Τα ελληνικά όπλα ήταν εν πολλοίς
τουρκικά, αφού μετά τις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες οι πολεμιστές
κατόρθωσαν να εξοπλιστούν από τα λάφυρα των μαχών.
Αγκύλωση είχε πάθει η παλάμη του
Νικηταρά γύρω από τη λαβή του σπαθιού του, όταν ολοκληρώθηκε η μάχη στα
Δερβενάκια. Βλέποντας τώρα αυτό το σπαθί με την κυματοειδή λάμα στο
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, ο επισκέπτης δεν μπορεί παρά να νιώσει
συγκίνηση. Γυαλοκοπάει στη βιτρίνα του το όπλο, που πάνω (και) σ' αυτό
αποκτήσαμε το δικαίωμα να είμαστε (όσο γίνεται) ελεύθεροι Ελληνες
πολίτες.
Να ήταν όμως μόνο αυτό; Περιδιαβάζοντας τις αίθουσες, σταματάει κανείς συνεχώς μπροστά στα τότε όπλα, τα σημερινά κειμήλια. Και εκπλήσσεται διαπιστώνοντας πως κάποια από αυτά, που πίστευε πως τουλάχιστον το 1800 είχαν βγει εκτός χρήσης, όπως οι πέλεκεις και οι κεφαλοθραύστες, εξακολουθούσαν να κάνουν τη δουλειά τους.
Υστερα τα χάνει, βλέποντας π.χ. πιστόλια ή τυφέκια με έξι κάννες αλλά με μια σκανδάλη, ικανά να κόψουν στη μέση τον αντίπαλο κι αναρωτιέται για τη χρήση των τρομπονιών, έως ότου του εξηγούν πως αντί για ένα βλήμα, τα γέμιζαν με σίδερα, βλήματα και σιδεράκια, τα οποία διέσπειραν και όποιον έπαιρνε ο χάρος.
Τα πυροβόλα όπλα, που χρησιμοποιούσαν οι Οθωμανοί και οι υποτελείς τους, δεν ήταν τυποποιημένα βιομηχανικά είδη. Κάννες, κοντάκια, πυροδοτικοί μηχανισμοί και άλλα προέρχονταν από διάφορα μέρη εντός και εκτός Αυτοκρατορίας και συναρμολογούνταν σε διάσπαρτα βιοτεχνικά εργαστήρια. Οσο για τις μορφολογικές τους παραλλαγές, οφείλονταν περισσότερο σε τοπικές παραδόσεις ή προσωπικές προτιμήσεις παρά σε τεχνικούς λόγους.
Εφεραν τότε τον οθωμανικό σισανέ, με το πολυγωνικό κοντάκι, το καριοφίλι (Cario e figli = Κάριο και υιοί - ιταλικό εργαστήριο όπλων), το επίσης ιταλικό νταλιάνι, το τρομπόνι, που χρησιμοποιούσαν κατά κύριο λόγο στα πλοία, και την πιστόλα, σε ζεύγη, που φέρεται στο σελαχλίκι.
Μετά ήταν το γιαταγάνι, το ανατολίτικο κοντό σπαθί με την κυρτή λάμα, η πάλα, αλλά και η σπάθη. Τα μαχαιρίδια, διαφόρων τύπων, η μπαρουταποθήκη, το χαρμπί ως εξάρτημα καθαρισμού και η μήτρα, όπου έχυναν μολύβι για τα βόλια, συμπλήρωναν τον εξοπλισμό.
Εύλογο πως τα ελληνικά όπλα του Αγώνα ήταν εν πολλοίς τουρκικά, αφού μετά τις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες οι πολεμιστές κατόρθωσαν να εξοπλιστούν καλύτερα από τα λάφυρα. Σημειώστε ότι τα πυροβόλα όπλα δεν ήταν εύχρηστα. Ηταν βαριά και βραδυφλεγή, με αποτέλεσμα ο κάθε αγωνιστής να φέρει πολλά από αυτά και να έχει πίσω του στο ταμπούρι δυο-τρία παλικαράκια για να του τα γεμίζουν.
Ο συναισθηματικός δεσμός του πολεμιστή με τα όπλα του ήταν ισχυρότατος. Τα προβιομηχανικά όπλα ήταν κατ' εξοχήν προσωπικά και η κατοχή ή η απώλειά τους ήταν συνυφασμένη με την αίσθηση της τιμής και της ανδρείας.
Συχνά δε τα προσωποποιούσαν δίνοντάς τους (με τρυφερότητα) γυναικεία ονόματα. Ετσι Θοδωρούλα λεγόταν το καριοφίλι του Θεόδωρου Γρίβα, Κυρα-Βασιλική, το καριοφίλι του Γεωργίου Καραϊσκάκη, Παπαδιά αυτό του Αθανάσιου Διάκου και Ασήμω η σπάθη του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Επιχειρήστε μια επίσκεψη στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (Παλιά Βουλή). Στ' αλήθεια μεταγγίζει υγιή ιστορική υπερηφάνεια που, μέρες που είναι, την έχουμε ανάγκη.
Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ άρθρο του ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΑΦΚΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου