Πολιτισμική κληρονομιά: δύο έννοιες
που περικλείουν την ανθρώπινη δημιουργικότητα ανά τους αιώνες. Δημιουργία
αξιών, τρόπου ζωής, επιτευγμάτων, υψηλών και αξιοθαύμαστων έργων. Πρόκειται,
ίσως, για εκείνη την κληρονομιά που ο καθένας οφείλει να αποδεχτεί ως μέρος της
ίδιας του της ύπαρξης. Θέλοντας να αντισταθώ σε εκείνους που ισχυρίζονται ότι ο
πολιτισμός είναι κάτι που σβήνει σιγά σιγά, παραθέτω τη συνέντευξη ενός φοιτητή
της ηλικίας μας, που αποτελεί ζωντανό παράδειγμα διατήρησης και διαιώνισης της
ελληνικής παράδοσης, και συγκεκριμένα, εκείνης της πτυχής του πολιτισμού, που
αφορά στις αξίες και τα ιδιαίτερα στοιχεία της Κρήτης.
Ο Κωνσταντίνος Χνάρης, φοιτητής της
Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, μιλά για την παράδοση
του νησιού του, εκθέτοντας σε ένα πρώτο επίπεδο τις απόψεις του για την
αρχιτεκτονική της Αθήνας, και συγκρίνοντάς την με αυτήν της Κρήτης.
Αρχικά, αναφέρει πως η Αθήνα είναι
μία πόλη-σταθμός για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Κάποτε είχε
το δικό της ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα. Οι υπαίθριοι χώροι ήταν
περισσότεροι, η πόλη χαρακτηριζόταν από ομοιομορφία και οι άνθρωποι μπορούσαν
να κοιτάζουν τον ουρανό, ο οποίος τώρα κρύβεται από τα ψηλά κτίρια. Η άναρχη
δόμηση είναι εμφανής. Τα πολεοδομικά λάθη πολλά. Παρά την επικράτηση, ωστόσο,
του μοντερνισμού, η ύπαρξη κάποιων ιστορικών κτιρίων μαρτυρεί πως η πόλη δεν
έχει ξεχάσει τον πολιτισμό και την ιστορία της. Κρατά ως παρακαταθήκη στοιχεία
από το παρελθόν της, τα οποία όμως κινδυνεύουν να χαθούν μέσα σε ένα φαύλο
κύκλο συμφερόντων που αφορούν στην αρχιτεκτονική της πόλης. «Αυτό που εκτιμώ
στη σχολή μου είναι ότι μαθαίνεις μία τέχνη, είσαι σε θέση να προβληματιστείς
για το τι είναι «ωραίο», να εκφραστείς, να δημιουργήσεις, και εν τέλει, να
διαμορφώσεις έναν ολόκληρο τρόπο ζωής».
Τονίζει πως ο μοντερνισμός έχει
επηρεάσει και την αρχιτεκτονική της Κρήτης, όπου στις πόλεις κυριαρχούν οι
πολυκατοικίες, με εξαίρεση κάποια χωριά που διατηρούν τα δικά τους ιδιαίτερα
στοιχεία. Ωστόσο, αξίζει κανείς να σταθεί στην Κρήτη, όχι μόνο για την
αρχιτεκτονική της αξία, αλλά γιατί αποτελεί απόδειξη της συνέχειας μιας
παράδοσης, και κατ’ επέκταση, του πολιτισμού. Ο Κωνσταντίνος μας δίνει χρήσιμες
και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για εκείνα τα στοιχεία του πολιτισμού, που
αφορούν στη λαογραφία, το χορό και τη μουσική.
Η Κρήτη είχε μια πολύκροτη ιστορία
και δέχτηκε κατά καιρούς επιρροές από τους λαούς που θέλησαν να την
κατακτήσουν. Το τουρκικό και το ενετικό στοιχείο αλληλεπέδρασαν γόνιμα με το
τοπικό, χωρίς το δεύτερο να υποταχθεί στα πρώτα. «Οι άνθρωποι της Κρήτης είναι
άρρηκτα συνδεδεμένοι με την ιστορία και τον πολιτισμό της. Η μουσική και ο
χορός είναι αναπόσπαστα στοιχεία της ζωής τους και συνιστούν ένα βασικό τρόπο
διασκέδασής τους ακόμη και σήμερα. Η λύρα και το λαούτο αποτελούν τα κατεξοχήν
μουσικά όργανα της Κρήτης. Μέσα από τη λύρα και τα τραγούδια που αυτή
συνοδεύει, μπορεί κανείς να εκφράσει παράπονο, πόνο, πένθος, μοιρολόι, θλίψη,
αλλά και χαρά, αγάπη. Η μουσική οδηγείται στο αποκορύφωμά της μέσω του χορού, ο
οποίος ολοκληρώνει την έκφραση, συνδέει τον Κρητικό με τις ρίζες του, εκπέμπει
αξίες του παρελθόντος, όπως η λεβεντιά, η ανθρωπιά, το φιλότιμο. Ο χορός
αποτελεί τρόπο επικοινωνίας με τον εαυτό αλλά και με τους άλλους. Όλοι γίνονται
ένα αδιάσπαστο σύνολο, και αυτή η αίσθηση ενισχύεται από το γεγονός ότι οι
κρητικοί χοροί έχουν το στοιχείο της ατομικότητας. Στηρίζονται σε μια ομαδική
χορογραφία, αλλά ο καθένας έχει τη δυνατότητα να βγει μπροστά και να επιδοθεί
σε διάφορες φιγούρες, να εκφράσει αυτό που νιώθει, κάνοντας παράλληλα τους
άλλους να μετέχουν σε αυτό».
Στη μουσική και στο χορό έρχεται να
προστεθεί ένα στοιχείο, που αποτελεί ειδοποιό διαφορά της Κρήτης από τα
υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας, οι μαντινάδες. Οι μαντινάδες, αυτά τα τετράστιχα με
ομοιοκαταληξία, αποτελούν κομμάτι της παράδοσης, λαϊκή δημιουργία, και ως
τέτοια, εκφράζουν πόνο, καημό, λύπη, χαρά, έρωτα, ποικίλα συναισθήματα.
Τέσσερις και μόνο στίχοι, που ενέχουν το αλληγορικό στοιχείο, μπορούν να
αποτελέσουν αφορμή για ολόκληρες σελίδες ανάλυσης και ανακάλυψης νοημάτων. Ο
Κωνσταντίνος επισημαίνει πως οι μαντινάδες συνεχίζονται ακόμα και σήμερα. Οι
Κρητικοί, ευρισκόμενοι σε παρέες, ανταλλάσσουν μαντινάδες, διαμορφώνοντας ένα
γόνιμο πεδίο συζήτησης, και παράλληλα, μια ατμόσφαιρα φορτισμένη από
διαφορετικά συναισθήματα, που ενώνονται σε κάτι κοινό. «Η μαντινάδα ως τέχνη δε
διδάσκεται ούτε τη φτιάχνεις απλά για να εντυπωσιάσεις. Πρέπει να αισθανθείς
για να δημιουργήσεις, και το συναίσθημα προϋποθέτει βίωση εμπειριών, δυσκολιών,
ποικίλων καταστάσεων βγαλμένων από τη ζωή». Η ζωντάνια των μαντινάδων και η
συμβολική τους σημασία αποδεικνύεται από το γεγονός ότι συνεχίζεται, μέχρι και
σήμερα, να μελετάται με τόση προσοχή ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου,
ποίημα, που στη βάση του, είναι ένα οργανωμένο σύνολο από μαντινάδες. Όποιος το
μελετήσει, μπορεί να μάθει πολλά και για το ιδίωμα της Κρήτης. Οι Κρητικοί, ως
γνωστόν, αγαπούν τη γλώσσα τους, η οποία μιλιέται στο μεγαλύτερο κομμάτι του
νησιού. Επιπρόσθετα, μεγάλο μέρος ντόπιων, και κυρίως γερόντων, διατηρούν στην
ενδυμασία τους στοιχεία της παραδοσιακής κρητικής φορεσιάς, όπως είναι τα
στιβάνια(οι γνωστές μπότες) και το σαρίκι(ο κεφαλόδεσμος).
Τα ήθη και τα έθιμα δεν ξεχνιούνται
και συνεχώς αναβιώνονται. Ο Κωνσταντίνος, ως μέλος του λαογραφικού ομίλου του
Λάζαρου και του Μανώλη Χνάρη στην Κρήτη, και ως ανερχόμενος δάσκαλος κρητικών
χορών, συμμετέχει σε τέτοιου είδους προσπάθειες για την αναβίωση των εθίμων του
νησιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως μας εξηγεί, αποτελεί η αναβίωση του
παραδοσιακού τυροκομείου, που έγκειται στον τρόπο παρασκευής της μυζήθρας, οι
αποκαλούμενες κουρές, το κούρεμα των ζώων στα βουνά, και το ρακοκάζανο. Το
ρακοκάζανο αφορά στην παρασκευή της γνωστής σε όλους ρακής, συμβόλου της
φιλοξενίας, και η όλη διαδικασία συνοδεύεται από φαγοπότι και γλέντι, που
στοχεύει στο μόνιασμα των οικογενειών. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά και στη
μαχαιροποιία, ως τέχνη που αναπτύχθηκε, μεταξύ άλλων, στο νησί. Η κατασκευή του
μαχαιριού, ως βασικού στοιχείου της παραδοσιακής φορεσιάς, γίνεται με ιδιαίτερη
προσήλωση και συμβολίζει την ανάγκη προστασίας σε περίπτωση απειλής,
προσδίδοντας ένα είδος δύναμης και εξουσίας στον κάτοχό του.
Μετά, λοιπόν, από όσα είπαμε,
πιστεύω πως αξίζει κανείς να επισκεφτεί αυτό το μέρος, που μας φαίνεται συνάμα
τόσο οικείο αλλά και τόσο ξεχωριστό. Δεν είναι μόνο το φυσικό κάλλος που μπορεί
να απολαύσει κανείς, αλλά και η δυνατότητα επαφής με το κρητικό στοιχείο και
τις παραδόσεις του νησιού, η δοκιμή ιδιαίτερων εδεσμάτων και ποτών, η διαμονή
σε παραδοσιακούς οικισμούς, η συμμετοχή σε εκδηλώσεις και γλέντια, αλλά πάνω
απ’ όλα, η συνάντηση με ανθρώπους φιλόξενους και προσηλωμένους στην παράδοση.
Τελειώνοντας, ο Κωνσταντίνος
αναφέρει πως η Αθήνα ευνοεί την επαφή με το κρητικό στοιχείο για όποιον το
θελήσει. Υπάρχουν σύλλογοι ανά περιοχή όπου μπορεί να διδαχθεί κανείς τους
κρητικούς χορούς, καθώς επίσης και κέντρα διασκέδασης, όπου διοργανώνονται γλέντια
για τους λάτρεις της κρητικής μουσικής. Ο κόσμος, λοιπόν, και ιδιαίτερα οι
νέοι, έχουν στις μέρες μας μεγαλύτερες δυνατότητες και περισσότερα μέσα
γνωριμίας με κάτι διαφορετικό. «Παρά την ύπαρξη μεγαλύτερων δυνατοτήτων σήμερα,
το βίωμα παλαιότερα ήταν πιο δυνατό, γιατί οι δυσκολίες ήταν αυξημένες και
τίποτα δε θεωρούταν δεδομένο. Οι καταστάσεις ανάγκαζαν τους ανθρώπους να
δημιουργήσουν ισχυρούς δεσμούς και να ενωθούν κάτω από κάτι κοινό, βρίσκοντας
καταφύγιο στις παραδόσεις και τις αξίες τους. Εντούτοις, παρά τους
ασθενέστερους δεσμούς σήμερα, η παράδοση παραμένει ζωντανή και προσαρμόζεται
στα νέα δεδομένα. Δε σβήνει και ούτε πρέπει να σβήσει ποτέ. Αυτό αποδεικνύεται
από την ειλικρινή διάθεση όλο και περισσότερων νέων, οι οποίοι επιθυμούν να
γνωρίσουν τις διαφορετικές παραδόσεις της χώρας μας και να τις διατηρήσουν».
Αυτήν την άποψη ενστερνίζομαι και
εγώ. Για να συνεχίζει μια παράδοση να διατηρείται ζωντανή, σημαίνει ότι η
πολιτισμική μας κληρονομιά, της οποίας και είναι μέρος, διαιωνίζεται από γενιά
σε γενιά. Και η διαιώνιση προϋποθέτει θέληση και πραγματική αγάπη για τις
ιδιαίτερες αξίες κάθε τόπου και κάθε λαού. Αυτή είναι η απάντησή μου σε όσους
δεν έχουν την ψυχική δύναμη να διατηρήσουν και να κληροδοτήσουν τον πολιτισμό
μας στο μέλλον. Αν η αγάπη για την παράδοση και τον πολιτισμό θεωρείται από
πολλούς εθνικισμός, λάθος θεωρείται. Η ανάγκη διάσωσης του παρελθόντος δε
δηλώνει προγονοπληξία, αλλά σεβασμό στις αξίες και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων
μιας άλλης εποχής, σεβασμό στον ίδιο μας τον εαυτό. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε
ότι δε νοούμαστε μόνο ως όντα του παρόντος, αλλά και ως όντα διαχρονικά, που
κουβαλούν μέσα τους τη μνήμη του παρελθόντος και πρόκειται να υπάρξουν και σε
ένα αβέβαιο μέλλον. Η πολιτισμική κληρονομιά θα σβήσει μόνο όταν δε θα υπάρχει
πλέον κανένας αποδέκτης της. Όσο υπάρχει έστω και ένας που επιδιώκει τη
διατήρησή της, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο παραμένει ζωντανή. Σε αυτό το
σημείο, αξίζει να κλείσω το κείμενο με έναν ευχάριστο τρόπο, παραθέτοντας μια
μαντινάδα του Βάρδα από το Λασήθι:
Από τη Στεία ως τα Χανιά
όλη η Κρήτη αξίζει
ποιον κλώνο του βασιλικού
κόβεις και δε μυρίζει
Mαρία Κουλακίδου
Συγχαρητήρια για το ωραίο blog και κείμενο! Είναι πολύ σημαντικό που νέοι άνθρωποι διαφυλάσσουν την παράδοση και την μεταδίδουν στις νέες γενιές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και καθυστερημένα διάβασα το κείμενο όπως μου είπες, και έχω να σου πω ότι μου έδωσες έναν ακόμη λόγο να επισκεφτώ την Κρήτη!
ΑπάντησηΔιαγραφή