» δεν ήταν «ένα ακόμα Χίλτον». Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, η εξωτερική, κυρίως, μορφή του επιχείρησε να φέρει κοντά το μοντέρνο και το κλασικό, ενώ η χρήση του πεντελικού μαρμάρου και οι μνημειώδεις ανάγλυφες συνθέσεις του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, με την αρχαϊκή τους θεματολογία, σε βεβαιώνουν ότι βρίσκεσαι στην Ελλάδα.
Φέτος το «Χίλτον» συμπληρώνει 50 χρόνια ζωής. Και είναι η πιο κατάλληλη στιγμή να σηκώσουμε τα ποτήρια με τη σαμπάνια ψηλά αφήνοντας πίσω άχρηστες, πλέον, φιλονικίες.
Δημήτρης Ρηγόπουλος
Όμως το «Χίλτον» δεν ήταν προϊόν μιας αμφιλεγόμενης πολιτικο-οικονομικής συναλλαγής στα πρώτα άγουρα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ακόμα κι αν υπήρξαν σκιές, κανείς δεν το θυμάται: οι λεπτομέρειες του «πώς» και του «γιατί» (στις αρχές του 1957, η τότε κυβέρνηση αποδέχθηκε την πρόταση του εφοπλιστή Απόστολου Πεζά, καθώς και του Κόνραντ Χίλτον, για την ανέγερση ενός μεγάλου, πολυτελούς ξενοδοχείου στην Αθήνα και, λίγους μήνες αργότερα, η Κυβερνητική Οικονομική Επιτροπή αποφάσισε την παραχώρηση στον κ. Πεζά έκτασης 16.000 πήχεων αντί 750.000 δολαρίων) βρίσκονται κάπου ξεχασμένες μαζί με τη σκόνη της Ιστορίας.
Πάνω και πέρα από την αρχιτεκτονική του, που υπέγραψαν ο Εμμανουήλ Βουρέκας, ο Προκόπης Βασιλειάδης και ο Σπύρος Στάικος, το «Χίλτον» εξέφρασε καλύτερα από κάθε άλλο κατασκευαστικό επίτευγμα την εποχή του: το μέγεθος και το εκτόπισμά του στο μάλλον επαρχιακό κέντρο της ήσυχης πρωτεύουσας της Ανατολικής Μεσογείου που ήταν η Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αποτέλεσε την πιο ισχυρή δήλωση πίστης στο μέλλον που αναπόφευκτα ερχόταν. Η Αθήνα χτυπούσε γενναία την πόρτα της τουριστικής βιομηχανίας και μαζί ανοιγόταν στον κόσμο.
Μπορεί με τα σημερινά μάτια εκείνο το «μέλλον» να αντιμετωπίζεται συγκαταβατικά και με μεγάλες δόσεις συναισθηματισμού. Αλλά ας κάνουμε τον κόπο να ρωτήσουμε τι σήμαινε για τους εικοσάρηδες και τους τριαντάρηδες του 1960 ο «αλαζονικός» όγκος του «Χίλτον» που υψωνόταν με αυθάδεια λίγα μόλις μέτρα από τα «χαμόσπιτα» της Καισαριανής.
Αν και ανήκει στην τυπολογία των μεγάλων κοσμοπολίτικων ξενοδοχείων, το αθηναϊκό «Χίλτον» δεν ήταν «ένα ακόμα Χίλτον». Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, η εξωτερική, κυρίως, μορφή του επιχείρησε να φέρει κοντά το μοντέρνο και το κλασικό, ενώ η χρήση του πεντελικού μαρμάρου και οι μνημειώδεις ανάγλυφες συνθέσεις του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, με την αρχαϊκή τους θεματολογία, σε βεβαιώνουν ότι βρίσκεσαι στην Ελλάδα.
Φέτος το «Χίλτον» συμπληρώνει 50 χρόνια ζωής. Και είναι η πιο κατάλληλη στιγμή να σηκώσουμε τα ποτήρια με τη σαμπάνια ψηλά αφήνοντας πίσω άχρηστες, πλέον, φιλονικίες.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 2 Αυγούστου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου