Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Αριες και μεταμοντέρνα σκηνική δράση

01/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
«Αναμονή για τη νύχτα» στο Θέατρο ΤέχνηςΗ ομάδα «Oper(O)» είχε μέχρι σήμερα οικειοποιηθεί με τολμηρή ελευθερία αριστουργήματα σαν την «Κάρμεν» και την «Τραβιάτα». Τώρα, σκοπεύοντας μακρύτερα, παρουσίασε ένα κολάζ από θεατρικά σπαράγματα του Μπέκετ και «πειραγμένα»
Η ομάδα «Oper(O)» είχε μέχρι σήμερα οικειοποιηθεί με τολμηρή ελευθερία αριστουργήματα σαν την «Κάρμεν» και την «Τραβιάτα». Τώρα, σκοπεύοντας μακρύτερα, παρουσίασε ένα κολάζ από θεατρικά σπαράγματα του Μπέκετ και «πειραγμένα» αποσπάσματα αριών από όπερες. Το αποτέλεσμα είχε πειστικότητα, ένταση και βάθος απήχησης


Του Γιάννη Σβώλου

Τελευταία, στην αθηναϊκή μουσική ζωή κατεβαίνουν όλο και συχνότερα προτάσεις αντισυμβατικών αντιμετωπίσεων της όπερας. Ο χρονισμός σίγουρα δεν είναι άσχετος προς τη δίκην οδοστρωτήρα επέλαση της οικονομικής κρίσης, που διέκοψε βίαια την τοξική ώσμωση lifestyle και πολιτισμού. Καθώς οι έννοιες του σημαντικού και του ορθού μετατοπίζονται και ξαναζυγιάζονται, οι συναντήσεις με την ουσία του πολιτισμού –εν προκειμένω με βαριά κεφάλαιά του όπως η όπερα και η κλασική μουσική– αποκτούν νέα δυναμική.

Τα μέλη της ομάδας «Oper(O)» διαθέτουν ήδη αρκετές ώρες γενναίας πτήσης σ’ αυτό το υπό συνεχή μεταμόρφωση πεδίο. Στις προηγούμενες δουλειές τους είχαν οικειοποιηθεί με τολμηρή ελευθερία κλασικά αριστουργήματα μεγάλου διαμετρήματος, όπως η «Κάρμεν» και η «Τραβιάτα». Λειτουργώντας με νεανική ορμή και αυτοπεποίθηση μέσα σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα έντασης και συλλογικής απόγνωσης, το πιο πρόσφατο εγχείρημά τους σκόπευσε ένα βήμα μακρύτερα εντάσσοντας στον διάλογο και το θέατρο. Την παρουσίασή του παρακολουθήσαμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο Θέατρο Τέχνης (26/9/2013).

Η «opera performance» «Αναμονή για τη νύχτα» είχε τη μορφή αρθρωτού μουσικού κολάζ φτιαγμένου από αναδιατυπωμένα, «πειραγμένα» αποσπάσματα αριών από όπερες και εμβόλιμα, κομβικά σπαράγματα θεατρικού λόγου του Μπέκετ. Η δραματουργία ολοκληρωνόταν με προβολές εικαστικών βίντεο και ηλεκτρονικά ηχητικά τοπία, που λειτουργούσαν συνεκτικά, δίνοντας σκηνική υπόσταση στον ψυχικό τόπο όπου εκτυλισσόταν η αφήγηση-δράση. Παρμένος από τον Μπέκετ ήταν τόσο ο τίτλος της παράστασης όσο και ο εκτενής υπότιτλος: «Μες στη σιωπή δε γνωρίζεις, πρέπει να συνεχίσεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω». Η μουσικοθεατρική ιδέα δουλεύτηκε συλλογικά από ολόκληρη την ομάδα και υλοποιήθηκε σκηνικά από τη σκηνοθέτρια Ειρήνη Γεωργαλάκη.

Αυτό που ακούσαμε ήταν μια ψυχολογικά ανήσυχη, συνειρμικά υπαγορευμένη συρραφή γνωστών αριών και τραγουδιών του 19ου, κυρίως, αιώνα: Μασνέ, Μπερλιόζ, Γκουνό, Μάλερ, Σούμπερτ, Ρίχαρντ Στράους, αλλά και Τζακομέλι, Γκλουκ, Πέρσελ. Τα κομμάτια επανενορχήστρωσαν με γνώση και ευαισθησία οι Νίκος Γαλενιανός και Γιώργος Ζιάβρας, ανανοηματοδοτώντας τα εύστοχα με αλλοιώσεις και αποκλίσεις˙ ο δεύτερος διηύθυνε επίσης το δεκαμελές σύνολο μουσικών.

Αυτό που είδαμε ήταν ένας υπαρξιακός σκηνικός μονόλογος με θέμα –θα το πω τελείως συνοπτικά– την αιώνια περιπέτεια της αυτοπραγμάτωσης στη δυστοπία του πολιτισμού. Το ανέβασμα της παράστασης στη σημερινή, ντόπια συγκυρία προσέδωσε στο όλο πειστικότητα, περισσότερη ένταση, βάθος απήχησης. Το σύνολο της βραδιάς μάς ταξίδεψε –όχι δίχως εσωτερική συνέπεια– σε έναν κόσμο κορεσμένων συγκινήσεων. Φυσικά, η φορτισμένη, γεμάτη έγνοια έκθεση προθέσεων από τους δημιουργούς δεν συνέπεσε απαραίτητα προς τον ανεξέλεγκτο χορό των συνειρμών, που ξεσήκωνε στον καθένα η παρακολούθηση της παράστασης: όλες αυτές οι μουσικές έχουν διανύσει αναρίθμητες διαδρομές στο εσωτερικό του καθενός και ο καμβάς των σημασιών –πόσο μάλλον των αφηγήσεων– που μπορεί να υφάνει η συνδυασμένη ακρόασή τους είναι απέραντος.

Καθώς η χώρα μας δεν συμμετείχε στις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ζυμώσεις, στο περιβάλλον των οποίων γεννήθηκε και εξελίχθηκε η όπερα, προβάλλει πάντα κάπως παράδοξο όταν κάποιοι Ελληνες καλλιτέχνες επιλέγουν να αναμετρηθούν μαζί της κατ’ ευθείαν στο πεδίο κάποιας μεταμοντέρνας σκηνικής δράσης…. Από την άλλη, έτσι επαληθεύεται –επιτέλους!– και βιωματικά επί ελληνικού εδάφους η ουσία της όπερας, δηλαδή η λειτουργία του ενοποιημένου πεδίου λόγου και μουσικής, όπου χωρούν να διατυπωθούν όλα όσα είναι ζητούμενο να περάσουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Την ωριαίας διάρκειας παράσταση έφερε αποκλειστικά στους ώμους της η μεσόφωνος Εριφύλη Γιαννακοπούλου, ενσαρκώνοντας άξια όλους τους ρόλους ενώ, ταυτόχρονα, απέδιδε κάθε μετάπτωση χαρακτήρα, κάθε κύμανση θερμοκρασίας του συναισθήματος. Μοναδική, πρακτική ένσταση στάθηκε η υπερβολική ηχητική ενίσχυση του τραγουδιού: ουσιαστικά περιττή στον μικρό, ηχηρό χώρο, αφαίρεσε μάλλον παρά πρόσθεσε συγκίνηση στην απήχηση της παράστασης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου