Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Φιλόσοφος χωρίς ηθική


«Οι κακοί άνθρωποι δεν τραγουδούν», αλλά και «οι καλοί δεν λένε ποτέ την αλήθεια», γράφει ο Νίτσε (Friedrich Nietzsche, 1844-1900) στο «Λυκόφως των ειδώλων» και στο «Ιδε ο άνθρωπος» αντιστοίχως, αποσπάσματα των οποίων, μαζί με τη «Θέληση για δύναμη», περιλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση.
Το έργο «Ιδε ο άνθρωπος: Πώς γίνεται κανείς αυτό που είναι» (Ecce Homo, φράση του Πόντιου Πιλάτου όταν παρουσίασε τον Ιησού στους Ιουδαίους) -το οποίο γράφτηκε σε είκοσι μέρες (Τορίνο, 1888), σε μια περίοδο περιπλάνησης του Νίτσε στην Ιταλία και εμφανούς εκδήλωσης της παράνοιάς του- αποτελεί την αυτοβιογραφία του, όπου παρουσιάζει ανασκοπικά και κριτικά το βίο του, το συγγραφικό του έργο, την εξέλιξή του ως φιλοσόφου, επανεξετάζει και διασαφηνίζει τις θέσεις του, όμως κυρίως ασκεί κριτική στους «ήρωές» του, Σοπενάουερ, Βάγκνερ, Χριστό, Σωκράτη.


Με διάθεση μεγαλοϊδεατισμού αλλά και αυτοειρωνείας οι επιμέρους θεματικές του έργου: «Γιατί είμαι τόσο σοφός», «Γιατί είμαι τόσο έξυπνος», «Γιατί γράφω τόσο καλά βιβλία», «Γιατί είμαι ένα πεπρωμένο». Διατείνεται ότι είναι «σοφός» χάρη στην οξεία αντιληπτική του ικανότητα όσον αφορά τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Αιτιολογεί την πολεμική και την κριτική ως χαρακτηριστικά του «ισχυρού», ενώ η μνησικακία και η εκδίκηση είναι πάθη του «αδύναμου». Επαινεί τη μοναξιά και την «επιστροφή στον εαυτό» που κατορθώνει ο σοφός, και βδελύσσεται τον ανθρώπινο όχλο, μολονότι ο ίδιος «προσπαθεί να μη συμπεριφέρεται υπεροπτικά στις καθημερινές συναναστροφές του».
Ισχυρίζεται ότι είναι έξυπνος διότι έχει εντοπίσει εκείνους τους τόπους όπου οι κλιματολογικές και διατροφικές συνθήκες ευνοούν την έκφραση της διάνοιας, όπως η Αθήνα, η Φλωρεντία, το Παρίσι, η Προβηγκία, η Ιερουσαλήμ. Αν και είχε πρωσική υπηκοότητα, την οποία κατόπιν αποποιήθηκε παραμένοντας «άπατρις», ο Νίτσε δηλώνει καθαρόαιμος Πολωνός ευγενής. Εγκωμιάζει τον πολιτισμό των Γάλλων που τον επηρέασαν -Πασκάλ, Μοντέν, Ρακίνας, Σταντάλ-, ενώ εκφράζει τον οιονεί αποτροπιασμό του προς το γερμανικό έθνος, το οποίο, απ' όπου κι αν πέρασε, κατέστρεψε την κουλτούρα των λαών. Εξαίρεση ο Βάγκνερ, επιστήθιος φίλος, αρωγός και πηγή της έμπνευσής του για πολλά χρόνια - μέχρι την εποχή που διαπληκτίστηκαν και απομακρύνθηκαν.
«Γράφει καλά βιβλία», που απευθύνονται σε συγκεκριμένο κοινό αναγνωστών, ευγενών και εκλεπτυσμένων, και προτρέπει όλους να μελετήσουν το δημιούργημά του, τον Ζαρατούστρα, αυτόν τον ιδεαλιστικό τύπο ανώτερου ανθρώπου, μίγμα αγίου και μεγαλοφυΐας. Με τη θεματική «Γιατί είμαι ένα πεπρωμένο» ολοκληρώνεται το «Ιδε ο άνθρωπος», με επικρίσεις για τη χριστιανική ηθική, που διαστρεβλώνει την πραγματικότητα με ψευδείς πεποιθήσεις, προκαλεί ενοχές και απορρίπτει το σώμα υπέρ μιας μεταθανάτιας «σωτηρίας της ψυχής». Αλλωστε στο νιτσεϊκό σύστημα ο Διόνυσος, ο θεός της αφθονίας της ζωής, θα αντικαταστήσει τον Ιησού.
Στο «Λυκόφως των ειδώλων (ή Πώς φιλοσοφεί κανείς με το σφυρί)» (1888), που γράφτηκε σύμφωνα με την όπερα του Βάγκνερ «Το λυκόφως των θεών», ασκεί κριτική στα «είδωλα» της παγκόσμιας ιστορίας των ιδεών, Σωκράτη, Πλάτωνα, Καντ, το χριστιανισμό, και στο σύγχρονό του γερμανικό πολιτισμό, ενώ επιδοκιμάζει την ισχυρή προσωπικότητα των Ναπολέοντος, Γκέτε, Ντοστογιέφσκι, Θουκυδίδη, σοφιστών. Διαπιστώνει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, και στο αριστοτελικό δίλημμα «ή θηρίο ή θεός», ο Νίτσε απαντά «φιλόσοφος».
Γράφει η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΙΝΟΥ*  

*Δρ Φιλοσοφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου