Διάλογος χωρίς ρητορικές ερωτήσεις, που προκαταβάλλουν την απάντηση,
αυτονόητη άλλωστε, είναι συχνός όσο θάλασσα δίχως αλάτι. Και δεν είναι
νεοελληνική η συνήθεια. Δεν είναι καν αποκλειστικά ελληνική. Οι
ερωτήσεις του «μαιευτήρα» Σωκράτη, λ.χ., όπως τον σκηνοθετεί ο Πλάτωνας
στους Διαλόγους, ακόμα κι αν δεν θεωρηθούν τυπικά ρητορικές, είναι με
τόση ευφυΐα συγκροτημένες ώστε να οδηγούν τον συνομιλητή του στην άνευ
αμφισβητήσεων συμφωνία. Τι απαντάει συνήθως ο πνευματικός συμπότης του
φιλοσόφου; «Αληθώς τούτό γε λέγεις», «μάλιστα», «παντάπασιν», «πάνυ μεν
ουν», «κομιδή» και όσα άλλα σημαίνουν «αναμφίβολα», «ορθότατα», «μα
βέβαια».
Παλιά λοιπόν η μηχανή των ρητορικών ερωτημάτων και κοινόχρηστη.
Τη χρησιμοποίησα κι εγώ εδώ την περασμένη Κυριακή, ρωτώντας αν «έπαψαν ποτέ τα δημοτικά τραγούδια να είναι τεκμήρια βαθιάς ελληνικότητας ενώ έχουν ποικίλες ξένες λέξεις στον οργανισμό τους». Φυσικά και δεν έπαψαν, είτε με τη γλώσσα και τη δημιουργική της δύναμη συσχετίσουμε την ελληνικότητά τους, είτε με την καθαυτό καλλιτεχνική μαστορική (λ.χ. τα μοτίβα που διασχίζουν τον χρόνο σχεδόν άθικτα), είτε με τις αξίες που υπηρετούν αυθόρμητα και δίχως θεωρητικές επεξεργασίες τα τραγούδια αυτά. Τα οποία δεν θα πάψουν ποτέ να απαντούν, όσο τους θέτουμε ερωτήσεις που δεν υπαγορεύονται από διαθέσεις φολκλορικές ή εθνοκαπηλικές, με μία λέξη ανίδεες.
Το θέμα της καθαρότητας της γλώσσας μάς κυνηγάει από παλιά, συναρθρωμένο με το ζήτημα της φυλετικής ή εθνικής γνησιότητας. Οσοι ήθελαν να πιστεύουν (έχουμε και σήμερα τέτοιους ανιστόρητους) ότι τα κύτταρά μας εμπεριέχουν μικροσκοπικά ανάκλιντρα όπου ένας μίνι Σωκράτης συνεχίζει να συνδιαλέγεται με μίνι Φαίδρους, θεωρούσαν τα δημοτικά λερωμένα σαν τη φουστανέλα όσων τα έπλαθαν. Υπήρξαν μάλιστα και προσπάθειες μεταγραφής τους σε ψυχρά αρχαία, στα σοβαρά ή σαν σκώμμα κατά των αρχαϊστών, όπως εδώ από τον Δ. Γρ. Καμπούρογλου: «Του Κίσσου η μήτηρ κάθητο επ’ όχθης ποταμίου, / ήριζε τοίνυν μετ’ αυτού και το ελιθοβόλει…». Αργότερα, θυμωμένος με τους καθαρευουσιάνους, ο Παλαμάς μεταγλώττισε τον Υμνο: «Γινώσκω σ’ εκ της κόψεως / του ξίφους της δεινής...». Ξανατόνισε έτσι σαρκαστικά όσα έλεγε στον «Διάλογο» ο Σολωμός–Ποιητής περί «διεφθαρμένων λέξεων» (όπως τις χαρακτήριζε ο Σοφολογιότατος) και ευγενών γλωσσών: «Κάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχει λέξες από άλλες γλώσσες· και η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον οπού έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα». Κάτι τέτοια πίστευε ο Ζακύνθιος και φοβάμαι ότι, αν επικρατήσουν κάποτε οι «υγιείς δυνάμεις του έθνους», θα τον αποκαθηλώσουν σαν μισέλληνα.
Από τον Σολωμό στον σολωμικό Ιούλιο Τυπάλδο, και στο δοκίμιό του «Η γλώσσα»: «Αφού οι εχθροί σαν αφρισμένα κύματα πλημμύρισαν τες πεδιάδες της Ελλάδος, ο Κλέφτης ανέβη στα κορφοβούνια, όπου πολεμώντας ακατάπαυστα έσωσε ανεξάρτητο και αμόλυντο το ελληνικό στοιχείον. Δεν ηύρε έναν Ομηρο να τραγουδήσει τες νίκες του, ούτε άφησε μνημεία εις τον ξένον κόσμο να μαρτυρούν τα κατορθώματά του· πολεμιστής, και τραγουδιστής, τραγούδησε ο ίδιος τες ανδραγαθίες του, τους πόνους, τες ελπίδες του· και από τους στίχους του πνέει μία ομηρική αύρα, η οποία φανερώνει ότι το παλαιό ελληνικό πνεύμα είναι ακόμη ολοζώντανο μέσα εις το έθνος, ενώ εις τα βιβλία έμειναν μόνο τα ποιήματά του. Διά τούτο, όποιος βαθιά εμελέτησε, και αισθάνεται την γλώσσα και την φιλολογία των παλαιών μας, πρέπει να ομολογήσει ότι συχνά πολύ περισσότερος ελληνισμός υπάρχει εις τραγούδια του λαού, που να είναι και γεμάτα ξένες λέξες, παρά εις άλλα γραψίματα με αρχαιότατες ελληνικές υφασμένα».
Παράδειγμα, προκλητικό για την ακοή αρκετών, το «Οι Αρβανίτες εις το Ανάπλι», ένα από τα τραγούδια που εξέδωσε το 1824-25 ο Κλωντ Φωριέλ (βλ. «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης): «Μια προσταγή μεγάλη προστάζει ο βασιλεάς, / να κατεβεί η αρμάδα κι ο καπιτάν πασάς. / Η αρμάδα εκατέβη στ’ Ανάπλι κι άραξε, / κι αυτός ο Μουρτο-Χάμζας μ’ ασκέρι διάβηκε. / Πιάνει χαρτιά και στέλνει, χαρτιά και βοϊουρτιά: / “Σ’ εσένα, Μουρτο-Χάμζα, κι εσάς Αρβανιτιά, / γρήγορα να σκωτείτε αυτούθ’ απ’ το Μοριά”. / “Εγώ βοϊουρτιά έχω χίλια, καμένα στην φωτιά, / κι εσένανε σε γράφω στην κάτω τη μεριά”»... Στους δεκαπέντε στίχους του τραγουδιού οι ξένες λέξεις είναι αρκετές, άλλες οικείες και σ’ εμάς (το «ασκέρι» ή η «αρμάδα»), άλλες όχι, λ.χ. τα «μπεκιάρικα ντουφέκια» (τα λεβέντικα) ή οι «καλιαντζήδες» (ναύτες). Αλλά και τα «μπουγιουρντιά», δύσκολα ανιχνεύονται υπό τη μορφή «βοϊουρτιά». Δεν είναι όμως αυτό το κύριο γνώρισμα του τραγουδιού, υπάρχουν άλλωστε μερικά με εντονότερη παρουσία ξένων λέξεων. Το τραγούδι ξεχωρίζει για τον τρόπο επεξεργασίας όσων ακολούθησαν τον ξεσηκωμό του Μοριά το 1770. Οι Αρβανίτες που έστειλε ο σουλτάνος για να διώξουν τους Ρώσους και να καταστείλουν την εξέγερση, αφού τελείωσαν την αποστολή τους, αρνήθηκαν να φύγουν και έμειναν σαν αφέντες στον Μοριά, όπου «συνέχισαν να σφάζουν τους Ελληνες και κατόπιν μοιράζονταν τη γη, τα κάστρα, τις πόλεις κατά το κέφι τους». Και «μόνο όταν [οι Τούρκοι] αναζήτησαν τη βοήθεια των Ελλήνων κλεφτών, κατάφεραν να ξεκάνουν τους Αρβανίτες», γράφει ο Φωριέλ. Και συνεχίζει: «Το πιο εντυπωσιακό και το πιο χαρακτηριστικό του τραγουδιού είναι πως φανερώνει αρκετά καλά σε ποιο βαθμό είχε φτάσει εκείνη την εποχή η αποκοτιά των Αρβανιτάδων και η περιφρόνησή τους για τους Τούρκους. Το τραγούδι έχει ομοιοκαταληξία· ένας λόγος παραπάνω για να πιστεύσουμε πως βγήκε στον Μοριά ή σε κάποιο γειτονικό νησί. Δεν χωρεί επίσης αμφιβολία πως το τραγούδι έγινε από κάποιον Ελληνα, και αυτός ο Ελληνας φαίνεται να δοξάζει τη νίκη των ληστών που είχαν σφάξει με τις χιλιάδες τους συμπατριώτες του. Αλλά οι άντρες που βγάζανε αυτά τα τραγούδια, και αυτοί για τους οποίους τα έφτιαχναν, δεν τους κακοφαινόταν: και οι πρώτοι και οι δεύτεροι υποκύπτανε σε μια απλοϊκή ανάγκη για συγκίνηση, άσχετη με κάθε πατριωτική σκέψη».
Ποια σχέση μπορεί να έχει αυτή η τίμια ελληνικότητα, που σέβεται και τον πολέμιο αν είναι παλικάρι, με τη ρατσιστική ανοησία τού «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ»; Και τελικά, ήταν ή όχι Ελληνες οι τόσοι Αρβανίτες καπεταναίοι της Επανάστασης; Νά τες πάλι οι ρητορικές ερωτήσεις.
Του Παντελή Μπουκάλα http://www.kathimerini.gr
Παλιά λοιπόν η μηχανή των ρητορικών ερωτημάτων και κοινόχρηστη.
Τη χρησιμοποίησα κι εγώ εδώ την περασμένη Κυριακή, ρωτώντας αν «έπαψαν ποτέ τα δημοτικά τραγούδια να είναι τεκμήρια βαθιάς ελληνικότητας ενώ έχουν ποικίλες ξένες λέξεις στον οργανισμό τους». Φυσικά και δεν έπαψαν, είτε με τη γλώσσα και τη δημιουργική της δύναμη συσχετίσουμε την ελληνικότητά τους, είτε με την καθαυτό καλλιτεχνική μαστορική (λ.χ. τα μοτίβα που διασχίζουν τον χρόνο σχεδόν άθικτα), είτε με τις αξίες που υπηρετούν αυθόρμητα και δίχως θεωρητικές επεξεργασίες τα τραγούδια αυτά. Τα οποία δεν θα πάψουν ποτέ να απαντούν, όσο τους θέτουμε ερωτήσεις που δεν υπαγορεύονται από διαθέσεις φολκλορικές ή εθνοκαπηλικές, με μία λέξη ανίδεες.
Το θέμα της καθαρότητας της γλώσσας μάς κυνηγάει από παλιά, συναρθρωμένο με το ζήτημα της φυλετικής ή εθνικής γνησιότητας. Οσοι ήθελαν να πιστεύουν (έχουμε και σήμερα τέτοιους ανιστόρητους) ότι τα κύτταρά μας εμπεριέχουν μικροσκοπικά ανάκλιντρα όπου ένας μίνι Σωκράτης συνεχίζει να συνδιαλέγεται με μίνι Φαίδρους, θεωρούσαν τα δημοτικά λερωμένα σαν τη φουστανέλα όσων τα έπλαθαν. Υπήρξαν μάλιστα και προσπάθειες μεταγραφής τους σε ψυχρά αρχαία, στα σοβαρά ή σαν σκώμμα κατά των αρχαϊστών, όπως εδώ από τον Δ. Γρ. Καμπούρογλου: «Του Κίσσου η μήτηρ κάθητο επ’ όχθης ποταμίου, / ήριζε τοίνυν μετ’ αυτού και το ελιθοβόλει…». Αργότερα, θυμωμένος με τους καθαρευουσιάνους, ο Παλαμάς μεταγλώττισε τον Υμνο: «Γινώσκω σ’ εκ της κόψεως / του ξίφους της δεινής...». Ξανατόνισε έτσι σαρκαστικά όσα έλεγε στον «Διάλογο» ο Σολωμός–Ποιητής περί «διεφθαρμένων λέξεων» (όπως τις χαρακτήριζε ο Σοφολογιότατος) και ευγενών γλωσσών: «Κάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχει λέξες από άλλες γλώσσες· και η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον οπού έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα». Κάτι τέτοια πίστευε ο Ζακύνθιος και φοβάμαι ότι, αν επικρατήσουν κάποτε οι «υγιείς δυνάμεις του έθνους», θα τον αποκαθηλώσουν σαν μισέλληνα.
Από τον Σολωμό στον σολωμικό Ιούλιο Τυπάλδο, και στο δοκίμιό του «Η γλώσσα»: «Αφού οι εχθροί σαν αφρισμένα κύματα πλημμύρισαν τες πεδιάδες της Ελλάδος, ο Κλέφτης ανέβη στα κορφοβούνια, όπου πολεμώντας ακατάπαυστα έσωσε ανεξάρτητο και αμόλυντο το ελληνικό στοιχείον. Δεν ηύρε έναν Ομηρο να τραγουδήσει τες νίκες του, ούτε άφησε μνημεία εις τον ξένον κόσμο να μαρτυρούν τα κατορθώματά του· πολεμιστής, και τραγουδιστής, τραγούδησε ο ίδιος τες ανδραγαθίες του, τους πόνους, τες ελπίδες του· και από τους στίχους του πνέει μία ομηρική αύρα, η οποία φανερώνει ότι το παλαιό ελληνικό πνεύμα είναι ακόμη ολοζώντανο μέσα εις το έθνος, ενώ εις τα βιβλία έμειναν μόνο τα ποιήματά του. Διά τούτο, όποιος βαθιά εμελέτησε, και αισθάνεται την γλώσσα και την φιλολογία των παλαιών μας, πρέπει να ομολογήσει ότι συχνά πολύ περισσότερος ελληνισμός υπάρχει εις τραγούδια του λαού, που να είναι και γεμάτα ξένες λέξες, παρά εις άλλα γραψίματα με αρχαιότατες ελληνικές υφασμένα».
Παράδειγμα, προκλητικό για την ακοή αρκετών, το «Οι Αρβανίτες εις το Ανάπλι», ένα από τα τραγούδια που εξέδωσε το 1824-25 ο Κλωντ Φωριέλ (βλ. «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης): «Μια προσταγή μεγάλη προστάζει ο βασιλεάς, / να κατεβεί η αρμάδα κι ο καπιτάν πασάς. / Η αρμάδα εκατέβη στ’ Ανάπλι κι άραξε, / κι αυτός ο Μουρτο-Χάμζας μ’ ασκέρι διάβηκε. / Πιάνει χαρτιά και στέλνει, χαρτιά και βοϊουρτιά: / “Σ’ εσένα, Μουρτο-Χάμζα, κι εσάς Αρβανιτιά, / γρήγορα να σκωτείτε αυτούθ’ απ’ το Μοριά”. / “Εγώ βοϊουρτιά έχω χίλια, καμένα στην φωτιά, / κι εσένανε σε γράφω στην κάτω τη μεριά”»... Στους δεκαπέντε στίχους του τραγουδιού οι ξένες λέξεις είναι αρκετές, άλλες οικείες και σ’ εμάς (το «ασκέρι» ή η «αρμάδα»), άλλες όχι, λ.χ. τα «μπεκιάρικα ντουφέκια» (τα λεβέντικα) ή οι «καλιαντζήδες» (ναύτες). Αλλά και τα «μπουγιουρντιά», δύσκολα ανιχνεύονται υπό τη μορφή «βοϊουρτιά». Δεν είναι όμως αυτό το κύριο γνώρισμα του τραγουδιού, υπάρχουν άλλωστε μερικά με εντονότερη παρουσία ξένων λέξεων. Το τραγούδι ξεχωρίζει για τον τρόπο επεξεργασίας όσων ακολούθησαν τον ξεσηκωμό του Μοριά το 1770. Οι Αρβανίτες που έστειλε ο σουλτάνος για να διώξουν τους Ρώσους και να καταστείλουν την εξέγερση, αφού τελείωσαν την αποστολή τους, αρνήθηκαν να φύγουν και έμειναν σαν αφέντες στον Μοριά, όπου «συνέχισαν να σφάζουν τους Ελληνες και κατόπιν μοιράζονταν τη γη, τα κάστρα, τις πόλεις κατά το κέφι τους». Και «μόνο όταν [οι Τούρκοι] αναζήτησαν τη βοήθεια των Ελλήνων κλεφτών, κατάφεραν να ξεκάνουν τους Αρβανίτες», γράφει ο Φωριέλ. Και συνεχίζει: «Το πιο εντυπωσιακό και το πιο χαρακτηριστικό του τραγουδιού είναι πως φανερώνει αρκετά καλά σε ποιο βαθμό είχε φτάσει εκείνη την εποχή η αποκοτιά των Αρβανιτάδων και η περιφρόνησή τους για τους Τούρκους. Το τραγούδι έχει ομοιοκαταληξία· ένας λόγος παραπάνω για να πιστεύσουμε πως βγήκε στον Μοριά ή σε κάποιο γειτονικό νησί. Δεν χωρεί επίσης αμφιβολία πως το τραγούδι έγινε από κάποιον Ελληνα, και αυτός ο Ελληνας φαίνεται να δοξάζει τη νίκη των ληστών που είχαν σφάξει με τις χιλιάδες τους συμπατριώτες του. Αλλά οι άντρες που βγάζανε αυτά τα τραγούδια, και αυτοί για τους οποίους τα έφτιαχναν, δεν τους κακοφαινόταν: και οι πρώτοι και οι δεύτεροι υποκύπτανε σε μια απλοϊκή ανάγκη για συγκίνηση, άσχετη με κάθε πατριωτική σκέψη».
Ποια σχέση μπορεί να έχει αυτή η τίμια ελληνικότητα, που σέβεται και τον πολέμιο αν είναι παλικάρι, με τη ρατσιστική ανοησία τού «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ»; Και τελικά, ήταν ή όχι Ελληνες οι τόσοι Αρβανίτες καπεταναίοι της Επανάστασης; Νά τες πάλι οι ρητορικές ερωτήσεις.
Του Παντελή Μπουκάλα http://www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου