Σαράντα Cds με ορισμένα από τα
μεγαλύτερα επιτεύγματα της θρυλικής εταιρίας που ηχογράφησε στη Βιέννη
την επομένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:ΒΗΜΑ
Νέα Υόρκη, 1949. Τέσσερις
άνθρωποι με διαφορετικές προελεύσεις και ενασχολήσεις, ενώνουν τις
δυνάμεις τους σε έναν κοινό στόχο: να δημιουργήσουν μία νέα δισκογραφική
εταιρία. Εκείνη τη στιγμή είναι βέβαιο ότι, όσο κι αν η φιλοδοξία τους
είναι μεγάλη, ουδείς εξ αυτών μπορεί να φανταστεί ότι θέτουν τα θεμέλεια
ενός μύθου, της Γουεστμίνστερ: μιας εταιρίας που όχι μόνον έγραψε
ιστορία στη δισκογραφία, αλλά συνέβαλε αποφασιστικά στη διάσωση της
μεγάλης βιενέζικης παράδοσης, ιδίως στη μουσική δωματίου, στο
μεταπολεμικό κόσμο.
Οταν οι Χένρι Γκέιτζ, Τζέιμς Γκρέισον, Μάικλ Νάιντα και Κουρτ Λίστ ξεκινούσαν τη Γουεστμίνστερ, η μουσική βιομηχανία βρισκόταν στη διαδικασία μετάβασης από τους δίσκους των 78 στροφών σε εκείνους των 33 στροφών. Το νέο αυτό τεχνολογικό επίτευγμα δεν προσέφερε μόνον πενταπλάσιο χρόνο για κάθε δίσκο, αλλά και πολύ καλύτερη ποιότητα αναπαραγωγής του ήχου. Ετσι, στην πράξη, ένας νέος κόσμος ξεκινούσε από την αρχή, καθώς όλο το ρεπερτόριο ήταν τώρα υποψήφιο προς ηχογράφηση, ακόμα και εκείνο που είχε ηχογραφηθεί με τις παλιές τεχνολογίες πριν τον Πόλεμο.
Την ίδια στιγμή, το να ηχογραφήσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μία υπόθεση που ήδη είχε πολύ μεγάλο κόστος. Είχαν όμως ήδη διαπιστώσει ότι στη Βιέννη, που δεν ήταν για το αμερικανικό κοινό τόσο αποκρουστική όσο η Γερμανία, ζούσαν και αναζητούσαν με αγωνία εργασία ορισμένοι από τους μεγαλύτερους μουσικούς του κόσμου. Το 1949, η Αυστρία βρισκόταν υπό τετραπλή κατοχή, η ζωή είναι εξαιρετικά δύσκολη και η ανάγκη των περισσότερων από τους μουσικούς για χρήματα, προκειμένου να επιβιώσουν, κάτι παρά πάνω από επιτακτική.
Κάπως έτσι λοιπόν, ξεκινούν οι ηχογραφήσεις της Γουεστμίνεστερ, ιδίως στη μουσική δωματίου που, εκείνη την εποχή, δεν βρισκόταν ακόμα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των “μεγάλων” εταιριών, όπως της ΕΜΙ. Και μέσα από τη Γουέστμινστερ διασώζεται στο χρόνο η τέχνη σχημάτων όπως του Κουαρτέτου Μπαρίλι, η του Κουαρτέτου Κονζερτχάους της Βιέννης, αλλά και θρυλικών αρχιμουσικών όπως ο Ροζίνσκι ή ο Σέρχεν. Ετσι χτίστηκε ένας από τους πιο εντυπωσιακούς καταλόγους της δισκογραφίας, τον οποίο μία νέα έκδοση με σαράντα cds επαναφέρει σήμερα στη ζωή: η Westminster Legacy. Σε αυτή, περιλαμβάνονται ορισμένες από τις πλέον σημαντικές ηχογραφήσεις της εταιρίας, καθώς και κάποιες που δεν έχουν, μέχρι σήμερα, υπάρξει ποτέ σε cd.
Δυστυχώς, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Κορέα, όπου επανεκδόθηκε το σύνολο του καταλόγού της Γουεστμίνστερ σε δύο μεγάλα κουτιά, το ένα αφιερωμένο στην μουσική για ορχήστρα και το άλλο στη μουσική δωματίου, η ευρωπαική Γιουνιβέρσαλ στην οποιά ανήκει εδώ και χρόνια ο κατάλογος της Γουέστμινστερ, προτίμησε μία επιλογή. Είναι πάντως μία πολύ καλή και ουσιωδώς αντιπροσωπευτική επιλογή των επιτευγμάτων μιας μοναδικής στα δισκογραφικά χρονικά εταιρίας, που η ποιότητα της δουλειάς της ξαφνιάζει ακόμα και σήμερα, ενώ ο ρόλος της στη διατήρηση μιας μεγάλης πνευματικής κληρονομιάς, παραμένει ανυπέρβλητος. Επίσης, ο ήχος των ηχογραφήσεων αυτών ουδέποτε υπήρξε καλύτερος. Τέλος, μία μνεια είναι απαραίτητη για τα εξώφυλλα των δίσκων της Γουεστμίνστερ, που, με τον τρόπο τους, υπήρξαν κι αυτά κιβωτός μιας εικαστικής αισθητικής και τα οποία αναπαράγονται εδώ στην αυθεντική τους μορφή.
Οταν οι Χένρι Γκέιτζ, Τζέιμς Γκρέισον, Μάικλ Νάιντα και Κουρτ Λίστ ξεκινούσαν τη Γουεστμίνστερ, η μουσική βιομηχανία βρισκόταν στη διαδικασία μετάβασης από τους δίσκους των 78 στροφών σε εκείνους των 33 στροφών. Το νέο αυτό τεχνολογικό επίτευγμα δεν προσέφερε μόνον πενταπλάσιο χρόνο για κάθε δίσκο, αλλά και πολύ καλύτερη ποιότητα αναπαραγωγής του ήχου. Ετσι, στην πράξη, ένας νέος κόσμος ξεκινούσε από την αρχή, καθώς όλο το ρεπερτόριο ήταν τώρα υποψήφιο προς ηχογράφηση, ακόμα και εκείνο που είχε ηχογραφηθεί με τις παλιές τεχνολογίες πριν τον Πόλεμο.
Την ίδια στιγμή, το να ηχογραφήσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μία υπόθεση που ήδη είχε πολύ μεγάλο κόστος. Είχαν όμως ήδη διαπιστώσει ότι στη Βιέννη, που δεν ήταν για το αμερικανικό κοινό τόσο αποκρουστική όσο η Γερμανία, ζούσαν και αναζητούσαν με αγωνία εργασία ορισμένοι από τους μεγαλύτερους μουσικούς του κόσμου. Το 1949, η Αυστρία βρισκόταν υπό τετραπλή κατοχή, η ζωή είναι εξαιρετικά δύσκολη και η ανάγκη των περισσότερων από τους μουσικούς για χρήματα, προκειμένου να επιβιώσουν, κάτι παρά πάνω από επιτακτική.
Κάπως έτσι λοιπόν, ξεκινούν οι ηχογραφήσεις της Γουεστμίνεστερ, ιδίως στη μουσική δωματίου που, εκείνη την εποχή, δεν βρισκόταν ακόμα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των “μεγάλων” εταιριών, όπως της ΕΜΙ. Και μέσα από τη Γουέστμινστερ διασώζεται στο χρόνο η τέχνη σχημάτων όπως του Κουαρτέτου Μπαρίλι, η του Κουαρτέτου Κονζερτχάους της Βιέννης, αλλά και θρυλικών αρχιμουσικών όπως ο Ροζίνσκι ή ο Σέρχεν. Ετσι χτίστηκε ένας από τους πιο εντυπωσιακούς καταλόγους της δισκογραφίας, τον οποίο μία νέα έκδοση με σαράντα cds επαναφέρει σήμερα στη ζωή: η Westminster Legacy. Σε αυτή, περιλαμβάνονται ορισμένες από τις πλέον σημαντικές ηχογραφήσεις της εταιρίας, καθώς και κάποιες που δεν έχουν, μέχρι σήμερα, υπάρξει ποτέ σε cd.
Δυστυχώς, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Κορέα, όπου επανεκδόθηκε το σύνολο του καταλόγού της Γουεστμίνστερ σε δύο μεγάλα κουτιά, το ένα αφιερωμένο στην μουσική για ορχήστρα και το άλλο στη μουσική δωματίου, η ευρωπαική Γιουνιβέρσαλ στην οποιά ανήκει εδώ και χρόνια ο κατάλογος της Γουέστμινστερ, προτίμησε μία επιλογή. Είναι πάντως μία πολύ καλή και ουσιωδώς αντιπροσωπευτική επιλογή των επιτευγμάτων μιας μοναδικής στα δισκογραφικά χρονικά εταιρίας, που η ποιότητα της δουλειάς της ξαφνιάζει ακόμα και σήμερα, ενώ ο ρόλος της στη διατήρηση μιας μεγάλης πνευματικής κληρονομιάς, παραμένει ανυπέρβλητος. Επίσης, ο ήχος των ηχογραφήσεων αυτών ουδέποτε υπήρξε καλύτερος. Τέλος, μία μνεια είναι απαραίτητη για τα εξώφυλλα των δίσκων της Γουεστμίνστερ, που, με τον τρόπο τους, υπήρξαν κι αυτά κιβωτός μιας εικαστικής αισθητικής και τα οποία αναπαράγονται εδώ στην αυθεντική τους μορφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου