ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ*
Συγκροτημένη "πνευματική ζωή" στη νεώτερη Ελλάδα
σημαίνει στην ουσία δύο Γενιές. Η πρώτη είναι η Γενιά του 1880, η γενιά
του Παλαμά και του Ψυχάρη, η γενιά του μαχόμενου δημοτικισμού. Πατώντας
πάνω στην κληρονομιά των Επτανησίων και του Σολωμού, συνεργός ιδεολογική
στην ανορθωτική προσπάθεια ενός Τρικούπη και ενός Βενιζέλου, θα
εμπνεύσει άξιους ανθρώπους σε ποικίλους τομείς. Από τον Τριανταφυλλίδη
ώς τον Καζαντζάκη, από τον Καλομοίρη ώς τον Τσάτσο, το γενεαλογικό της
δέντρο θα εξακολουθήσει να δίνει καρπούς έως και πολύ μετά τον Πόλεμο.
Η δεύτερη Γενιά είναι, φυσικά, αυτή του 1930 - η Γενιά του Σεφέρη και του Ελύτη, της ανανεωμένης ματιάς στην παράδοση αλλά και της ισότιμης σχέσης με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Εμπνεόμενη με τη σειρά της από το παράδειγμα του Παλαμά και των δημοτικιστών, η Γενιά αυτή θα απλώσει ρίζες και κλαδιά σε όλα τα πεδία της νεοελληνικής έκφρασης, από τη μουσική ώς το θέατρο και από τα εικαστικά έως τον κινηματογράφο. Για πρώτη δε φορά σε τέτοιο βαθμό θα επιτύχει να κάνει αυτή την έκφραση γνωστή και εκτός των συνόρων της χώρας. Οι αναλογισμοί της πάνω στο ζήτημα του νέου ελληνισμού εξακριβωμένοι εξακολουθούν να σφραγίζουν τη συλλογική μας αυτοκατανόηση.
Κατά την υπεραιωνόβια διαδρομή του, το "Βιβλιοπωλείον της Εστίας" συνέδεσε την ύπαρξή του και με τους δυο αυτούς μεγάλους σταθμούς. Από τη χρονιά της ίδρυσής του στα 1885 θα συνοδοιπορήσει, συχνά και εκδοτικά, με τον Παλαμά και την αναγεννητική προσπάθεια της γενιάς του. Όμως στο απόγειο της επιρροής του θα φτάσει με τη Γενιά του 1930, όταν θα περιλάβει στον κατάλογό του τα έργα των σημαντικότερων πεζογράφων της. Όλες αυτές τις δεκαετίες, από το "Πανελλήνιον Βιβλιογραφικόν Δελτίον" του Ιωάννη Κολλάρου ώς τη "Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη" του Άλκη Αγγέλου, κι από το περιοδικό του Ξενόπουλου ώς αυτό του Ζουμπουλάκη, η Εστία με τις πρωτοβουλίες της θα υποκαταστήσει ενίοτε τους ισχνούς και αμήχανους θεσμούς της φιλαναγνωσίας μας.
Η καλλιέργεια των κλασσικών γραμμάτων αλλά και της σύγχρονης λογοτεχνίας· η μέριμνα για την επιστημονική και φιλολογική τεκμηρίωση· η έμφαση στο εκπαιδευτικό βιβλίο· η διαρκής ενημέρωση για τα εκτός Ελλάδος συμβαίνοντα: όλα αυτά από μόνα τους συγκροτούν ένα παιδευτικό πρόγραμμα δικαιούμενο να το ονομάσει κανείς "εθνικό". Και, εννοείται, αυτό το εθνικό πρόγραμμα είχε πολιτικό πρόσημο συγκεκριμένο, πρόσημο βαθιά και γνήσια αστικό. Όπως ακριβώς η Γενιά του Παλαμά, όπως ακριβώς η Γενιά του Σεφέρη, η Εστία υπήρξε πρωτίστως αυτό: ένα από τα βάθρα του αστικού πολιτισμού στην Ελλάδα.
Για τους λόγους αυτούς, το κλείσιμο του ενός σκέλους της δραστηριότητάς της, του βιβλιοπωλείου επί της οδού Σόλωνος, έχει όλο το συμβολικό βάρος του γεγονότος. Ήδη ο διαχωρισμός από το εκδοτικό σκέλος της επιχείρησης τα τελευταία χρόνια έδειχνε πόσο δύσκολο είναι στις μέρες μας να συνδυαστεί ο ρόλος του βιβλιοπώλη, από τη μια πλευρά, και του εκδότη, από την άλλη. Αν ο εκδότης μπορεί ακόμη να κρατήσει ώς ένα βαθμό το κρασί του ανέρωτο, ο βιβλιοπώλης είναι περίπου αδύνατο να τον ακολουθήσει. Συμπτώματα όπως η γνωστική υπερεξειδίκευση, η πληθωριστική βιβλιοπαραγωγή, οι αλυσίδες της λιανικής πώλησης και οι προσφορές των εφημερίδων, από τη μια μεριά· και από την άλλη, η υποβάθμιση της λογοτεχνίας, η άκρατη πολιτικολογία, ο χυδαίος οικονομισμός, η θεωριοκρατία και η αποθέωση του λάιφ στάιλ δεν καταδεικνύουν παρά το προφανές. Ότι δηλαδή ο τύπος του πεπαιδευμένου αστού, του ουμανιστή βιβλιόφιλου, του homo universalis έχει από καιρό παραχωρήσει τη θέση του σ' έναν νέο τύπο μαζικού καταναλωτή που η σχέση του με το βιβλίο είναι πολύ λιγότερο βαθιά, συνήθως μονόπλευρη, κάποτε κι εντελώς πρόσκαιρη ή επιδερμική. Ο αναγνώστης αυτός μπορεί να αγοράζει ενίοτε εκδόσεις της Εστίας, άλλωστε λίγο πολύ ψωνίζει τα πάντα· δεν έχει όμως λόγο πλέον να συχνάζει στο βιβλιοπωλείο της. Καθώς του λείπει το ουσιώδες, η πνευματική συγκρότηση, ένα συγκροτημένο βιβλιοπωλείο, ένα βιβλιοπωλείο με άποψη, είναι το τελευταίο που μπορεί να εκτιμήσει ή να χρειαστεί.
Σ' αυτή τη χρόνια παρακμή του αναγνωστικού μας πολιτισμού πρέπει επομένως να αναζητήσουμε τα αίτια του πράγματος. Και όχι λ.χ. στο ίντερνετ και την ψηφιακή εποχή, ούτε στην οικονομική κατακρήμνιση της χώρας. Τέτοια φαινόμενα επιδείνωσαν την κρίση, την επιτάχυναν ραγδαία, δεν την προκάλεσαν όμως. Όπως στ' άλλα πεδία του συλλογικού μας βίου, έτσι κι εδώ, στον ευαίσθητο χώρο της παιδείας και της καλλιέργειας των ιδεών, η Ελλάδα της νέας χιλιετίας μοιάζει να πορεύεται ακυβέρνητη, χωρίς έρμα και προσανατολισμό.
*Ο Κώστας Κουτσουρέλης είναι ποιητής, μεταφραστής http://www.avgi.gr
Όπως
ακριβώς η Γενιά του Παλαμά, όπως ακριβώς η Γενιά του Σεφέρη, η Εστία
υπήρξε πρωτίστως αυτό: ένα από τα βάθρα του αστικού πολιτισμού στην
Ελλάδα.
Η δεύτερη Γενιά είναι, φυσικά, αυτή του 1930 - η Γενιά του Σεφέρη και του Ελύτη, της ανανεωμένης ματιάς στην παράδοση αλλά και της ισότιμης σχέσης με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Εμπνεόμενη με τη σειρά της από το παράδειγμα του Παλαμά και των δημοτικιστών, η Γενιά αυτή θα απλώσει ρίζες και κλαδιά σε όλα τα πεδία της νεοελληνικής έκφρασης, από τη μουσική ώς το θέατρο και από τα εικαστικά έως τον κινηματογράφο. Για πρώτη δε φορά σε τέτοιο βαθμό θα επιτύχει να κάνει αυτή την έκφραση γνωστή και εκτός των συνόρων της χώρας. Οι αναλογισμοί της πάνω στο ζήτημα του νέου ελληνισμού εξακριβωμένοι εξακολουθούν να σφραγίζουν τη συλλογική μας αυτοκατανόηση.
Κατά την υπεραιωνόβια διαδρομή του, το "Βιβλιοπωλείον της Εστίας" συνέδεσε την ύπαρξή του και με τους δυο αυτούς μεγάλους σταθμούς. Από τη χρονιά της ίδρυσής του στα 1885 θα συνοδοιπορήσει, συχνά και εκδοτικά, με τον Παλαμά και την αναγεννητική προσπάθεια της γενιάς του. Όμως στο απόγειο της επιρροής του θα φτάσει με τη Γενιά του 1930, όταν θα περιλάβει στον κατάλογό του τα έργα των σημαντικότερων πεζογράφων της. Όλες αυτές τις δεκαετίες, από το "Πανελλήνιον Βιβλιογραφικόν Δελτίον" του Ιωάννη Κολλάρου ώς τη "Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη" του Άλκη Αγγέλου, κι από το περιοδικό του Ξενόπουλου ώς αυτό του Ζουμπουλάκη, η Εστία με τις πρωτοβουλίες της θα υποκαταστήσει ενίοτε τους ισχνούς και αμήχανους θεσμούς της φιλαναγνωσίας μας.
Η καλλιέργεια των κλασσικών γραμμάτων αλλά και της σύγχρονης λογοτεχνίας· η μέριμνα για την επιστημονική και φιλολογική τεκμηρίωση· η έμφαση στο εκπαιδευτικό βιβλίο· η διαρκής ενημέρωση για τα εκτός Ελλάδος συμβαίνοντα: όλα αυτά από μόνα τους συγκροτούν ένα παιδευτικό πρόγραμμα δικαιούμενο να το ονομάσει κανείς "εθνικό". Και, εννοείται, αυτό το εθνικό πρόγραμμα είχε πολιτικό πρόσημο συγκεκριμένο, πρόσημο βαθιά και γνήσια αστικό. Όπως ακριβώς η Γενιά του Παλαμά, όπως ακριβώς η Γενιά του Σεφέρη, η Εστία υπήρξε πρωτίστως αυτό: ένα από τα βάθρα του αστικού πολιτισμού στην Ελλάδα.
Για τους λόγους αυτούς, το κλείσιμο του ενός σκέλους της δραστηριότητάς της, του βιβλιοπωλείου επί της οδού Σόλωνος, έχει όλο το συμβολικό βάρος του γεγονότος. Ήδη ο διαχωρισμός από το εκδοτικό σκέλος της επιχείρησης τα τελευταία χρόνια έδειχνε πόσο δύσκολο είναι στις μέρες μας να συνδυαστεί ο ρόλος του βιβλιοπώλη, από τη μια πλευρά, και του εκδότη, από την άλλη. Αν ο εκδότης μπορεί ακόμη να κρατήσει ώς ένα βαθμό το κρασί του ανέρωτο, ο βιβλιοπώλης είναι περίπου αδύνατο να τον ακολουθήσει. Συμπτώματα όπως η γνωστική υπερεξειδίκευση, η πληθωριστική βιβλιοπαραγωγή, οι αλυσίδες της λιανικής πώλησης και οι προσφορές των εφημερίδων, από τη μια μεριά· και από την άλλη, η υποβάθμιση της λογοτεχνίας, η άκρατη πολιτικολογία, ο χυδαίος οικονομισμός, η θεωριοκρατία και η αποθέωση του λάιφ στάιλ δεν καταδεικνύουν παρά το προφανές. Ότι δηλαδή ο τύπος του πεπαιδευμένου αστού, του ουμανιστή βιβλιόφιλου, του homo universalis έχει από καιρό παραχωρήσει τη θέση του σ' έναν νέο τύπο μαζικού καταναλωτή που η σχέση του με το βιβλίο είναι πολύ λιγότερο βαθιά, συνήθως μονόπλευρη, κάποτε κι εντελώς πρόσκαιρη ή επιδερμική. Ο αναγνώστης αυτός μπορεί να αγοράζει ενίοτε εκδόσεις της Εστίας, άλλωστε λίγο πολύ ψωνίζει τα πάντα· δεν έχει όμως λόγο πλέον να συχνάζει στο βιβλιοπωλείο της. Καθώς του λείπει το ουσιώδες, η πνευματική συγκρότηση, ένα συγκροτημένο βιβλιοπωλείο, ένα βιβλιοπωλείο με άποψη, είναι το τελευταίο που μπορεί να εκτιμήσει ή να χρειαστεί.
Σ' αυτή τη χρόνια παρακμή του αναγνωστικού μας πολιτισμού πρέπει επομένως να αναζητήσουμε τα αίτια του πράγματος. Και όχι λ.χ. στο ίντερνετ και την ψηφιακή εποχή, ούτε στην οικονομική κατακρήμνιση της χώρας. Τέτοια φαινόμενα επιδείνωσαν την κρίση, την επιτάχυναν ραγδαία, δεν την προκάλεσαν όμως. Όπως στ' άλλα πεδία του συλλογικού μας βίου, έτσι κι εδώ, στον ευαίσθητο χώρο της παιδείας και της καλλιέργειας των ιδεών, η Ελλάδα της νέας χιλιετίας μοιάζει να πορεύεται ακυβέρνητη, χωρίς έρμα και προσανατολισμό.
*Ο Κώστας Κουτσουρέλης είναι ποιητής, μεταφραστής http://www.avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου