Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Ενα ένα βγαίνουν τα πέπλα

Εντυπη Έκδοση

Ολόκληρος ο όροφος με τη μόνιμη συλλογή αρχαιοτήτων άνοιξε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου

Σταδιακά αποκαλύπτονται για το κοινό οι σπουδαίες συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, το οποίο είχε κλείσει για επισκευές το 2006. Πριν από ένα χρόνο άνοιξε μία μόνον αίθουσα για τη βασική συλλογή και σήμερα ανοίγει ολόκληρος όροφος με τη μόνιμη συλλογή των αρχαιοτήτων των γεωμετρικών, αρχαϊκών, κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων από διάφορα μέρη της Κρήτης, με κορυφαία τα μινωικά ευρήματα.
Η εκδήλωση με την οποία θα αποδοθεί στους επισκέπτες ο συγκεκριμένος χώρος θα πραγματοποιηθεί σήμερα στις 6 μ.μ. Το θέμα του ορόφου θα είναι: «Η Κρήτη από τους Δωριείς στους Ρωμαίους, 11ος αι. π.Χ. - 4ος αι. μ. Χ.».

Στην έκθεση, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, περιλαμβάνονται σημαντικά έργα τέχνης που απεικονίζουν και αποτυπώνουν μορφές και όψεις από την επίσημη και ιδιωτική ζωή, τους θεσμούς, τη λατρεία και τις ταφικές πρακτικές από τη δωρική κοινωνία των πρώιμων ιστορικών χρόνων μέχρι τον πολιτισμικά σύνθετο ελληνορωμαϊκό κόσμο της ύστερης αρχαιότητας.
Εκτίθενται επίσης επιλεγμένα αντικείμενα από τις πρώην ιδιωτικές συλλογές Στυλιανού Γιαμαλάκη και Νικολάου Μεταξά όχι μόνον από την Κρήτη, αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα και την Ανατολή, που χρονολογούνται από τα μινωικά έως τα νεότερα χρόνια.
Αμέσως μετά το άνοιγμα του ορόφου θα κλείσει για το κοινό η προσωρινή έκθεση του Μουσείου, και τα πιο σημαντικά και εμβληματικά εκθέματα των μινωικών χρόνων θα εκτεθούν προσωρινά σε αίθουσα του ορόφου.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου άρχισε να οικοδομείται το 1935 από τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό. Το κτήριο είναι ένα σημαντικό παράδειγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής και βραβεύθηκε με έπαινο Bauhaus. Ο Καραντινός εφάρμοσε τις αρχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στις ανάγκες ενός μουσείου εξασφαλίζοντας επαρκή φυσικό φωτισμό μέσω ανοιγμάτων στο ανώτερο τμήμα των τοίχων και διευκολύνοντας την κυκλοφορία μεγάλων ομάδων επισκεπτών.
Επίσης, προέβλεψε την πιθανότητα μελλοντικής επέκτασης του κτηρίου. Τα χρώματα και, κυρίως, τα υλικά δομής που χρησιμοποιήθηκαν, όπως τα πολύχρωμα φλεβωτά μάρμαρα, ανακαλούν τις μινωικές τοιχογραφίες, οι οποίες μιμούνταν περίτεχνες ορθομαρμαρώσεις.
Το Μουσείο είναι Ειδική Περιφερειακή Υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού. Οι αρμοδιότητές του περιλαμβάνουν θέματα σχετικά με την απόκτηση, φύλαξη, συντήρηση, τεκμηρίωση, μελέτη, δημοσίευση και προβολή της κρητικής πολιτιστικής κληρονομιάς από την προϊστορική έως την υστερορωμαϊκή περίοδο. Το Μουσείο μπορεί να εμπλουτίζει τις συλλογές του με την αποδοχή δωρεών εκ μέρους φυσικών προσώπων, φορέων ή ιδρυμάτων, με προϊόντα κατασχέσεων και με αγορές από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Από το 2007 είναι σε εξέλιξη ένα σημαντικό πρόγραμμα επανέκθεσης των μουσειακών συλλογών. Μια προσωρινή έκθεση 400 επιλεγμένων αντικειμένων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται κάποια από τα σημαντικότερα και πιο αντιπροσωπευτικά ευρήματα από κάθε περίοδο, λειτουργεί σε ειδικά διαμορφωμένη πτέρυγα στη βορειοανατολική γωνία του κτηρίου.
Το εργαστήριο συντήρησης συγκροτείται από τα τμήματα γλυπτικής-κεραμικής, μετάλλινων αντικειμένων και τοιχογραφιών. Σκοπός του είναι η προληπτική και επεμβατική συντήρηση και η προώθηση της έρευνας στον τομέα της συντήρησης. Κατά συνέπεια, συμμετέχει ενεργά σε όλα τα στάδια πραγματοποίησης των εκθέσεων του Μουσείου. Τεκμηριώνει τις εργασίες συντήρησης τηρώντας ημερολόγια, δελτία συντήρησης και αρχείο φωτογράφισης των αντικειμένων. Εφαρμόζει πιλοτικές και καινοτόμες μεθόδους συντήρησης με απώτερο σκοπό τη βέλτιστη λειτουργία των εργαστηρίων για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Μουσείου.
Οι συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου άρχισαν να συγκροτούνται στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ηρακλείου με την εξουσιοδότηση της οθωμανικής κυβέρνησης έστρεψε την προσοχή του στη διάσωση, περισυλλογή και φύλαξη των αρχαιοτήτων της Κρήτης. Το πρώτο μουσείο οικοδομήθηκε κατά την περίοδο 1904-1907 στη θέση του ρωμαιοκαθολικού μοναστηριού του Αγίου Φραγκίσκου, που καταστράφηκε από σεισμό το 1856. Μετά την προσθήκη μίας επιπλέον πτέρυγας το 1912, σχεδιασμένης από τον αρχιτέκτονα W. Doerpfeld και το γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών Π. Καββαδία, το πρώτο αυτό κτήριο παρέμεινε ημιτελές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου