Ελένη Παρασκευή Μιχαηλίδου
280072
280072
Η πολιτική της Ε.Ε. για τον πολιτισμό θεμελιώνεται νομικά
στο άρθρο 167 της Συνθήκης ΣΛΕΕ*1,στο
οποίο περιλαμβάνονται οι βασικές κατευθύνσεις και επιδιώξεις της εν λόγω
κοινοτικής πολιτικής, δηλαδή η υποστήριξη της πολιτιστικής ανάπτυξης των
κρατών-μελών, ο σεβασμός και η διατήρηση της εθνικής ή περιφερειακής
πολιτισμικής ποικιλομορφίας, η διαφύλαξη
και αξιοποίηση των στοιχείων της κοινής ευρωπαικής πολιτισμικής κληρονομιάς.
Έχουν διατυπωθεί ισχυρές αμφισβητήσεις ως προς το κατά πόσο
είναι συμβατή η έννοια της «εθνικής» πολιτισμικής πολυμορφίας της Ευρώπης με
την έννοια της κοινής ευρωπαικής πολιτισμικής ταυτότητας. Θεωρητικά οι δύο
έννοιες δεν είναι εξ ορισμού ασύμβατες μεταξύ τους. Η διατήρηση της εθνικής
πολιτισμικής ταυτότητας δεν αποκλείει την ανάδειξη μιας κοινής ευρωπαικής
ταυτότητας, για την ιστορική συγκρότηση της οποίας ο πολιτισμός θεωρείται το
πιο βασικό συνδετικό στοιχείο*2.
Έτσι, για παράδειγμα, τα οπτικοακουστικά πολιτιστικά έργα μπορεί να είναι
ταυτόχρονα τόσο «παράθυρο στον κόσμο», όσο και «καθρέφτης της ζωής» μας. Βέβαια
ως ευρωπαική ταυτότητα πρέπει να εννοείται ένα μίνιμουμ κοινών πολιτισμικών
αξιών και γνωρισμάτων και όχι ένα άθροισμα αξιών και γνωρισμάτων των πολιτισμών
των κρατών-μελών. Υπάρχουν πάντως μελέτες*3
που έγιναν για λογαριασμό της Επιτροπής της Ε.Ε., οι οποίες, παρά την
σχετικότητα της αξία τους, έχουν καταλήξει σε συμπεράσματα που επιβεβαιώνουν
την ύπαρξη κοινού πολιτισμικού ευρωπαικού πνεύματος.
Το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινοτικής πολιτικής
για τον πολιτισμό είναι η αποφυγή ενός πλήρους και ολοκληρωμένου κανονιστικού
πλαισίου εναρμονισμένων διατάξεων. Κατά την Ε.Ε. η τυχόν εισαγωγή ενός τέτοιου
πλαισίου θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις επιδιώξεις της κοινοτικής πολιτικής
περί πολιτισμικής πολυμορφίας και διατήρησης εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας
των κρατών-μελών. Για τον λόγο προβλέπεται ρητά*4 ο αποκλεισμός ενός τέτοιου ενιαίου νομοθετικού πλαισίου στον
χώρο του πολιτισμού.
Μολονότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το ακριβές
περιεχόμενο της έννοιας «πολιτισμική πολυμορφία» η επιχειρηματολογία της Ε.Ε.
εμφανίζεται καταρχήν, πειστική και λογική,
ανεξάρτητα από το είδος των πραγματικών κινήτρων, κριτηρίων ή
σκοπιμοτήτων που την συνοδεύουν. Υπάρχει πάντως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα
με την οποία η κοινοτική αυτή επιλογή, ιδίως κάτω από τις σημερινές συνθήκες,
είναι απρόσφορη και λανθασμένη. Κατά την άποψη αυτή προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική
η πολιτιστική πολιτική της Ε.Ε. χρειάζεται αναβάθμιση της κοινοτικής
νομοθετικής ρυθμιστικής αρμοδιότητας*5.
Στην πράξη, βέβαια, ο τρόπος που η Ε.Ε. προάγει την
πολιτισμική πολυμορφία συχνά δεν είναι ο ενδεδειγμένος, αφού δεν είναι λίγες οι
φορές που συμβάλλει, κατ’ ουσία, στην διατήρηση ή και την διεύρυνση των
αποστάσεων μεταξύ των λαών της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται περισσότερο
το έλλειμμα της κοινής ευρωπαικής συνείδησης. Από μια άλλη πλευρά δεν είναι
λίγοι όσοι πιστεύουν πως η πολιτισμική πολυμορφία πρέπει να προσαρμοστεί
απόλυτα προς μια ομογενοποιημένη-οικονομικής προέλευσης και επιρροής-
ισοπεδωτική λογική παγκοσμιοποίησης.
Στον χώρο του ευρωπαικού πολιτισμού ο ρόλος της Κοινότητας
θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικός από τον σημερινό, ο οποίος είναι κατά βάση
υποστηρικτικός και συμπληρωματικός. Η κύρια αρμοδιότητα για πολιτισμικές
δράσεις εξακολουθεί να παραμένει στα
κράτη-μέλη, όπου, ως γνωστό, οι προσεγγίσεις στον πολιτιστικό τομέα αποκλίνουν
σημαντικά. Τα κράτη-μέλη διατηρούν την πρωτοκαθεδρία σε ένα τομέα μεγάλης
προτεραιότητας, που έχει σημασία όχι μόνο οικονομική, αλλά και πολιτική (π.χ.
προπαγάνδα). Η Ε.Ε. περιορίζεται στο να
ασκεί πιο ενεργό ρόλο στον τομέα
διαφύλαξης και ανάδειξης της κοινής ευρωπαικής πολιτισμικής κληρονομιάς.
Είναι αλήθεια πως ο πολιτισμός αποτέλεσε επί δεκαετίες ένα
υποτιμημένο και παραμελημένο πεδίο ενδιαφέροντος για την Κοινότητα. Αυτό
φαίνεται και από το γεγονός ότι συγκεκριμένη αναφορά σ’ αυτόν δεν υπήρχε στην
Συνθήκη πριν από το1992 (Συνθήκη Μάαστριχτ). Αλλά και σήμερα οι πόροι του
κοινοτικού προυπολογισμού για τον πολιτισμό εξακολουθούν να είναι σχετικά
περιορισμένοι. Επί πλέον οι αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Παιδείας και
Πολιτισμού της Επιτροπής είναι επίσης περιορισμένες, με αποτέλεσμα σε σημαντικά ζητήματα που αφορούν τον χώρο
του πολιτισμού οι πρωτοβουλίες νομοθετικής αντιμετώπισης να αναλαμβάνονται από
άλλες Γενικές Διευθύνσεις της Επιτροπής της Ε.Ε. Παρά την αύξηση ενδιαφέροντος
της Κοινότητας, που σημειώθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, ο πολιτισμός ακόμη
δεν έχει κατορθώσει να προσεγγίσει το επιβαλλόμενο από την σημασία του επίπεδο
αντιμετώπισης στην πολιτική της Ε.Ε.
Τα κίνητρα πίσω από την σημειωθείσα αύξηση του ενδιαφέροντος
σε κοινοτικό επίπεδο δεν είναι γνήσια πολιτισμικά. Η καθαρά ανθρωπιστική
διάσταση του ενδιαφέροντος της Κοινότητας για τον πολιτισμό είναι απογοητευτικά
περιορισμένη. Η συγκεκριμένη στάση υποβάθμισης δεν οφείλεται σε σύγχυση,
εσφαλμένη εκτίμηση ή πολιτική μυωπία, αλλά αποτελεί συνειδητή και ηθελημένη
επιλογή.
Εκείνο που φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο την Ε.Ε. είναι
η σημαντική οικονομική διάσταση*6,
που κρύβεται στην πολιτισμική βιομηχανία.
Ο πολιτισμός συμβάλλει στην ανάπτυξη οικονομικών
δραστηριοτήτων, προσελκύει επενδύσεις και τουριστικό ενδιαφέρον, δημιουργεί ή διατηρεί θέσεις απασχόλησης,
συνεισφέρει στους τομείς καινοτομιών και τεχνολογικών εξελίξεων, καθώς και σε
πολλούς άλλους τομείς ανάπτυξης, αποτελεί πηγή εσόδων, πλούτου και ανάπτυξης,
ευνοεί την επιχειρηματική ανταγωνιστικότητα. Η σημαντική οικονομική διάσταση
του πολιτισμού οδήγησε στο να θεωρηθεί ο πολιτισμός μια περιοχή απόλυτα
ενδεδειγμένη για την εξυπηρέτηση οικονομικών προτεραιοτήτων και επιδιώξεων*7.
Την τελευταία εικοσαετία παρατηρήθηκε νομοθετική παρέμβαση
της Κοινότητας σε αντικείμενα με σαφή πολιτιστική διάσταση (όπως τα
οπτικοακουστικά έργα) ακριβώς λόγω της συνυπάρχουσας σ’ αυτά οικονομικής
διάστασης τους. Η διττή (πολιτισμική και οικονομική) ιδιότητα των έργων αυτών
αναγνωρίστηκε ρητά από όλα τα βασικά κοινοτικά όργανα (ακόμη και από το
κοινοτικό Δικαστήριο).
Κατά το ίδιο διάστημα η Κοινότητα επικαλέσθηκε και
χρησιμοποίησε τον πολιτιστικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων έργων ως οικονομικό
εργαλείο ανταγωνισμού και προστατευτισμού, κυρίως έναντι των ΗΠΑ. Η στάση της
Ε.Ε. μάλιστα προκάλεσε σφοδρές και μακρόχρονες αντιπαραθέσεις σε επίπεδο
Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Τόσο η κοινοτική πολιτική όσο και οι εθνικές
πολιτικές των κρατών μελών, άλλοτε με την ανοχή και άλλοτε με την ευλογία της
Ε.Ε., φρόντισαν και εξακολουθούν να φροντίζουν για μια ειδική μεταχείριση των
οπτικοακουστικών έργων και μέσων, η οποία υπαγορεύεται από καθαρά οικονομικούς
λόγους.
Γίνεται λοιπόν ευχερώς αντιληπτό πως η θεσπισμένη απαγόρευση
εναρμονισμένης πολιτικής στον χώρο του πολιτισμού δεν μπόρεσε τελικά να σταθεί
εμπόδιο στην υλοποίηση της εξαίρεσης του κανόνα, δηλαδή στην επιλεκτική και
μάλιστα εκτεταμένη ρυθμιστική επέμβαση της Κοινότητας σε χώρους ζωτικού
οικονομικού ενδιαφέροντος, όπως είναι ο οπτικοακουστικός τομέας*8.
Η Ένωση, βέβαια, χωρίς να νοιάζεται μήπως κατηγορηθεί είτε
για πολιτική υποκρισία είτε για πολιτική αντίφαση και ασυνέπεια, δεν δίστασε να
επικαλεστεί, εκτός από την οικονομική διάσταση των εν λόγω έργων, και το
πολιτιστικό της ενδιαφέρον για τον πολιτιστικό χαρακτήρα και περιεχόμενο των εν
λόγω αγαθών ως σημαντικό λόγο που την ώθησε στην εν λόγω κανονιστική παρέμβαση
της, αν και στην πραγματικότητα το κύριο, αν όχι αποκλειστικό, κίνητρο της ήταν
οικονομικό.
Στη πραγματικότητα ο πολιτισμός σε κοινοτικό επίπεδο
χρησιμεύει περισσότερο ως ρητορικό επιχείρημα και πρόφαση για την δικαιολόγηση
και επίτευξη οικονομικών σκοπών. Η κοινωνικοπολιτική διάσταση του πολιτισμού
είναι υποβαθμισμένη. Η χρησιμότητα του πολιτισμού ως αντίδοτου στην κρίση αξιών
που βιώνει η Ευρώπη παραγνωρίζεται. Η συμβολή του πολιτισμού στην συγκρότηση
κοινωνικής συνοχής και ειρηνικής συνύπαρξης των κοινωνιών υποτιμάται.
Η άνιση αντιμετώπιση και μεταχείριση πολιτιστικών αγαθών, με
κύριο γνώμονα, την οικονομική διάσταση, αποτελεί τον κανόνα στη κοινοτική
πολιτική. Είναι σαφές πως όταν πρόκειται για πολιτιστικές δραστηριότητες που
δεν παρουσιάζουν αξιόλογο οικονομικό ενδιαφέρον (π.χ. οι σχετικές με τον χώρο
του βιβλίου και των εντύπων) ανάλογο με αυτό των οπτικοακουστικών μέσων η
Κοινότητα περιορίζεται περισσότερο σε υποτυπώδεις συμβολικές εκδηλώσεις και
περιορισμένη σχηματική υποστήριξη.
Ωστόσο πρέπει να αναγνωριστεί πως στην εποχή που ζούμε μια
κοινοτική πολιτική με γνήσια πολιτιστικούς στόχους θα ήταν εκ των πραγμάτων
δυσχερής σε κοινοτικό επίπεδο εξαιτίας πολλών παραγόντων.
Καταρχάς η συνολική πολιτική της Κοινότητας αλλά και οι
πολιτικές των κρατών-μελών που ηγούνται της Ε.Ε. εμπνέονται από ένα ακραίο
καπιταλιστικό, καταναλωτικό και ατομικιστικό πνεύμα, που δημιουργεί ένα
πλαίσιο, μέσα στο οποίο δεν μπορεί να αποδώσει μια καθαρά πολιτιστική πολιτική.
Οι «αξίες» του σύγχρονου πολιτικοοικονομικού συστήματος, που κυριαρχεί στην
Ευρώπη δεν είναι συμβατές με τις
απαραίτητες προυποθέσεις και συνεπαγωγές μιας ειλικρινούς και αυθεντικής
πολιτικής στον χώρο του πολιτισμού. Η κοινωνικοπολιτική διάσταση του πολιτισμού
εμπεριέχει έννοιες όπως αλληλεγγύη, συλλογικότητα, κοινωνική δικαιοσύνη,
ισοτιμία σχέσεων και συνεργασιών, δηλαδή έννοιες που κάθε άλλο παρά ευδοκιμούν
στην σημερινή Ευρώπη.
Πώς μπορεί να ανθήσει πνεύμα πολιτιστικής συνεργασίας ή να
ευδοκιμήσει αίσθημα πολιτιστικής κοινότητας μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. όταν οι
ίδιοι οι ηγέτες των μεγαλύτερων χωρών, που καθορίζουν την πολιτική της, έχουν
επιτεθεί στο μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας
στις δικές τους κοινωνίες ή όταν
έχουν καταφερθεί κατά της κουλτούρας των λαών των άλλων κρατών της Κοινότητας.;
Η προβληματική πολιτιστική πολιτική της Ε.Ε. έχει συντελέσει
στην παγίωση της πολιτισμικής ανισότητας, με καθημερινά παραδείγματα σε όλους
τους τομείς από την κατανομή των προγραμμάτων και των πόρων για τις
πολιτιστικές δραστηριότητες μέχρι την κατάσταση με τις γλωσσικές μεταφράσεις.
Οι ισχυρότερες χώρες βρίσκουν τον τρόπο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, να επιβάλλουν
την υπεροχή του πολιτισμού τους.
Το φαινόμενο αυτό δεν ξενίζει, βέβαια, καθώς δυστυχώς ο
πολιτισμικό-πολιτιστικό πεδίο δεν είναι πάντοτε περιοχή διαφάνειας και
αθωότητας. Άλλωστε, στο διάβα της ιστορίας, η κουλτούρα και η χρήση της έχουν
συνδεθεί αμέτρητες φορές με έννοιες και πρακτικές καταπίεσης, βίας,
εξουσιαστικής ηγεμονίας ή
καταδυνάστευσης και κάθε λογής ρατσισμού.
Κατά κανόνα σε κοινοτικό επίπεδο η χρήση της έννοιας και
όρου «ευρωπαικός» στον χώρο του πολιτισμού, διέπεται από μια απλή αθροιστική
λογική. Για παράδειγμα όταν γίνεται αναφορά στον ευρωπαικό κινηματογράφο ή στην
«ευρωπαική κινηματογραφική κληρονομιά» εννοείται ουσιαστικά ο κινηματογράφος
όλων των κρατών-μελών ή το σύνολο των κινηματογραφικών κληρονομιών των
κρατών-μελών. Όμως η πραγματική ευρωπαική διάσταση πρέπει να βρίσκεται πάνω και
πέρα από μια τέτοια λογική.
Ίσως όμως το βαθύτερο πρόβλημα να βρίσκεται στον εγγενή
κυρίαρχο «δυτικό» προσανατολισμό της ευρωπαικής ταυτότητας, η οποία δεν μπορεί
να λειτουργήσει απόλυτα σε μια διευρυμένη Κοινότητα, που περιλαμβάνει στις
τάξεις της λαούς παραδοσιακά «άλλους» ή «ξένους» για τον ευρωπαικό πολιτισμό.
Με άλλα λόγια για τον δυτικό πολιτισμό η πολιτισμική ετερογένεια στην Ευρώπη
έχει και τα όρια της. Το ίδιο και η αναζήτηση πολιτισμικών ομοιοτήτων. Από
κάποιο σημείο και έπειτα επιβάλλεται να υπάρχει μια διαδικασία μιας -λιγότερο ή περισσότερο- «υποχρεωτικής»
πολιτισμικής αφομοίωσης.
Όμως αυτή η αντίληψη και κυρίως η κατάχρηση της δεν απέχουν
πολύ από ένα είδος κρυφού ρατσισμού, που, δυστυχώς, δεν αποκλείεται, όπως
δείχνουν διάφορες τάσεις σε ισχυρές χώρες της δυτικής Ευρώπης, να
επισημοποιηθεί και νομιμοποιηθεί.
*1. Πρώην άρθρο
151 της Συνθήκης ΣΕΚ.
*2. Ο T.S.Elliott («Unity of European Culture:
Notes towards the Definition of Culture», Faber& Faber, G.B., 1948) διακήρυττε πως ο ευρωπαικός πολιτισμός είναι «ένας και πολυπολιτισμικός».
Ο Elliot πίστευε πως η μοναδικότητα της πολιτισμικής ταυτότητας κάθε
ατόμου δεν αποκλείει την ύπαρξη συγγενειών μεταξύ αλληλεπιδρώντων ατόμων, με
άξονα αναφοράς μια ορισμένη δέσμη κοινών αξιών. Κατά τον ίδιο το κοινό στοιχείο
του ευρωπαικού πολιτισμού είναι η αλληλοσχετιζόμενη ιστορία στοχασμών,
αισθημάτων και συμπεριφορών με αμοιβαίες ανταλλαγές στα πεδία τεχνών και ιδεών.
*3. Όπως η μελέτη
του Ιουνίου του 2006 με τίτλο «The Europeans,
Culture and Cultural Values»,
που έγινε για λογαριασμό της Γενικής Διεύθυνσης Παιδείας και Πολιτισμού της
Επιτροπής της Ε.Ε. Η μελέτη είχε αναγνωρίσει μια δέσμη κοινών ευρωπαικών αξιών
όπως η ελευθερία, η αλληλεγγύη, η πρόοδος, η ιστορική κληρονομιά, η διανοητική
ανησυχία και αναζήτηση, ο σεβασμός και η ανοχή στην ετερότητα. Σημειωτέον πως
τα συμπεράσματα της έχουν αμφισβητηθεί έντονα.
*4. Βλ. άρθρο 167
παρ.5 της Συνθήκης.
*5. Βλ. M.Holoubek, Dr. Damjanovic, M. Traimer: «Regulating Content: European Regulatory Framework for the Media and
related Creative Sectors»,
Kluwer Law International, Netherlands
(2007) σελ. 240. Κατά την άποψη αυτή η
πολιτισμική πολυμορφία μπορεί να υποστηριχτεί καλύτερα μέσα από ένα κοινό
ευρωπαικό μοντέλο στρατηγικής, παρά μέσα από εθνικές στρατηγικές. Κατά μία άλλη
άποψη η Ε.Ε. θα μπορούσε ήδη να έχει κάνει χρήση υπάρχουσας εντολής και να έχει
δημιουργήσει ένα πιο ευρύ και αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο κανονιστικής
δράσης, βλ. D. Ward: «The European Union and the Culture Industries: Regulation and the Public Interest», Ashgate Publishing Ltd, U.K. (2008) σελ.2-3.
*6. Σύμφωνα με
στοιχεία και εκτιμήσεις του 2008 ο συνολικός κύκλος εργασιών του πολιτιστικού
τομέα ανερχόταν στο 5% του συνολικού ΑΕΠ της Ε.Ε. και ο αριθμός απασχολουμένων
στο 6% του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων στην Ε.Ε.
*7. Ιδίως αυτών που
προήγαγε η Συνθήκη της Λισαβόνας. Για το θέμα αυτό βλ.:A. Littoz-Monnet: «The European Union and Culture: Between economic regulation and European cultural policy», Manchester
University Press, U.K. (2007).
*8. Με την γνωστή
ως «Τηλεοπτική» Οδηγία 89/552, η οποία αργότερα τροποποιήθηκε από την Οδηγία
97/36 και πιο πρόσφατα από την Οδηγία 2010/13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου