|
Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014
Αν ζούσε σήμερα ο φιλέλληνας λόρδος
Βύρωνας, θα ήταν μνημονιακός και, ως προσωπικότητα, θα μπορούσε να
συγκριθεί με έναν ποπ σταρ. Τον Μάικλ Τζάκσον. Δεν θα ήταν ένας Τσε
Γκεβάρα, αλλά θα έκανε ευχαρίστως παρέα μαζί του. Οσο ακραίοι και αν
ακούγονται οι ισχυρισμοί, έχουν βάση. Ανήκουν στον κορυφαίο Βρετανό
νεοελληνιστή και διευθυντή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Kings
College του Λονδίνου, Ρόντρικ Μπίτον, τον παθιασμένο μελετητή του
δημοτικού μας τραγουδιού και της Γενιάς του '30.
Με την υπό έκδοση και στην Ελλάδα μονογραφία του «Ο πόλεμος του
Βύρωνα» (μτφρ.: Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πατάκη) κάνει τομή αξιοποιώντας
και φέρνοντας για πρώτη φορά στο φως αδημοσίευτο υλικό από πρωτογενείς
ελληνικές πηγές.
Και αν αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν να ήταν μνημονιακός αυτός ο πρώιμος πρόδρομος ακτιβιστής, που κάποια στιγμή αποφάσισε να αφιερωθεί στον Αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, ιδού η απάντηση του Μπίτον: «Ο Βύρωνας ήταν υπέρ της ένταξης μιας ανεξάρτητης Ελλάδας μέσα στο οικονομικό και διπλωματικό σύστημα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Αρα, με τα σημερινά δεδομένα, θα υποστήριζε τα δάνεια από την τρόικα και τα συνεπαγόμενα μέτρα που επιβάλλονται στην Ελλάδα».
Τον φορέα των ιδεών του ΣΥΡΙΖΑ τον ανακαλύπτει στο πρόσωπο του Γέρου του Μοριά: «Ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη, αφού δυσπιστούσε στα ξένα δάνεια, θα καταψήφιζε το Μνημόνιο και θα επέμενε στην απόλυτη ελευθερία - έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε.».
- Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κανείς δεν θα υποπτευόταν ότι ο Καβάφης θα ξεσήκωνε κοινωνική θύελλα, στην οποία θα εμπλέκονταν ακόμα και πολιτικά κόμματα, λόγω της ανάρτησης, σε μαζικά μέσα μεταφοράς, απομονωμένου, του καβαφικού στίχου «είν' επικίνδυνον πράγμα η βία».
«Από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του ποιητή, τυπώνεται και κυκλοφορεί, ο ποιητικός λόγος γίνεται "κοινωφελής" - για να έρθω στα λόγια ενός άλλου μεγάλου ποιητή, του Εζρα Πάουντ. Το πώς τον μεταχειρίζονται άλλοι και με ποια σκοπιμότητα είναι ζητήματα γούστου, επιστημονικής αξιοπρέπειας ή ακόμα και πολιτικής αγωγής, ανάλογα με τις περιστάσεις. Ο λόγος του Καβάφη δεν προσφέρεται εύκολα στη συνθηματολογία. Αλλά κάτι σημαίνει αν τα λόγια του Αλεξανδρινού έχουν τη δύναμη να αναστατώσουν τον κόσμο, στα 2013 μ.Χ. Ο ίδιος ο Καβάφης, αν ζούσε σήμερα, θα μπορούσε να παίξει γοητευτικά με τις ειρωνικές διαστάσεις του γεγονότος, φτιάχνοντας καινούργιο, και μάλιστα πολύ "καβαφικό", ποίημα».
- Εχουν γραφτεί αρκετές βιογραφίες του Βύρωνα. Η δική σας ποιο κενό πράγματι καλύπτει;
«Το βιβλίο ξεκινά με το πρώτο ταξίδι του Βύρωνα στην Ελλάδα το 1809-11, όταν έκανε μεγάλη περιοδεία και ζούσε κάμποσο καιρό στην Αθήνα, στη σημερινή Πλατεία Λυσικράτους, στην Πλάκα. Τότε ήταν που αγανάκτησε με την αρπακτικότητα του Λόρδου Ελγιν στην Ακρόπολη και έμαθε τα πρώτα προ-επαναστατικά συνθήματα που κυκλοφορούσαν. Ομως, να είμαστε ειλικρινείς, εκείνη την εποχή της ζωής του δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τις ελπίδες των υπόδουλων Ρωμιών. Επρεπε να μεσολαβήσουν πάρα πολλά πράγματα ώσπου να γίνει ο Βύρωνας ο "φιλέλληνας" που θα δοξαζόταν αργότερα».
- Κάνατε κάποια «ανακάλυψη» που ανατρέπει κάτι από όσα ήδη γνωρίζουμε;
«Η πιο σημαντική ανακάλυψη, πιστεύω, είναι η πραγματική συμβολή του Βύρωνα στον Αγώνα.
- Τι εννοείτε;
«Η συμβολή αυτή ούτε "ηρωική" ούτε στρατιωτική ή στρατηγική ήταν, αλλά μόνο πολιτική. Ο Βύρωνας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση από τις αναπόφευκτες εμφύλιες συγκρούσεις μέσα στην Επανάσταση - και μάλιστα με το αποτέλεσμα που γνωρίζουμε σήμερα. Δηλαδή, παρέα με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο Βύρωνας έσπρωξε το νεογέννητο ελληνικό κράτος προς την κατεύθυνση της διεθνούς αναγνώρισης και της αποκατάστασής του ως εθνικού κράτους, φαινόμενο πρωτοφανές στην Ευρώπη της εποχής».
- Η έρευνά σας εστιάζεται στην περίοδο μεταξύ 1809 και 1823. Αναζητήσατε τα «ψυχολογικά και διανοητικά» κίνητρα της δεύτερης καθόδου του Βύρωνα στην Ελλάδα. Τελικά, ποια ανακαλύψατε ότι είναι;
«Κάποια είναι τυχαία, κάποια άλλα εντελώς προσωπικά, η πορεία του Βύρωνα προς τον ελληνικό αγώνα δεν είναι καθόλου προκαθορισμένη. Και κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ο ίδιος, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, από τον καιρό που παίρνει την απόφαση για την Ελλάδα, δεν εξήγησε ποτέ με πειστικό τρόπο τα κίνητρά του. Δεν αποκλείεται μερικά από τα κίνητρα αυτά να παρέμειναν σκοτεινά ακόμα και στον ίδιο - ο οποίος κάποτε φαίνεται ότι ξαφνιάζεται με την ίδια του την απόφαση. Μια που θα την πάρει, όμως, δεν οπισθοδρομεί. Ο Βύρωνας της Κεφαλονιάς και του Μεσολογγίου είναι άλλος άνθρωπος από το γνωστό δανδή-ποιητή. Και, ουσιαστικά, ούτε ποιήματα γράφει από τότε. Πεθαίνει ως πολιτικός ηγέτης, όχι ως ποιητής».
- Στην προηγούμενη συζήτησή μας, ενώ ακόμα πραγματοποιούσατε την έρευνά σας, αναρωτιόσασταν τι μπόρεσε να κατανοήσει ο Βύρωνας από τον Αγώνα των επαναστατημένων Ρωμιών, τι κουβαλούσε ο ίδιος από τις εμμονές του και, τέλος, μήπως ρίζωσε κάτι από αυτές στην ελεύθερη πια Ελλάδα. Σήμερα ποιες απαντήσεις δίνετε στα ερωτήματα;
«Αυτά που κουβαλούσε μαζί του ουσιαστικά είναι οι προσωπικές και ποιητικές εμμονές που έτσι μεταμορφώνονται σε δράση. Ο Βύρωνας είχε μεταμορφωθεί μέχρι να φτάσει στο Μεσολόγγι. Με την αίγλη της παρουσίας του και το "θρύλο" που ήδη ζούσε, το πρόσωπο του Βύρωνα έδωσε κύρος στις πολιτικές εκτιμήσεις του, οι οποίες ταυτίζονται με τις πολιτικές εκτιμήσεις του Μαυροκορδάτου. Εξηγούμαι. Σύμφωνα με τον Βύρωνα (και τον Μαυροκορδάτο), η Ελλάδα έπρεπε να εφεύρει καινούργιο πολίτευμα, υποδειγματικό για την υπόλοιπη Ευρώπη, ένα πολιτικό σύστημα το οποίο να βασιστεί στο λαό και στις ανάγκες του. Το καινούργιο κράτος έπρεπε να ενδυναμωθεί από μια γερή και σοβαρή οικονομική πολιτική (ιδού συμπτώσεις με το σήμερα!) και να επωφεληθεί από την αναγνώριση και τη συμφεροντολογική εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων (ιδού και πάλι!). Αυτές οι βασικές αρχές, πιστεύω, αποτελούν την πολιτική παρακαταθήκη του Βύρωνα για την Ελλάδα».
- Ο Βύρωνας δεν ήρθε, πάντως, για να θυσιαστεί για τον Αγώνα.
«Οχι. Πρόκειται για μια ρομαντική παρεξήγηση που ξεκινά λίγες ημέρες μόνο μετά το θάνατό του στο Μεσολόγγι, με τον επικήδειο λόγο που εκφωνεί ο Σπ. Τρικούπης. Αλλά ο Τρικούπης μόνο μία φορά είχε συναπαντηθεί με τον Βύρωνα. Υστερα η παρεξήγηση παίρνει μυθικές διαστάσεις, ιδιαίτερα στις πολλαπλές βιογραφίες του ποιητή. Αλλά υπάρχουν άφθονα τεκμήρια: ο ίδιος δεν είχε σκοπό να πεθάνει στην Ελλάδα, ούτε μάλλον να μείνει εκεί, από τον καιρό που θα πάψει να είναι πια "χρήσιμος" (δική του η έκφραση, που την επαναλαμβάνει επίμονα). Η δράση του, σύμφωνα με τον ίδιο, έπρεπε να ξεκινήσει για καλά μόνο με την άφιξη του τεράστιου δανείου από το Λονδίνο - γεγονός που μοιραία θα συμπέσει με το χαμό του τον Απρίλη του 1824 και, κατά συνέπεια, με το χαμό επίσης των περισσότερων χρημάτων...».
- Επασχε πράγματι από μανιοκατάθλιψη;
«Μάλλον διπολικός ήταν, με τα σημερινά δεδομένα. Ανθρωπος των άκρων ήταν, που ζούσε πάντοτε στα άκρα της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτά πολέμησε να κάνει κατανοητά με την ποίησή του. Είχε και εξαιρετική, αν όχι μοναδική για την εποχή του, επίγνωση του εαυτού του. Σαν να είχε γητευτεί από την ίδια την ψυχοσύνθεσή του όπως γητεύτηκαν τόσοι άλλοι, κινούμενος από ειλικρινή περιέργεια για το γρίφο που είναι ο δικός του χαρακτήρας. Ηταν ειρωνιστής, βέβαια, σκεπτικιστής - πολύ μοντέρνος εν ολίγοις. Και διέθετε ακόμη ένα χάρισμα: μπορούσε να διαμορφώσει και να μεταμορφώσει όχι μόνο τους πλασματικούς ήρωες των ποιημάτων του, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του μέσα στη ζωή του. Τελευταία και πιο "πλασματική" (όπως και αποτελεσματική) απ' όλες τις μεταμορφώσεις αυτές είναι η στροφή του από την ποίηση στην πράξη και από την αριστοκρατική ζωή του με την ερωμένη του στην Ιταλία, στους "Καημούς της Λιμνοθάλασσας" και τις φιλοδοξίες του για την Ελλάδα με τις οποίες θα πεθάνει».
- Στο βιβλίο σας συνδέετε την ελληνική Επανάσταση με την αγγλική φαντασία. Με ποιον τρόπο;
«Οι ρομαντικοί ποιητές της Ευρώπης ονειρεύτηκαν την Ελευθερία, όπως και ονειρεύτηκαν μια (αρχαία) Ελλάδα. Αργησαν να προσγειωθούν, μη λερωθούν από το βόρβορο της πολιτικής δράσης. Ο Βύρωνας, ύστερα από χίλιους δύο δισταγμούς, το πήρε απόφαση και μπήκε στον Αγώνα. Είναι σχεδόν μοναδική περίπτωση - η ρομαντική ποιητική να ολοκληρωθεί με την έμπρακτη πολιτική δράση».
- Την ειρωνική ποίησή του την έχετε συγκρίνει με την ποίηση του Καβάφη. Ηταν, πράγματι, τόσο σημαντικός ποιητής;
«Ηταν, βέβαια. Και είναι γεγονός ότι σήμερα εκτιμώνται περισσότερο τα ειρωνικά, κωμικά ποιήματα όπως ο "Beppo" και το σατιρικό έπος του "Don Juan", από τις ρομαντικές εξάρσεις του "Childe Harold's Pilgrimage" και των "Ανατολικών Διηγημάτων". Πιο ανθρώπινος, και εν πολλοίς πιο μοντέρνος, είναι ο Βύρωνας ως επιστολογράφος. Οι 13 τόμοι της αλληλογραφίας του αποτελούν αριστούργημα του είδους».
- Ο Βύρωνας σκεπτόταν να μεταβεί από την Ιταλία στη Λατινική Αμερική προκειμένου να μετάσχει στα εκεί απελευθερωτικά κινήματα. Αν ζούσε σήμερα, σε ποια ανήσυχη «εστία» της υφηλίου θα επιθυμούσε να βρεθεί;
«Ο Βύρωνας, όπως ήταν, δεν θα μπορούσε να ζήσει σήμερα. "Μοντέρνος" για την εποχή του, υπήρξε - αλλά είναι ακατανόητο να φανταστούμε τον αριστοκράτη-δανδή-ποιητή στις μέρες μας. Ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ. Αλλά ο ίδιος ο Βύρων αποτελεί έναν από τους παράγοντες που συνέβαλαν στο να αλλάξει αυτός ο κόσμος ώστε να γίνει ο δικός μας».
- Τηρουμένων των αναλογιών, για την εποχή του, ήταν ένας Τσε Γκεβάρα;
«Για τον Τσε δεν ξέρω. Πάντως, αν είχε επιλέξει τελικά τη Νότια Αμερική και όχι την Ελλάδα, θα μπορούσαν να κάνουν παρέα!».
- Με ποια σύγχρονη προσωπικότητα μπορεί να συγκριθεί;
«Με τον Μάικλ Τζάκσον. Αλλά μόνο μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει να κατεβεί στην Ελλάδα. Από τη στιγμή εκείνη, ο Βύρωνας είναι μοναδικός».
- Η σημερινή Ελλάδα θα τον απωθούσε;
«Σε άλλη συνέντευξη που έκανα, με ρωτούσαν αν θα ήταν, με τα σημερινά δεδομένα, "μνημονιακός". Μάλλον ναι. Αρα θα τον αντιπαθούσαν οι... αντιμνημονιακοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου