Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014
Πειραγμένες φωτογραφίες του Γερμανού πορτρετίστα Αουγκούστ Σάντερ από τον Αμερικανό Μάικλ Σομόροφ στο Μουσείο Μπενάκη
«Ενα σχόλιο πάνω στη θνητότητα»,
όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος, κάνει ο Αμερικανός φωτογράφος Μάικλ
Σομόροφ, επεξεργαζόμενος τις φωτογραφίες του Αουγκούστ Σάντερ, του
σημαντικότερου ίσως Γερμανού πορτρετίστα των αρχών του 20ού αιώνα.
Ενα σχόλιο που το κοινό απολαμβάνει από χθες στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς.
Με τίτλο «Εν απουσία θέματος» ο Σομόροφ, χρησιμοποιώντας ψηφιακές τεχνολογίες, σβήνει τον άνθρωπο από τις φωτογραφίες του Σάντερ, αφήνοντας σκέτο το φόντο. Επιπλέον στο κενό που μένει το φόντο αναπλάθεται. Εν ολίγοις ο χώρος παραμένει αναλλοίωτος, είναι ο θνητός άνθρωπος που νομοτελειακά φεύγει.
Και προχωρώντας ακόμα περισσότερο ο Αμερικανός, που προφανώς διαχειρίζεται εκπληκτικά την τεχνολογία, «γυρίζει» σε βίντεο τη φωτογραφία γεννώντας κίνηση μέσα από αυτήν.
Παράδειγμα: ο Σάντερ αρχικά είχε φωτογραφίσει ένα παγκάκι, όπου κάθονταν μερικά παιδιά έχοντας δίπλα τα βιβλία τους. Ο Σομόροφ βγάζει από το κάδρο τα παιδιά και στο βίντεο πλέον μια ανάλαφρη αύρα ανασηκώνει τις σελίδες των βιβλίων.
Λέει σχετικά ο φωτογράφος: «Ηθελα ο θεατής να μπορέσει να νιώσει την απουσία μέσα από το χώρο. Ομως δεν θα μπορούσα να το πετύχω αν δεν έδειχνα το χρόνο να κυλά μέσω της κίνησης».
Στη μεγάλη αίθουσα του Β' ορόφου του Μουσείου από τη μια πλευρά ο επισκέπτης μπορεί να δει τις 40 αυθεντικές φωτογραφίες και από την άλλη τις ψηφιακά επεξεργασμένες, που πράγματι αποτελούν φόρο τιμής στο μνημειώδες έργο του θρυλικού Γερμανού φωτογράφου «Ανθρωποι του 20ού αιώνα». Η έκθεση σίγουρα αποτελεί ένα στοχαστικό όσο και παράφορο διαλογισμό πάνω στη μνήμη, τη φαντασία, την ανθρώπινη αντοχή και τη δημιουργικότητα.
Η έκθεση αποτελεί τέλειο παράδειγμα λεπτής ισορροπίας ανάμεσα στην αλχημεία και την έρευνα. Ο εννοιολογικός και ανθρωπιστικός προσανατολισμός των εικόνων του Σομόροφ καταδεικνύει τη δύναμη και την αισθητική ποιότητα της δημιουργίας του Σάντερ, ακόμη και χωρίς την παρουσία του ανθρώπινου στοιχείου. Εδώ δεν πρόκειται για τη γνωστή έννοια της φωτογραφίας, αλλά για την ιδέα της δημιουργικότητας.
Ο Σάντερ δημοσίευσε το πρώτο βιβλίο με τη δουλειά του, το «Face of Our Time», το 1929. Η αμφιλεγόμενη αυτή έκδοση, που αποτελούσε μια συλλογική προσωπογραφία της γερμανικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου, εμπλουτίσθηκε με τα χρόνια και εξελίχθηκε στο «People of the 20th Century», το έργο ζωής του φωτογράφου. Το «Face of Our Time» περιελάμβανε μια επιλογή από 60 πορτρέτα ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο Σάντερ, υιοθετώντας μια αυστηρά μη πολιτική στάση, αποπειράθηκε να καταρτίσει μια περιεκτική φωτογραφική χαρτογράφηση όλων των διαφορετικών ενασχολήσεων, επαγγελμάτων και κοινωνικών τάξεων που αποτελούσαν την εθνική κοινωνική διάρθρωση στα χρόνια αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η σειρά χωρίζεται σε επτά ενότητες: ο γεωργός, ο ειδικευμένος τεχνίτης, η γυναίκα, οι τάξεις και τα επαγγέλματα, οι καλλιτέχνες, η πόλη και οι παρίες (άστεγοι, απόμαχοι κ.λπ.).
Φιλοδοξία του φωτογράφου ήταν να συνθέσει μια καθολική προσωπογραφία της ανθρωπότητας, να καταρτίσει μια μνημειώδη τεκμηρίωση. Μέσα από τα πορτρέτα του βλέπουμε ένα δημιουργό να επιχειρεί να καταγράψει, να συστηματοποιήσει και να οργανώσει μια σύγχρονη τυπολογία ανθρώπων, προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα τις μεταβαλλόμενες έννοιες της τάξης, της φυλής, του επαγγέλματος, της εθνικότητας και άλλων στοιχείων ταυτότητας. Ετσι οι εικόνες του, όπως άλλωστε κι ο ίδιος επεδίωξε, αποτελούν απεικονίσεις τύπων και όχι πορτρέτα ατόμων.
Ο Σομόροφ, γιος του γνωστού εμπορικού φωτογράφου Μπεν Σομόροφ, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1957. Σπούδασε Τέχνες και Φωτογραφία στο New School for Social Research, βοηθώντας παράλληλα τον πατέρα του στο στούντιο, στις εξωτερικές φωτογραφίσεις και στο σκοτεινό θάλαμο. Η πρώτη του έκθεση πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1979 στο Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας της Νέας Υόρκης κάτω από την προσωπική επίβλεψη του Κόρνελ Κάπα. Το 1978, σε ηλικία μόλις 21 ετών, άνοιξε το δικό του στούντιο φωτογραφίας και πολύ σύντομα άρχισε να συνεργάζεται με όλα τα σημαντικά περιοδικά της Νέας Υόρκης και της Ευρώπης.
Το 1980 μετακόμισε στην Ευρώπη, όπου εργάστηκε στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Μιλάνο και το Αμβούργο. Λίγο μετά την άφιξή του στη γηραιά ήπειρο απέκτησε προσωπική φήμη και ξεκίνησε τακτικές συνεργασίες με περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, όπως το «Vogue», το «Harpers Bazaar», το «Stern» και το «Life». Μετά την επιστροφή του στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αφοσιώθηκε στην επεξεργασία των ιδεών του και στην καλλιτεχνική του παραγωγή. Το πιστεύω του για μια κοινωνική μεταρρύθμιση μέσω της προώθησης της τέχνης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο όλης του της δραστηριότητας. Δίνει διαλέξεις και συνεργάζεται με σωματεία και πολιτιστικά ιδρύματα για τη δημιουργία προγραμμάτων που χρησιμοποιούν την τέχνη ως όχημα για τη βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων όσο και μεταξύ των κοινοτήτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου