Από το 2004, όταν αναδύθηκαν από το Μόντρεαλ, οι Arcade Fire
κατάφεραν να θεωρούνται μία από τις πιο σημαντικές μπάντες του πλανήτη,
φήμη που απέκτησαν τόσο για την ευφυΐα των τραγουδιών τους όσο και για
τα live τους.
Η προσμονή για το «Reflektor», το
τέταρτο στούντιο άλμπουμ των Arcade Fire, ήταν τεράστια. Μαζί με το «The
Next Day» του Nτέιβιντ Μπάουι ήταν μία από τις πιο αναμενόμενες
κυκλοφορίες της χρονιάς.
Και βέβαια οι επιφυλάξεις: θα έπιαναν πάλι υψηλά επίπεδα οι Καναδοί, θα εξελίσσονταν προς κάτι ακόμη πιο όμορφο και δυνατό ή θα χάνονταν σ’ ένα φλύαρο και χωρίς προσανατολισμό δημιούργημα, κάτι που πολλοί φοβούνταν όταν ανακοινώθηκε ότι ο νέος τους δίσκος θα είναι διπλός.
Το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το ομώνυμο «Reflektor», που είχε αφεθεί στο Διαδίκτυο δύο περίπου μήνες πριν από την κυκλοφορία του άλμπουμ, προβλημάτισε. Πάνω από επτά λεπτά τραγούδι, ρυθμοί από την Καραϊβική, χορευτική ενέργεια, ένα μυστηριώδες βίντεοκλιπ με τα μέλη της μπάντας να εμφανίζονται φορώντας μάσκες του εαυτού τους και η φωνή του Ντέιβιντ Μπάουι. Υπεραρκετά για ένα σίγουρο χιτάκι. Το κομμάτι παίχτηκε πολύ, συζητήθηκε πολύ, και διαφημίστηκε ακόμη περισσότερο.
Επιτυχημένο μάρκετινγκ
Ομως το σχόλιο των λιγότερο ενθουσιωδών ήταν κάπως έτσι: «καλό, αλλά σα να το ’χω ξανακούσει».
Οταν μία εβδομάδα πριν από την επίσημη κυκλοφορία το «Reflector» διέρρευσε στο Διαδίκτυο, τα αντανακλαστικά της δισκογραφικής εταιρείας και του συγκροτήματος ήταν ακαριαία. Ολόκληρος ο δίσκος διατέθηκε επίσημα προς ακρόαση μέσω ενός βίντεο συνοδευόμενο από στίχους.
Η ταινία που συνόδευε ως background το άλμπουμ, ήταν το «Orfeu Negro» του 1959 σε σκηνοθεσία του Μarcel Camus, που εξιστορεί τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης αλλά μέσα από την κοινωνία του Ρίο ντε Τζανέιρο της δεκαετίας του ’50, κατά τη διάρκεια του περίφημου καρναβαλιού της πόλης.
Από το 2004, όταν αναδύθηκαν από το Μόντρεαλ, με το πέρα από τα συνηθισμένα, εκπληκτικό ντεμπούτο τους «Funeral» (μία στιγμή που πολλοί αμφέβαλαν για το αν η indie σκηνή έχει κάτι καινούριο να εκφράσει), και με ώριμες και κάτι παραπάνω από αξιόλογες συνέχειες τα «Neon Bible» (2006) και «Suburbs» (2010), οι Arcade Fire, αποτελούμενοι κατά κύριο λόγο από τους αδερφούς Win και Will Butler, την Régine Chassagne, τον Tim Kingsbury, τον Jeremy Gara και τον Richard Reed Parry, και διαφόρους ακόμη guest μουσικούς αναλόγως την περίσταση, κατάφεραν να θεωρούνται μία από τις πιο σημαντικές μπάντες του πλανήτη, φήμη που απέκτησαν τόσο για την ευφυΐα των τραγουδιών τους όσο και για τα live τους που μπορεί την ίδια στιγμή να είναι εκστατικά και ηλεκτρισμένα, σκοτεινά και γεμάτα ελπίδα.
Το συγκρότημα δοκιμάζεται και εξελίσσεται, και παρουσιάζει μία νέα δουλειά που ικανοποιεί τις προσδοκίες. Το «Reflector» είναι ένας δίσκος άμεσος και χορταστικός. Ενας δίσκος που αργοφλέγεται, έτοιμος να εκραγεί, γεμάτος ενέργεια και ρυθμό. Και πέραν του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης που σε φιλολογικό επίπεδο εφάπτεται σε διάφορες στιγμές του δίσκου («Hey, Orpheus!/I’m behind you/Don’t turn around/I can find you/Just wait until it’s over»), είναι η παρουσία του James Murphy των LCD Soundsystem στην παραγωγή και το ταξίδι του συγκροτήματος στην Αϊτή που ευθύνονται για την κατεύθυνση της μουσικής και την παγανιστική εξωστρέφεια ενός βουντού ρυθμού.
Μουσική κληρονομιά
Η αρχή είναι ο ρυθμός. Ο ρυθμός όπως βιώνεται στην Αϊτή, τη χώρα από την οποία είχαν φύγει οι γονείς της Chassagne, frontwoman του συγκροτήματος και σύζυγος του Win Butler, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Papa Doc (αναφορές σε αυτήν τη δικτατορία συναντάμε στο τραγούδι των Arcade Fire «Haiti»).
Ο ρυθμός αυτός ήταν ευδιάκριτος ακόμη και από το «Funeral», αλλά πρόσφατα, και συγκεκριμένα από τον καταστροφικό σεισμό του 2010 κι έπειτα, η μπάντα είχε ξεκινήσει να εξερευνά τη μουσική κληρονομιά της χώρας αυτής, πραγματοποιώντας εμφανίσεις στα εκεί φεστιβάλ και παίζοντας με μουσικούς από την Αϊτή.
Το καλοκαίρι του 2011 η Chassagne, τα αδέρφια Butler και κάποιοι μουσικοί από την μπάντα της Αϊτής, RAM, πέρασαν δύο εβδομάδες στη Νέα Ορλεάνη δουλεύοντας αποκλειστικά στον ρυθμό. Απλώς ηχογραφούσαν Beats. Η Chassagne επισημαίνει πως πάντα την ενδιέφερε να βρει ρυθμούς που να σημαίνουν κάτι, να εκφράζει το συναίσθημα μέσα από τον ρυθμό και τη μουσική.
Γιατί οι ρυθμοί είναι σχεδόν σαν λεξικό. Από την άλλη, ο Will Butler, του οποίου τα γαλλικά δεν είναι καθόλου καλά, πόσο μάλλον τα κρεολικά, αναφέρει πως επικοινωνούσε με τους μουσικούς από την Αϊτή μόνο με χειρονομίες και μέσω της μουσικής. Ηταν βέβαια και η έκθεσή τους στην τοπική Rara μουσική και η παρουσία τους στο καρναβάλι που επηρέασαν κατά πολύ τα μέλη του συγκροτήματος (από εκεί λοιπόν οι μάσκες στο βιντεοκλίπ του «Reflektor»), και όταν επέστρεψαν με αρκετό υλικό στο στούντιο της Νέας Υόρκης για τις οριστικές ηχογραφήσεις, η μαγεία των βουντού ρυθμών ήταν διάχυτη και είχε πλέον μπολιάσει το έργο τους.
Χορευτική ενέργεια
Μαζί με τον μακροχρόνιο συνεργάτη της μπάντας Markus Dravs, αυτή τη φορά ενεργό συμμετοχή στην παραγωγή είχε ο James Murphy, ένας από τους ανθρώπους της μουσικής που ώρες ώρες μοιάζει να έχει το άγγιγμα του Μίδα.
Μαέστρος των LCD Soundsystem και ιδρυτής της DFA Records, μιας δισκογραφικής με ιδιαίτερο και μοντέρνο ήχο (δες σχετικό μίνι ντοκιμαντέρ στο youtube, 12 Years of DFA: Too Old To Be New, Too New To Be Classic), ο James Murphy άφησε το δικό του, ευδιάκριτο στίγμα στο «Reflektor».
Και υπάρχει έντονη η χορευτική ενέργεια. «Οταν βλέπαμε τον James Murphy να χτυπάει ρυθμικά το πόδι του στο πάτωμα, ξέραμε πως ήμασταν στον σωστό δρόμο», λέει ο Win Butler. Με τίποτα όμως δεν παρουσιάζονται ως χαζοχαρούμενοι γλεντζέδες. Η χορευτική ενέργεια που πετυχαίνει το «Reflektor» είναι ελιτίστικη και εγκεφαλική.
Αρχική πρόθεσή τους ήταν ένας μικρός δίσκος, αλλά όταν τελείωσαν τις ηχογραφήσεις είχαν δεκαοκτώ τραγούδια, μεταξύ έξι και οκτώ λεπτών το καθένα. Κατέληξαν να ξεκαθαρίσουν το υλικό και να παρουσιάσουν ένα διπλό δίσκο με δεκατρία κομμάτια, συνολικής διάρκειας κάτι παραπάνω από εβδομήντα λεπτά.
Πλέον το εισαγωγικό κομμάτι «Reflektor», που είχε γίνει προάγγελος του δίσκου προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις, παύει να ξενίζει και γίνεται πρόλογος σε ένα κλιμακωτό ταξίδι με δύο πόλους: την Ευρυδίκη και τον Ορφέα, το χάος και την ελπίδα, την Αϊτή και τη Νέα Υόρκη, τα Βουντού και την Ντίσκο, τους δύο δίσκους.
Η μπάντα οδηγείται σε νέα μονοπάτια
Κρυστάλλινο, ισοσκελισμένο, και χωρίς παραφωνίες, το «Reflektor» πηγαίνει την μπάντα ένα βήμα πιο πέρα, σε νέα μονοπάτια.
Οι Arcade Fire κατάφεραν, όχι μόνο λόγω του μουσικού μάρκετινγκ, να κάνουν έναν από τους δίσκους της χρονιάς που θα μας απασχολεί για καιρό ακόμη. Και, πέρα από κάθε αμφιβολία, αναμένεται να είναι στους πρωταγωνιστές της επερχόμενης συναυλιακής σαιζόν. Η ανακοίνωση ότι θα παίξουν τον ερχόμενο Μάη στο Primavera Sound Festival της Βαρκελώνης, στο αγαπημένο ξένο φεστιβάλ των Ελλήνων, έχει προκαλέσει διάχυτο ενθουσιασμό.
Και βέβαια οι επιφυλάξεις: θα έπιαναν πάλι υψηλά επίπεδα οι Καναδοί, θα εξελίσσονταν προς κάτι ακόμη πιο όμορφο και δυνατό ή θα χάνονταν σ’ ένα φλύαρο και χωρίς προσανατολισμό δημιούργημα, κάτι που πολλοί φοβούνταν όταν ανακοινώθηκε ότι ο νέος τους δίσκος θα είναι διπλός.
Το πρώτο κομμάτι του δίσκου, το ομώνυμο «Reflektor», που είχε αφεθεί στο Διαδίκτυο δύο περίπου μήνες πριν από την κυκλοφορία του άλμπουμ, προβλημάτισε. Πάνω από επτά λεπτά τραγούδι, ρυθμοί από την Καραϊβική, χορευτική ενέργεια, ένα μυστηριώδες βίντεοκλιπ με τα μέλη της μπάντας να εμφανίζονται φορώντας μάσκες του εαυτού τους και η φωνή του Ντέιβιντ Μπάουι. Υπεραρκετά για ένα σίγουρο χιτάκι. Το κομμάτι παίχτηκε πολύ, συζητήθηκε πολύ, και διαφημίστηκε ακόμη περισσότερο.
Επιτυχημένο μάρκετινγκ
Ομως το σχόλιο των λιγότερο ενθουσιωδών ήταν κάπως έτσι: «καλό, αλλά σα να το ’χω ξανακούσει».
Οταν μία εβδομάδα πριν από την επίσημη κυκλοφορία το «Reflector» διέρρευσε στο Διαδίκτυο, τα αντανακλαστικά της δισκογραφικής εταιρείας και του συγκροτήματος ήταν ακαριαία. Ολόκληρος ο δίσκος διατέθηκε επίσημα προς ακρόαση μέσω ενός βίντεο συνοδευόμενο από στίχους.
Η ταινία που συνόδευε ως background το άλμπουμ, ήταν το «Orfeu Negro» του 1959 σε σκηνοθεσία του Μarcel Camus, που εξιστορεί τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης αλλά μέσα από την κοινωνία του Ρίο ντε Τζανέιρο της δεκαετίας του ’50, κατά τη διάρκεια του περίφημου καρναβαλιού της πόλης.
Από το 2004, όταν αναδύθηκαν από το Μόντρεαλ, με το πέρα από τα συνηθισμένα, εκπληκτικό ντεμπούτο τους «Funeral» (μία στιγμή που πολλοί αμφέβαλαν για το αν η indie σκηνή έχει κάτι καινούριο να εκφράσει), και με ώριμες και κάτι παραπάνω από αξιόλογες συνέχειες τα «Neon Bible» (2006) και «Suburbs» (2010), οι Arcade Fire, αποτελούμενοι κατά κύριο λόγο από τους αδερφούς Win και Will Butler, την Régine Chassagne, τον Tim Kingsbury, τον Jeremy Gara και τον Richard Reed Parry, και διαφόρους ακόμη guest μουσικούς αναλόγως την περίσταση, κατάφεραν να θεωρούνται μία από τις πιο σημαντικές μπάντες του πλανήτη, φήμη που απέκτησαν τόσο για την ευφυΐα των τραγουδιών τους όσο και για τα live τους που μπορεί την ίδια στιγμή να είναι εκστατικά και ηλεκτρισμένα, σκοτεινά και γεμάτα ελπίδα.
Το συγκρότημα δοκιμάζεται και εξελίσσεται, και παρουσιάζει μία νέα δουλειά που ικανοποιεί τις προσδοκίες. Το «Reflector» είναι ένας δίσκος άμεσος και χορταστικός. Ενας δίσκος που αργοφλέγεται, έτοιμος να εκραγεί, γεμάτος ενέργεια και ρυθμό. Και πέραν του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης που σε φιλολογικό επίπεδο εφάπτεται σε διάφορες στιγμές του δίσκου («Hey, Orpheus!/I’m behind you/Don’t turn around/I can find you/Just wait until it’s over»), είναι η παρουσία του James Murphy των LCD Soundsystem στην παραγωγή και το ταξίδι του συγκροτήματος στην Αϊτή που ευθύνονται για την κατεύθυνση της μουσικής και την παγανιστική εξωστρέφεια ενός βουντού ρυθμού.
Μουσική κληρονομιά
Η αρχή είναι ο ρυθμός. Ο ρυθμός όπως βιώνεται στην Αϊτή, τη χώρα από την οποία είχαν φύγει οι γονείς της Chassagne, frontwoman του συγκροτήματος και σύζυγος του Win Butler, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Papa Doc (αναφορές σε αυτήν τη δικτατορία συναντάμε στο τραγούδι των Arcade Fire «Haiti»).
Ο ρυθμός αυτός ήταν ευδιάκριτος ακόμη και από το «Funeral», αλλά πρόσφατα, και συγκεκριμένα από τον καταστροφικό σεισμό του 2010 κι έπειτα, η μπάντα είχε ξεκινήσει να εξερευνά τη μουσική κληρονομιά της χώρας αυτής, πραγματοποιώντας εμφανίσεις στα εκεί φεστιβάλ και παίζοντας με μουσικούς από την Αϊτή.
Το καλοκαίρι του 2011 η Chassagne, τα αδέρφια Butler και κάποιοι μουσικοί από την μπάντα της Αϊτής, RAM, πέρασαν δύο εβδομάδες στη Νέα Ορλεάνη δουλεύοντας αποκλειστικά στον ρυθμό. Απλώς ηχογραφούσαν Beats. Η Chassagne επισημαίνει πως πάντα την ενδιέφερε να βρει ρυθμούς που να σημαίνουν κάτι, να εκφράζει το συναίσθημα μέσα από τον ρυθμό και τη μουσική.
Γιατί οι ρυθμοί είναι σχεδόν σαν λεξικό. Από την άλλη, ο Will Butler, του οποίου τα γαλλικά δεν είναι καθόλου καλά, πόσο μάλλον τα κρεολικά, αναφέρει πως επικοινωνούσε με τους μουσικούς από την Αϊτή μόνο με χειρονομίες και μέσω της μουσικής. Ηταν βέβαια και η έκθεσή τους στην τοπική Rara μουσική και η παρουσία τους στο καρναβάλι που επηρέασαν κατά πολύ τα μέλη του συγκροτήματος (από εκεί λοιπόν οι μάσκες στο βιντεοκλίπ του «Reflektor»), και όταν επέστρεψαν με αρκετό υλικό στο στούντιο της Νέας Υόρκης για τις οριστικές ηχογραφήσεις, η μαγεία των βουντού ρυθμών ήταν διάχυτη και είχε πλέον μπολιάσει το έργο τους.
Χορευτική ενέργεια
Μαζί με τον μακροχρόνιο συνεργάτη της μπάντας Markus Dravs, αυτή τη φορά ενεργό συμμετοχή στην παραγωγή είχε ο James Murphy, ένας από τους ανθρώπους της μουσικής που ώρες ώρες μοιάζει να έχει το άγγιγμα του Μίδα.
Μαέστρος των LCD Soundsystem και ιδρυτής της DFA Records, μιας δισκογραφικής με ιδιαίτερο και μοντέρνο ήχο (δες σχετικό μίνι ντοκιμαντέρ στο youtube, 12 Years of DFA: Too Old To Be New, Too New To Be Classic), ο James Murphy άφησε το δικό του, ευδιάκριτο στίγμα στο «Reflektor».
Και υπάρχει έντονη η χορευτική ενέργεια. «Οταν βλέπαμε τον James Murphy να χτυπάει ρυθμικά το πόδι του στο πάτωμα, ξέραμε πως ήμασταν στον σωστό δρόμο», λέει ο Win Butler. Με τίποτα όμως δεν παρουσιάζονται ως χαζοχαρούμενοι γλεντζέδες. Η χορευτική ενέργεια που πετυχαίνει το «Reflektor» είναι ελιτίστικη και εγκεφαλική.
Αρχική πρόθεσή τους ήταν ένας μικρός δίσκος, αλλά όταν τελείωσαν τις ηχογραφήσεις είχαν δεκαοκτώ τραγούδια, μεταξύ έξι και οκτώ λεπτών το καθένα. Κατέληξαν να ξεκαθαρίσουν το υλικό και να παρουσιάσουν ένα διπλό δίσκο με δεκατρία κομμάτια, συνολικής διάρκειας κάτι παραπάνω από εβδομήντα λεπτά.
Πλέον το εισαγωγικό κομμάτι «Reflektor», που είχε γίνει προάγγελος του δίσκου προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις, παύει να ξενίζει και γίνεται πρόλογος σε ένα κλιμακωτό ταξίδι με δύο πόλους: την Ευρυδίκη και τον Ορφέα, το χάος και την ελπίδα, την Αϊτή και τη Νέα Υόρκη, τα Βουντού και την Ντίσκο, τους δύο δίσκους.
Η μπάντα οδηγείται σε νέα μονοπάτια
Κρυστάλλινο, ισοσκελισμένο, και χωρίς παραφωνίες, το «Reflektor» πηγαίνει την μπάντα ένα βήμα πιο πέρα, σε νέα μονοπάτια.
Οι Arcade Fire κατάφεραν, όχι μόνο λόγω του μουσικού μάρκετινγκ, να κάνουν έναν από τους δίσκους της χρονιάς που θα μας απασχολεί για καιρό ακόμη. Και, πέρα από κάθε αμφιβολία, αναμένεται να είναι στους πρωταγωνιστές της επερχόμενης συναυλιακής σαιζόν. Η ανακοίνωση ότι θα παίξουν τον ερχόμενο Μάη στο Primavera Sound Festival της Βαρκελώνης, στο αγαπημένο ξένο φεστιβάλ των Ελλήνων, έχει προκαλέσει διάχυτο ενθουσιασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου