Την συμφορά ὅταν ἔμαθα, πού ο Μύρης πέθανε,
πῆγα στό σπίτι του, μ’ ὅλο πού τό ἀποφεύγω
νά εἰσέρχομαι στῶν Χριστιανῶν τά σπίτια,
πρό πάντων ὅταν ἔχουν θλίψεις ἤ γιορτές.
Στάθηκα σέ διάδρομο. Δέν θέλησα
νά προχωρήσω πιό ἐντός, γιατί ἀντελήφθην
πού οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου μ’ ἔβλεπαν
μέ προφανῆ ἀπορίαν καί μέ δυσαρέσκεια.
Τόν εἴχανε σέ μιά μεγάλη κάμαρη
πού ἀπό τήν ἄκρην ὅπου στάθηκα
εἶδα κομμάτι∙ ὅλο τάπητες πολύτιμοι,
καί σκεύη ἐξ ἀργύρου καί χρυσοῦ.
Στέκομουν κ’ ἔκλαια σέ μιά ἄκρη τοῦ διαδρόμου.
Καί σκέπτομουν που ἡ συγκεντρώσεις μας κ’ ἡ ἐκδρομές
χωρίς τόν Μύρη δέν θ’ ἀξίζουν πιά∙
καί σκέπτομουν πού πιά δέν θά τόν δῶ
στά ωραῖα κι ἄσεμνα ξενύχτια μας
νά χαίρεται, καί νά γελᾶ, καί ν’ ἀπαγγέλλει στίχους
μέ τήν τελεία του αἴσθησι τοῦ ἑλληνικου ρυθμοῦ∙
καί σκέπτομουν πού ἔχασα γιά πάντα
τήν ἐμορφιά του, πού ἔχασα γιά πάντα
τόν νέον πού λάτρευα παράφορα.
Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλοῦσαν γιά
τήν τελευταία μέρα πού ἔζησε –
στά χείλη του διαρκῶς τ’ όνομα τοῦ Χριστοῦ,
στά χέρια του βαστοῦσ’ ἕναν σταυρό. –
Μπήκαν κατόπι μές στήν κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ἱερεῖς, κ’ ἔλεγαν προσευχές
ἐνθέρμως καί δεήσεις στόν Ἰησοῦν,
ἢ στήν Μαρίαν (δέν ξέρω τήν θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβάιως, πού ο Μύρης ἦταν Χριστιανός.
Ἀπό τήν πρώτην ὥρα τό γνωρίζαμε, ὅταν
πρόπερσι στήν παρέα μας εἶχε μπεῖ.
Μά ζοῦσεν ἀπολύτως σάν κ’ ἐμᾶς.
Ἀπ’ ὅλους μας πιό ἔκδοτος στές ἡδονές∙
σκορπώντας αφειδῶς τό χρῆμα του στές διασκεδάσεις.
Γιά τήν ὑπόληψι τοῦ κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σέ νύχτιες ρήξεις στές ὁδούς
ὅταν ἐτύχαινε ἡ παρέα μας
νά συναντήσει ἀντίθετη παρέα.
Ποτέ γιά τήν θρησκεία του δεν μιλοῦσε.
Μάλιστα μιά φορά τόν εἴπαμε
πώς θά τόν πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Ὅμως σάν νά δυσαρεστήθηκε
μ’ αὐτόν μας τόν ἀστεϊσμό: θυμοῦμαι τώρα.
Ἆ κι ἄλλες δυό φορές τώρα στόν νοῦ μου ἔρχονται.
Ὅταν στόν Ποσειδῶνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχτηκε ἀπ’ τόν κύκλο μας, κ’ ἔστρεψε ἀλλοῦ τό βλέμμα.
Ὅταν ἐνθουσιασμένος ἕνας μας
εἶπεν, Ἡ συντροφιά μας να’ ναι ὑπό
τήν εὔνοιαν καί τήν προστασίαν τοῦ μεγάλου,
τοῦ πανωραίου Ἀπόλλωνος – ψιθύρισεν ὁ Μύρης
(οἱ ἄλλοι δέν ἄκουσαν) «τῆ ἐξαιρέσει ἐμοῦ».
Οἱ Χριστιανοί ἱερεῖς μεγαλοφώνως
γιά τήν ψυχή τοῦ νέου δέονταν. –
Παρατηροῦσα μέ πόση ἐπιμέλεια,
καί μέ τί προσοχήν ἐντατική
στούς τύπους τῆς θρησκείας τους, ἑτοιμάζονταν
ὅλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ ἐξαίφνης μέ κυρίευσε μιά ἀλλόκοτη
ἐντύπωσις. Ἀόριστα, αἰσθανόμουν
σάν νά ‘φευγεν ἀπό κοντά μου ὁ Μύρης∙
αἰσθανόμουν πού ἑνώθη, Χριστιανός,
μέ τους δικούς του, καί πού γένομουν
ξ έ ν ο ς ἐγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ∙ ἔνοιωθα κιόλα
μιά ἀμφιβολία νά μέ σιμώνει: μήπως κ’ εἶχα γελασθεῖ
ἀπό τό πάθος μου, καί π ά ν τ α τοῦ ἤμουν ξένος. –
Πετάχτηκα ἔξω απ’ τό φρικτό τους σπίτι,
ἔφυγα γρήγορα πρίν ἁρπαχθεί, πρίν ἀλλοιωθεῖ
ἀπ’ την χριστιανοσύνη τους ἡ θύμηση τοῦ Μύρη.
[1929]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου