Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Οταν του ζητάς να βαθμολογήσει τις δυο πρωτεύουσες ανάμεσα στις οποίες πηγαινοέρχεται, έχεις την αίσθηση ότι βαθιά μέσα του ο Θωμάς Κοροβίνης χρησιμοποιεί ως μέτρο σύγκρισης τη Θεσσαλονίκη πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, την Κωνσταντινούπολη πριν από το πογκρόμ του 1955, και τη Σμύρνη πριν από τη Mικρασιατική εκστρατεία… Η ανθρωπογεωγραφία και η ιστορία αυτών των πόλεων που έχουν εμπνεύσει τα λογοτεχνικά, εθνογραφικά, μουσικά, έργα του, έχουν γίνει το κλειδί με το οποίο αυτός ο μποέμ πολυτεχνίτης, με το ξύπνιο μάτι, τη μελωδική βαθιά φωνή και το αστείρευτο μεράκι, αποκρυπτογραφεί και κρίνει τον κόσμο γύρω του.
«Στην Αθήνα είναι το μέλι και το γάλα, αλλά και τα μεγάλα καθάρματα και το κνούτο», μου σχολίασε. «Ο Παπαδιαμάντης έλεγε πως είναι η πόλη “της δουλοπαροικίας και της πλουτοκρατίας”, και πιστεύω πως η διατύπωσή του ισχύει και σήμερα. Αν ανατραπεί αυτό το κλίμα, ο προβληματικός σήμερα, εμπλουτισμός της με τυραννισμένες ποικιλίες μεταναστών εξ Ανατολής, θα της προσδώσει μοναδικότητα. Και ίσως τότε να επαναληφθεί το θαύμα της Σμύρνης, όπου συγχρωτίζονταν αρμονικά τόσες διαφορετικότητες. Το πρόβλημα της Θεσσαλονίκης δεν είναι η εισροή Ρωσοπόντιων και Βαλκάνιων.
Αυτή η πόλη με την αδιάλειπτη ιστορική κληρονομιά, υποβαθμίστηκε από τότε που εντάχτηκε στον εθνικό κορμό το 1912, και μετά το ’17 έχασε τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της. Η αίσθηση της μειονεξίας της ενισχύθηκε από τον ναρκισσιστικό αθηνοκεντρισμό της κεντρικής εξουσίας. Ετσι, σταδιακά, ανέπτυξε μια επαρχιώτικη νοοτροπία που καλλιεργήθηκε κι από τη γνωστή γάγγραινα της τοπικιστικής αυταρέσκειας. Και ενώ παραμένει η δυναμικότερη φοιτητούπολη της χώρας, δεν έχει πια την πρωτοποριακή πνοή που είχε στη Μεταπολίτευση. Οσο για τις δημοτικές εκλογές, η Αριστερά, λες και στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί σε παρωχημένο χρόνο, δεν έκανε καμιά ρηξικέλευθη πρόταση όπως στην Αθήνα, όπου πρότεινε για δήμαρχο έναν νέο, χάρη στον οποίο ίσως να αλλάξει το τοπίο».
Συνύπαρξη
Θεσσαλονίκη-Αθήνα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: δυο μήνες τώρα, ο Κοροβίνης έχει καταφέρει με τη μουσικο-λογοτεχνική του δραστηριότητα να σηκώνει έναν αέρα που διώχνει τη σκόνη απ’ τα μυαλά και τις καρδιές, που διαπερνά τους τοίχους της μισαλλοδοξίας, που γκρεμίζει τα ταξικά, φυλετικά, εθνοτικά, θρησκευτικά ή ερωτικά σύνορα και αγκαλιάζει την παρέκκλιση. Το πετυχαίνει διότι έχει αποκτήσει κοσμοπολίτικη και απενοχοποιημένη συνείδηση, αυτός, παιδί της Μηχανιώνας, αφότου έζησε μεταξύ 1987 και 1996 στην Κωνσταντινούπολη ως εκπαιδευτικός.
«Ηταν μια πρόκληση της μοίρας, ένα πλούσιο κισμέτι» λέει στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Κι έτσι η ματιά του στη νεοελληνική ταυτότητα έγινε πιο διεισδυτική και σύνθετη, χρωματισμένη με τα «μπερεκέτια της Ανατολής» και υποδόρια πολιτική. Το διαπιστώνει κανείς σε μυθιστορήματα και αφηγήματά του (’55, Φαχισέ Τσίκα, Κανάλ ντ’ αμούρ, εκδ. Αγρα, Σμύρνη μια πόλη στη λογοτεχνία – πρόλογος, εκδ. Μεταίχμιο). Το εντοπίζει όμως και από παλιότερα στις εθνογραφικές μελέτες του (λ.χ. για τους ασίκηδες ή τους ζεϊμπέκους), επίσης στη φιλολογική του παρουσία στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Πόλης ή στα σχολεία διαπολιτισμικής εκπαίδευσης της Θεσσαλονίκης (ώς το 2010), αλλά και στα τραγούδια που γράφει από το ’82.
«Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, η Πόλη ήταν σαν παλίμψηστα. Κατοικούνταν από διαφορετικούς λαούς οι οποίοι έβρισκαν τρόπους να συνυπάρχουν παρά τις οξύτητες μεταξύ τους, κι αυτό είχε περάσει τόσο στις συνήθειές τους όσο και στη συνείδησή τους. Αντίθετα, ο σημερινός Ελληνας έχει οδηγηθεί μέσα από τα αποκαΐδια της ψευτο-ευμάρειάς του, σε μια επισφαλή αυτοάμυνα, ατομική και ομαδική, που τον κάνει να βλέπει τον “άλλο” σαν κανονικό εχθρό. Η ζημιά αρχίζει βέβαια από το κεφάλι, από την απέραντη ακηδία της εξουσίας που δεν έχει μεριμνήσει για να ισορροπήσουν οι κοινωνικές δυνάμεις. Κι αυτό που έγινε στο Φαρμακονήσι είναι ο κακός προάγγελος μιας επερχόμενης, ίσως γενικευμένης, σφαγής…»
Τι κάνει μετά απ’ αυτά ο Κοροβίνης; «Βγάζω την ποίηση στον δρόμο – αυτή είναι η δική μου συμβολή. Διότι όλα μπορεί να επιτρέπονται, ο αυτοξεχασμός, όμως, όχι». Κι έτσι να τον με τα τραγούδια του σε εναλλακτικά σαλονικιώτικα ή αθηναϊκά στέκια («Πριγκηπέσα», «Εναστρον» κ.ά.). Να τον και με αποσπάσματα από μυθιστορήματά του σε μουσικές παραστάσεις με τη Νένα Μεντή («Η Σύλβα και ο δράκος») και με τη Λιζέτα Καλημέρη (Αγγελόκρουσμα, τη Μεγάλη Εβδομάδα) αντίστοιχα.
«Πάντα», λέει, «ανάμεσα σε σένα και τον κόσμο, να προτιμάς τον κόσμο!»
…………………………………………………………….
Ζώσα ιστορία
«Πουλούσε αίμα για να ζήσει». Ηταν «ψιλοαλητάκος και μποέμης», με «κάτι ερωτιάρικα επιθετικό». Εκανε καλή παρέα. Αλλά «είχε και κάτι μπερδεμένο μέσα του». Το παιδί αυτό «δεν ήταν στο παρόν»… Ετσι θυμάται η Σύλβα, η Σαλονικιά ντιζέζ, τον Αρίστο. Τον αγάπησε στις αρχές του ’60 και έμαθε πως καταδικάστηκε και εκτελέστηκε το 1968 ως ο «δράκος του Σέιχ Σου». Ηταν ο νεαρός Αριστείδης Παγκρατίδης, αρκετά λούμπεν και μοναχικός για να γίνει το ιδανικό εξιλαστήριο θύμα μιας βολεμένης κοινωνίας που χάρη σ’ αυτή τη στημένη δίκη, λίγο καιρό μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, κράτησε κρυφή τη σαπίλα της και εξαγνίστηκε. Η Σύλβα μιλά με τα λόγια του δημιουργού της, του Κοροβίνη, και με την ψυχή της Νένας Μεντή, που κάθε Δευτέρα βάζει μια ξανθιά περούκα και καθηλώνει το κοινό τού «Χαμάμ» (130 άτομα) στα Ανω Πετράλωνα, με τον συνειρμικό της μονόλογο από το βραβευμένο μυθιστόρημά του Ο Γύρος του θανάτου (Αγρα). Δεν θεωρητικολογεί, αλλά εκτίθεται και εκθέτει το κλίμα της εποχής, σχολιάζοντάς το ενδιάμεσα με 16 τραγούδια των Τσιτσάνη, Μπακάλη, Δερβενιώτη, Μητσάκη κ.ά. και στο ακορντεόν τον Παναγιώτη Τσεβά.
Μαθητής του Γ.Π. Σαββίδη και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο Κοροβίνης ενδιαφέρεται να διασώσει τη ζώσα ιστορία και χειρίζεται με άνεση τον λαϊκό λόγο γιατί είναι εσωτερικευμένο βίωμά του. Το πιο μεγαλόπνοο από τα σχέδιά του είναι το επικό μυθιστόρημα που γράφει για τη Θεσσαλονίκη. Εναυσμά του η πυρκαγιά του ’17 μετά την οποία η πόλη άλλαξε πρόσωπο και έθαψε την οθωμανική και εβραϊκή ταυτότητά της. Κεντρικοί ήρωες ένας Τουρκαλβανός απόγονος του Αλή πασά και μια Εβραία κοκότα και βέβαια ο Αβραάμ Μπεναρόγια, ο πρώιμος Ευρωπαίος σοσιαλιστής… Θα κατέβαινες υποψήφιος; τον ρωτάω.«Ο δημιουργός πρέπει να μην ενδίδει στα δολώματα που του πετά η εξουσία», απαντά, «για να μπορεί να φτύσει αν χρειαστεί».
mikela.loximatia@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου