Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

«ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΝΗΜΗΣ…ΓΙΑ ΜΟΥΣΕΙΑ» ΣΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ

Τα μουσεία μπορούν να προάγουν την κοινωνική αλλαγή και να διδάξουν την αποδοχή και την ανοχή

Η Νάγια Δαλακούρα, αρχαιολόγος - μουσειολόγος της ΙΘ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων επιχείρησε ένα σύντομο ταξίδι μνήμης στον κόσμο των μουσείων και συγκεκριμένα στην ιστορία της δημιουργίας των πρώτων ελληνικών και λαογραφικών μουσείων


 Τα μουσεία πάντα δείχνουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας και σε μια πολύ δύσκολη εποχή έχουν έναν σημαντικό ρόλο να παίξουν ως κέντρα συνεύρεσης διαφορετικών κοινοτήτων, πολιτισμών, αντιλήψεων και ιδεών έχουν τη δυνατότητα να προάγουν την κοινωνική αλλαγή και να διδάξουν την αποδοχή και την ανοχή. Με το επίκαιρο αυτό μήνυμα η Νάγια Δαλακούρα, αρχαιολόγος - μουσειολόγος της ΙΘ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων περιέγραψε στο κοινό που παρακολούθησε την ομιλία της τη σημασία των μουσείων σε μία δύσκολη εποχή όπως η σημερινή, όταν βασικές αξίες όπως η συνοχή και η αλληλεγγύη θυσιάζονται στο βωμό της οικονομικής κρίσης. Η κ. Δαλακούρα ήταν ομιλήτρια τη Δευτέρα 20 Μαΐου στις 8 το βράδυ στην έκτη εκδήλωση της σειράς “Μορφωτικές Συναντήσεις 2012-2013”, που διοργάνωσε ο Μορφωτικός Όμιλος Κομοτηνής στην αίθουσα ομιλιών του νέου κτιρίου του λαογραφικού μουσείου Κομοτηνής (Αγ. Γεωργίου 22), στο πλαίσιο του εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων. Εκεί ανέπτυξε την ομιλία με θέμα «Ιστορίες μνήμης ...για μουσεία».
ΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΤΟΠΟΙ ΜΝΗΜΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Τα μουσεία, σύμφωνα με την ομιλήτρια, αποτελούν τόπους μνήμης των ανθρώπων, όπου, με διάφορες μνημοτεχνικές,  διαφυλάσσεται, αποκρυσταλλώνεται, διαμορφώνεται, πραγματεύεται και αποθηκεύεται η μνήμη. Στην περίπτωση των μουσείων η μνήμη αυτή είναι, πρωτίστως, συλλογική, δηλαδή τόπος παραγωγής κοινά αναγνωρίσιμων εικόνων. Η μνήμη είναι πάντοτε παρούσα στα μουσεία. Αποτελεί μια προσπάθεια απόδοσης νοήματος εντός του μουσείου και εκφράζεται μέσα από τα κείμενα, τις φωτογραφίες και τα αντικείμενα, η επιλογή και ο συνδυασμός των οποίων σε μια έκθεση δημιουργούν μια νέα αφήγηση της μνήμης με τον τρόπο που το μουσείο επιδιώκει να πει μια ιστορία.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ


Η αρχή της δημιουργίας των μουσείων είναι συνδεδεμένη με την έννοια του συλλέγειν και του ερευνάν. Ο όρος μουσείο συναντάται  στην κλασική αρχαιότητα ως ναός αφιερωμένος στις μούσες και απαντά στην ταξινόμηση των συλλογών του Αριστοτέλη, στις συλλογές από τα λάφυρα των πολέμων που εκτίθεντο στους αρχαίους ελληνικούς  θησαυρούς και, αργότερα, στις ρωμαϊκές αγορές, τους ναούς και τα λουτρά. Ορόσημο για την ιστορία του θεσμού των μουσείων αποτελεί η ίδρυση του πρώτου μουσείου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 290-280π.Χ. από τον Πτολεμαίο Α΄, το οποίο αποτέλεσε κέντρο έρευνας και μελέτης αφιερωμένο στις μούσες. Τον 16ο και 17ο αιώνα οι ιδιωτικές  συλλογές πληθαίνουν, και απαρτίζονται, κυρίως, από αξιοπερίεργα αντικείμενα, τα οποία προέρχονται από τα ταξίδια των Ευρωπαίων θαλασσοπόρων σε εξωτικούς - για την εποχή – τόπους. Λόγω της σπανιότητας και της ιδιαιτερότητας των αντικειμένων αυτών οι χώροι έκθεσής τους  ονομάστηκαν cabinets of curiosities, όπου σημειώνονταν προσπάθειες σύλληψης του τότε γνωστού κόσμου και αναπαράστασης της φύσης χωρίς επιστημονική κατάρτιση, αλλά παρόλαυτά, απαλλαγμένες από θεοκρατικές αντιλήψεις. Ως χώροι προσεκτικής παρατήρησης και θέασης, οι αίθουσες των αξιοπερίεργων αντικειμένων αποτέλεσαν σημεία τελετουργικών συζητήσεων και ανταλλαγών μιας περιορισμένης, ωστόσο, αριθμητικά κοινωνικής ομάδας.  Στο τέλος του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα οι αρχές του Διαφωτισμού βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην οργάνωση και ταξινόμηση των υπαρχόντων συλλογών, οι οποίες  συστηματοποιούνται και συγκεκριμενοποιούνται με σκοπό την διαφύλαξη των ειδών και των τεχνών στο μουσείο.  Την περίοδο αυτή πρωτοεμφανίζεται η έννοια του έθνους ως κριτήριο οργάνωσης των συλλογών και ιδρύονται τα μεγάλα δημόσια ευρωπαϊκά μουσεία που εκθέτουν τους βασιλικούς θησαυρούς στο ευρύ κοινό, όπως το Βρετανικό Μουσείο (1753) και το Μουσείο του Λούβρου (1793).
Το 1822 όταν στην Ευρώπη τα μουσεία είχαν ήδη επικυρώσει τον ρόλο τους ως προσβάσιμοι σε όλους χώροι και προστάτες των συλλογών τους, στην Ελλάδα είχαν ήδη μεταβεί πάμπολλοι αρχαιολάτρεις - περιηγητές και είχαν μεταφέρει στις πατρίδες τους έργα τέχνης με σκοπό «να μεταφυτεύσουν την αρχαία Ελλάδα στις πατρίδες τους», είχε ήδη συντελεστεί η τεράστια αρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα που πλέον κοσμούσαν το Βρετανικό Μουσείο, μια Γερμανική αποστολή αρχιτεκτόνων και ζωγράφων είχε ήδη αποκαθηλώσει τον γλυπτό διάκοσμο του ναού της Αφαίας στην Αίγινα και αρχαιολογικοί χώροι όπως οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός φιλοξενούσαν καφενεία. Το 1813 ιδρύεται η Φιλόμουσος Εταιρεία και για πρώτη φορά το 1824 θα υπάρξει μέριμνα για την περισυλλογή των διασκορπισμένων αρχαιοτήτων εντός ενός μουσείου. Το 1827 ο Καποδίστριας στεγάζει τις αρχαιολογικές συλλογές, μαζί με τα ορφανά, τη βιβλιοθήκη, το τυπογραφείο και το σχολείο, στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας, το οποίο αποτελεί το πρώτο πνευματικό κέντρο της Ελλάδας.

1829: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το 1829 ιδρύεται το πρώτο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ελλάδας στην Αίγινα με διευθυντή τον Κερκυραίο λόγιο Ανδρέα Μουστοξύδη, ο οποίος συνιστά σε όλους τους φιλομαθείς Έλληνες να καταγράφουν και να περισυλλέγουν τις αρχαιότητες που συναντούν στα ταξίδια τους. Το 1833 ιδρύεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία επανδρώνεται από δυο Έλληνες και δύο ξένους (Weissenburg, Ross, Πιττάκης και Κοκκώνης) και το 1837 η Αρχαιολογική Εφημερίς. Το ενδιαφέρον για την αρχαιότητα αναπτύσσεται με τεράστιους ρυθμούς κυρίως από την κοινωνική ελιτ της εποχής, η οποία φωτογραφίζεται και περνάει τον ελεύθερο χρόνο της κάνοντας περιπάτους στα αρχαία, ενώ άλλοι, όπως η φωτογράφος Nelly’ ς  (Έλη Σεϊρανίδου) επιλέγει το δικό της τρόπο για την προβολή του ελληνικού πολιτισμού. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος ήρθε να υπενθυμίσει την ανάγκη της προστασίας και της διαφύλαξης των αρχαίων αντικειμένων και οργανωμένες προσπάθειες συντελέστηκαν σε Ελλάδα και Ευρώπη προκειμένου να υπάρξουν όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες, καθώς μουσειακοί χώροι μετατράπηκαν σε νοσοκομεία, πτωχοκομεία και άσυλα.

Η στάση του κράτους στην Ελλάδα  απέναντι στον λαϊκό πολιτισμό δεν υπήρξε πάντα σαφής, καθώς η επίσημη κρατική μουσειακή πολιτική του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα στην Ελλάδα έδωσε προβάδισμα στη διάσωση των τεκμηρίων της αρχαιότητας ορίζοντας ένα δεύτερο ρόλο στα λαογραφικά μουσεία, που συνέλεγαν τεκμήρια του νεότερου ελληνισμού, όπως αντικείμενα οικιακής χρήσης, οικογενειακά κειμήλια, αγροτικά εργαλεία, ενδύματα κ.ά. Το εθνικό φρόνημα ισχυροποιείται με τις επιτυχίες των Ελλήνων στον πολιτικό και στρατιωτικό τομέα και με την ίδρυση των πρώτων πνευματικών φορέων, όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (1889) και η Εθνική Πινακοθήκη (1900), καθώς και με τη σύσταση των πρώτων κέντρων μελέτης του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού, όπως η Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία (1908), το Λύκειο των Ελληνίδων (1911) και το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας των Αθηνών (1918),  τα οποία αποτελούν σημαντικούς προδρόμους της σύστασης των πρώτων λαογραφικών και ιστορικών μουσείων, η ίδρυση των οποίων εντάσσεται στο πλαίσιο της τεκμηρίωσης της αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνικού εθνικού βίου από την αρχαιότητα έως τους νέους χρόνους. 

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΥΣΕΙΑΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

Οι σύγχρονες μουσειακές αντιλήψεις θέλουν τα σύγχρονα διεθνή μουσεία να διαφοροποιούνται από τα παραδοσιακά μουσεία που επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στα αντικείμενα, να έρχονται σε αντίθεση με τα μοντέρνα μουσεία που εστιάζουν στα αντικείμενα και στο κοινό και να ακολουθούν τις αρχές των  μεταμοντέρνων μουσείων, τα οποία αφοσιώνονται στην εξυπηρέτηση του κοινού. Τα μουσεία πάντα δείχνουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας και σε μια πολύ δύσκολη εποχή έχουν έναν σημαντικό ρόλο να παίξουν ως κέντρα συνεύρεσης διαφορετικών κοινοτήτων, πολιτισμών, αντιλήψεων και ιδεών έχουν τη δυνατότητα να προάγουν την κοινωνική αλλαγή και να διδάξουν την αποδοχή και την ανοχή.

Η Νάγια Δαλακούρα έκλεισε την ομιλία της με μία φράση ενός μεγάλου Γάλλου μουσειολόγου της δεκαετίας του 1960, του Henri Riviere, «Τα μουσεία λειτουργούν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ως καθρέφτης της κοινωνίας στην οποία ανήκουν».
Μετά το τέλος της ομιλίας ακολούθησε ξενάγηση του κοινού στην περιοδική έκθεση «Κόκκινη κλωστή δεμένη...» και στο Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο Κομοτηνής.
Η Διεθνής Ημέρα Μουσείων γιορτάζεται στις 18 Μαΐου από το 1977, με στόχο την ανάδειξη του ρόλου των μουσείων στη διαφύλαξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών, καθώς και στην προώθηση της μεταξύ τους συνεργασίας. Κάθε χρόνο το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (International Council of Museums, I.C.O.M.) επιλέγει ένα διαφορετικό θέμα, γύρω από το οποίο επικεντρώνονται πλήθος εκδηλώσεων που οργανώνονται με πρωτοβουλία μουσείων σε όλο τον κόσμο. Θέμα του φετινού εορτασμού είναι Μουσεία (μνήμη+δημιουργία)=κοινωνική αλλαγή και είναι αφιερωμένο στον τρόπο που προάγουν τα μουσεία την κοινωνική αλλαγή, μέσα από την συμβολή της Μνήμης και της Δημιουργικότητας. Στο θέμα αυτό ήταν ενταγμένη η ομιλία, η οποία επιχείρησε ένα σύντομο ταξίδι μνήμης στον κόσμο των μουσείων και συγκεκριμένα στην ιστορία της δημιουργίας των πρώτων ελληνικών και λαογραφικών μουσείων. Η αφήγηση της ιστορίας συνοδευόταν από εικόνες, ιστορικά ντοκουμέντα στις περισσότερες περιπτώσεις και ήταν χωρισμένη σε τρία μέρη: στην ιστορία της ίδρυσης των πρώτο - μουσείων διεθνώς, στην ιστορία της δημιουργίας των πρώτων ελληνικών αρχαιολογικών μουσείων και στην ίδρυση των πρώτων ελληνικών λαογραφικών μουσείων.
Δήμητρα Συμεωνίδου
22.05.2013,  http://www.xronos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου