Τώρα που ξεμύτισε μια πρώιμη άνοιξη, είπα να πάω μια βόλτα στο
Αρχαιολογικό Μουσείο, για να ξεχάσω τα οχληρά, να φύγω λίγες ώρες σ’
άλλο κόσμο. Τις μεγαλοπρεπείς αίθουσες της κλασικής γλυπτικής, δεν ξέρω
γιατί, αλλά αυτήν τη φορά τις προσπέρασα – ίσως να με πλήγωνε η
αρτιότητα αυτών των ευσταλών σωμάτων θεών και ηρώων, το απόρθητο της
ομορφιάς τους. Χάζεψα λοιπόν τις προθήκες με τα μελανόμορφα αττικά
αγγεία, τη σιγουριά και την ελαφράδα αυτής της αμίμητης γραμμής, είδα
την ευπάθεια των ντελικάτων πραγμάτων και το εύθραυστο των μορφών σ’
έναν συγκολλημένο παναθηναϊκό αμφορέα κι έπιασα τον εαυτό μου να
σκέφτεται άθελά του ότι μόνο οι ραγισματιές ολοκληρώνουν την παράσταση
της πλήρους ζωής…
Μπροστά στον Αρπιστή της Κέρου αντιλαμβάνεται κανείς
πεντακάθαρα τη σχέση αφαίρεσης και ασυμμετρίας, την απόσταξη του φωτός
στη μορφή ενός ανοιχτού αινίγματος, τη δραστική λιτότητα των κυκλαδικών
ειδωλίων… Ύστερα γλιστράς εύκολα σ’ έναν κόσμο ονειροβασίας, πράσινο και
γαλανό κι ακατάστατο σαν παιδική ιχνογραφία, κατοικημένο από ιπτάμενα
ψάρια και αέρινες αντιλόπες, στέκεσαι σαν υπνωτισμένος μπροστά στην
ολάνθιστη παράσταση της «ανοιξιάτικης» καθώς λέγεται τοιχογραφίας της
Θήρας…
Σ’ ένα γλυπτικό σύμπλεγμα της Δήλου ένας μυώδης και τραγοπόδαρος
Πάνας προσπαθεί ν’ αρπάξει μια γυμνή Αφροδίτη, με τις καλύτερες
προθέσεις εννοείται…
Ο Έρωτας όμως που φτερουγίζει πάνω απ’ τον ώμο της
τον απωθεί από τα κέρατα κι εκείνη ετοιμάζεται να του φέρει ένα σανδάλι
στο κεφάλι. Αυτά παθαίνουν οι μουρντάρηδες, μόνο που οι αρχαίοι είχαν
αδυναμία στα σανδάλια κι εμείς στα τσόκαρα! Στάθηκα, τέλος, σε μια
οστεοθήκη από τις ακτές της Μικράς Ασίας που παρίστανε έναν Ηρακλή
λιγάκι πλαδαρό, κοιλαρά και τύφλα στο μεθύσι καθώς φαινόταν από την
ετοιμόρροπη στάση του σώματος. Τον υποβάσταζαν κωμικά ο Πάνας κι ένας
σάτυρος, αλλά, καθώς ο γίγαντας ακόμα και με τα χάλια που είχε ήταν
επίφοβος, ο σάτυρος προνοητικά του είχε βουτήξει το ρόπαλο… Το πιο
εντυπωσιακό παρέμενε το γεγονός ότι αυτή η συμποσιακή παράσταση ήταν
σκαλισμένη σε οστεοθήκη. Τσακίζει κόκαλα, σχολίαζε δίπλα μου ένας
γενειοφόρος, ακόμα και στον θάνατο τραβούσανε με κατευόδιο το γέλιο, οι
κερατάδες…
Θυμήθηκα τον Ανδρέα Εμπειρίκο: Γιατί οι Έλληνες, θαρρώ,
πρώτοι στον κόσμο εδώ κάτω έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ ART,
Ηρακλής Δ.Λογοθέτης τεύχος 303 στις 7 Μαρτίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου