- στο diastixo.gr
της Πέρσας Σούκα
Στις 18 Ιανουαρίου του 1984 φεύγει από τη ζωή ο σημαντικότερος συνθέτης του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δηλώνει τότε: «νιώθω ότι στο πρόσωπό του αποκτήσαμε τώρα πια έναν πρεσβευτή ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και τον θεό».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννιέται το 1915 στα Τρίκαλα την ίδια ακριβώς μέρα που πέθανε... στις 18 Ιανουαρίου.
Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είναι αυτός που του δίνει τα πρώτα ακούσματα παίζοντας στο μαντολίνο του κλέφτικα τραγούδια. Σε ηλικία 11 χρονών το μαντολίνο γίνεται δικό του, αφού ο πατέρας του δε βρίσκεται πια στη ζωή (το μαντολίνο όμως έχει μετατραπεί ήδη από κάποιον οργανοποιό σε μπουζούκι).
Στο γυμνάσιο ο Τσιτσάνης μαθαίνει να παίζει βιολί συμμετέχοντας παράλληλα και σε εκδηλώσεις της πόλης του. Όμως ο ήχος από τις χορδές του μπουζουκιού αντηχεί αλλιώς στην ψυχή του κι έτσι αρχίζει να γράφει ως έφηβος τα πρώτα του τραγούδια.
Τελειώνοντας το σχολείο έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Παράλληλα με τις σπουδές του δουλεύει τα βράδια στις ταβέρνες. Κάποια στιγμή γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον συστήνει σε εταιρεία δίσκων. Το 1937 ηχογραφεί για πρώτη του φορά συνθέσεις του –«Αρχόντισσα», «Να γιατί γυρνώ», «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου»– που ερμηνεύουν οι Στράτος Παγιουμτζής, Στελλάκης Περπινιάδης, Κερομύτης, Μάρκος Βαμβακάρης. Ο Τσιτσάνης καταφέρνει και ανοίγει τον δρόμο στο λαϊκό τραγούδι απευθυνόμενος πια σε περισσότερο κόσμο, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν απαγορευμένο από τη δικτατορία του Μεταξά. Η Κατοχή τον βρίσκει να εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Αμέσως μετά τον πόλεμο, αφού ξανανοίγουν τα εργοστάσια δίσκων, ξεκινά να ηχογραφεί τραγούδια-θρύλους πια της ελληνικής μουσικής, την «Αχάριστη»,το «Μπαξέ τσιφλίκι» «Τα πέριξ»«Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος στην αγάπη, «Ντερμπεντέρισσα» και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» το μεγαλύτερο και διαχρονικότερο ζεϊμπέκικο του λαϊκού τραγουδιού.
Επιστρέφει στην Αθήνα το 1946 κι αρχίζει τις ηχογραφήσεις με νέους τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Μαρίκα Νίνου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, δίνοντάς τους επιτυχίες αξεπέραστες στον χρόνο: «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Έλα όπως είσαι»...
Στα τέλη της δεκαετίας του '50, όπου εμφανίζεται η μόδα της αραβικής και ινδικής μελωδίας, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να μπει κι αυτός κατά κάποιον τρόπο στο κλίμα, χωρίς όμως να προδώσει τις μουσικές του πεποιθήσεις και το ύφος του, συνεχίζοντας να γράφει τραγούδια-ορόσημα –«Ίσως αύριο», «Τα ξένα χέρια», «Τα λιμάνια», «Μείνε, αγάπη μου, κοντά μου», «Κορίτσι μου, όλα για σένα», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Της γερακίνας γιος», «Δηλητήριο στη φλέβα»– ερμηνευμένα από τους Στέλιο Καζαντζίδη, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Πάνο Γαβαλά, Μανώλη Αγγελόπουλο, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Σταμάτη Κόκοτα.
Το 1980 η Unesco αναλαμβάνει να ηχογραφήσει έναν διπλό δίσκο με τίτλο Χάραμα, το όνομα του μαγαζιού όπου εμφανιζόταν ο συνθέτης για πάνω από μια δεκαετία. Στη συγκεκριμένη έκδοση παίζει τα τραγούδια του αλλά και κάποιους αυτοσχεδιασμούς στο μπουζούκι. Το 1985 ο δίσκος παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross, μα ο Τσιτσάνης δε βρίσκεται εκεί, αφού έχει φύγει από τη ζωή έναν χρόνο πριν...
Ο συνθέτης αφήνει πίσω του ένα τεράστιο έργο, πάνω από 600 τραγούδια, χαρίζοντας απλόχερα μια θαυμάσια πολιτιστική κληρονομιά σε όλους τους Έλληνες που ακόμη τραγουδούν, χορεύουν, συγκινούνται, ερωτεύονται, αφορίζουν, ξεδίνουν, απαρνιούνται μέσα από τις αθάνατες μελωδίες και τους στίχους του.
Ό,τι και να ειπωθεί γι' αυτό τον μεγάλο δημιουργό ίσως να ακουστεί λίγο· μόνο ο ίδιος μπορεί να περιγράψει τον εαυτό του, τα συναισθήματά του και τις σκέψεις του λέγοντας πως «τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, η φαντασία μου φτερούγησε παντού, έγραψα τραγούδια για την Ελλάδα, τη λευτεριά, τη φτώχεια, την αδικία, τον πόνο, την ελπίδα... έγραψα, και πόσα τραγούδια δεν έγραψα για τη γυναίκα, την ξενιτιά, την εργατιά, τη μάνα και το ανικανοποίητο... μουσική και λόγια βγαλμένα από την καρδιά μου, παιγμένα από τα χέρια μου και μιλημένα σαράντα χρόνια τώρα στο σανίδι, στο πάλκο...»
Στις 18 Ιανουαρίου του 1984 φεύγει από τη ζωή ο σημαντικότερος συνθέτης του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δηλώνει τότε: «νιώθω ότι στο πρόσωπό του αποκτήσαμε τώρα πια έναν πρεσβευτή ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και τον θεό».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννιέται το 1915 στα Τρίκαλα την ίδια ακριβώς μέρα που πέθανε... στις 18 Ιανουαρίου.
Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είναι αυτός που του δίνει τα πρώτα ακούσματα παίζοντας στο μαντολίνο του κλέφτικα τραγούδια. Σε ηλικία 11 χρονών το μαντολίνο γίνεται δικό του, αφού ο πατέρας του δε βρίσκεται πια στη ζωή (το μαντολίνο όμως έχει μετατραπεί ήδη από κάποιον οργανοποιό σε μπουζούκι).
Στο γυμνάσιο ο Τσιτσάνης μαθαίνει να παίζει βιολί συμμετέχοντας παράλληλα και σε εκδηλώσεις της πόλης του. Όμως ο ήχος από τις χορδές του μπουζουκιού αντηχεί αλλιώς στην ψυχή του κι έτσι αρχίζει να γράφει ως έφηβος τα πρώτα του τραγούδια.
Τελειώνοντας το σχολείο έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Παράλληλα με τις σπουδές του δουλεύει τα βράδια στις ταβέρνες. Κάποια στιγμή γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον συστήνει σε εταιρεία δίσκων. Το 1937 ηχογραφεί για πρώτη του φορά συνθέσεις του –«Αρχόντισσα», «Να γιατί γυρνώ», «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου»– που ερμηνεύουν οι Στράτος Παγιουμτζής, Στελλάκης Περπινιάδης, Κερομύτης, Μάρκος Βαμβακάρης. Ο Τσιτσάνης καταφέρνει και ανοίγει τον δρόμο στο λαϊκό τραγούδι απευθυνόμενος πια σε περισσότερο κόσμο, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν απαγορευμένο από τη δικτατορία του Μεταξά. Η Κατοχή τον βρίσκει να εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Αμέσως μετά τον πόλεμο, αφού ξανανοίγουν τα εργοστάσια δίσκων, ξεκινά να ηχογραφεί τραγούδια-θρύλους πια της ελληνικής μουσικής, την «Αχάριστη»,το «Μπαξέ τσιφλίκι» «Τα πέριξ»«Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος στην αγάπη, «Ντερμπεντέρισσα» και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» το μεγαλύτερο και διαχρονικότερο ζεϊμπέκικο του λαϊκού τραγουδιού.
Επιστρέφει στην Αθήνα το 1946 κι αρχίζει τις ηχογραφήσεις με νέους τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου, η Μαρίκα Νίνου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, δίνοντάς τους επιτυχίες αξεπέραστες στον χρόνο: «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Έλα όπως είσαι»...
Στα τέλη της δεκαετίας του '50, όπου εμφανίζεται η μόδα της αραβικής και ινδικής μελωδίας, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να μπει κι αυτός κατά κάποιον τρόπο στο κλίμα, χωρίς όμως να προδώσει τις μουσικές του πεποιθήσεις και το ύφος του, συνεχίζοντας να γράφει τραγούδια-ορόσημα –«Ίσως αύριο», «Τα ξένα χέρια», «Τα λιμάνια», «Μείνε, αγάπη μου, κοντά μου», «Κορίτσι μου, όλα για σένα», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Της γερακίνας γιος», «Δηλητήριο στη φλέβα»– ερμηνευμένα από τους Στέλιο Καζαντζίδη, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Πάνο Γαβαλά, Μανώλη Αγγελόπουλο, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Σταμάτη Κόκοτα.
Το 1980 η Unesco αναλαμβάνει να ηχογραφήσει έναν διπλό δίσκο με τίτλο Χάραμα, το όνομα του μαγαζιού όπου εμφανιζόταν ο συνθέτης για πάνω από μια δεκαετία. Στη συγκεκριμένη έκδοση παίζει τα τραγούδια του αλλά και κάποιους αυτοσχεδιασμούς στο μπουζούκι. Το 1985 ο δίσκος παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross, μα ο Τσιτσάνης δε βρίσκεται εκεί, αφού έχει φύγει από τη ζωή έναν χρόνο πριν...
Ο συνθέτης αφήνει πίσω του ένα τεράστιο έργο, πάνω από 600 τραγούδια, χαρίζοντας απλόχερα μια θαυμάσια πολιτιστική κληρονομιά σε όλους τους Έλληνες που ακόμη τραγουδούν, χορεύουν, συγκινούνται, ερωτεύονται, αφορίζουν, ξεδίνουν, απαρνιούνται μέσα από τις αθάνατες μελωδίες και τους στίχους του.
Ό,τι και να ειπωθεί γι' αυτό τον μεγάλο δημιουργό ίσως να ακουστεί λίγο· μόνο ο ίδιος μπορεί να περιγράψει τον εαυτό του, τα συναισθήματά του και τις σκέψεις του λέγοντας πως «τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, η φαντασία μου φτερούγησε παντού, έγραψα τραγούδια για την Ελλάδα, τη λευτεριά, τη φτώχεια, την αδικία, τον πόνο, την ελπίδα... έγραψα, και πόσα τραγούδια δεν έγραψα για τη γυναίκα, την ξενιτιά, την εργατιά, τη μάνα και το ανικανοποίητο... μουσική και λόγια βγαλμένα από την καρδιά μου, παιγμένα από τα χέρια μου και μιλημένα σαράντα χρόνια τώρα στο σανίδι, στο πάλκο...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου