Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Το τυπωμένο χαρτί δεν είναι πια φετίχ

Έντυπη Έκδοση

Οι νέες τεχνολογίες δεν είναι πανάκεια ούτε και εχθρός των βιβλίων, υποστηρίζει ο Αντονι Γκράφτον


ΟΑμερικανός ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον Αντονι Γκράφτον δεν αντιμετωπίζει τις νέες τεχνολογίες του ηλεκτρονικού υπολογιστή και του Διαδικτύου ούτε ως πανάκεια ούτε ως καταστροφέα. Η έντυπη γνώση δεν είναι πια αυτή που γνωρίζαμε, χωρίς το τυπωμένο χαρτί να έχει χάσει την αίγλη και τη γοητεία του.
 Ομως δεν αντιμετωπίζει ο 63χρονος πανεπιστημιακός φετιχιστικά το τυπωμένο βιβλίο, επειδή είναι παιδί το οποίο διαμορφώθηκε μέσα στην ιδιαίτερα βαριά μυρωδιά του, καθώς παλιώνει.

Ισορροπεί μεταξύ παλαιάς και νέας μορφής αναζήτησης, ανάγνωσης και αρχειοθέτησης, προσπαθώντας πρωτίστως να κατανοήσει την αξία της καθεμιάς. Γι' αυτό και το αποτέλεσμά του, επειδή δεν πάσχει από βεβαιότητες, γίνεται ελκυστικό, αναγνώσιμο και αναγνωρίσιμο.
Αναφερόμαστε στο μικρού σχήματος βιβλιαράκι που στεγάζει το δοκίμιο «Το έντυπο σε κρίση. Το βιβλίο εξαϋλώνεται» (πρωτότυπος τίτλος: «Codex in Crisis», μετάφραση Παναγιώτης Σουλτάνης, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σελίδες 107, τιμή: 12 ευρώ).
Δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, γιατί του δίνει τη δυνατότητα να ξεφυλλίζει παλαιά κιτρινισμένα βιβλία. Μ' αυτή του την πράξη, παραδέχεται ότι είναι κληρονόμος της βιβλιοαναγνωσίας και βιβλιοφιλίας, όπως την αντιλαμβανόταν ο αναγνώστης κατά τις δεκαετίες του '60 και του '70. Ως βιβλιοφάγος και βιβλιοερωτευμένος των παλιών βιβλιοθηκών, των οποίων δηλώνει θαμώνας τους, από τότε που ήταν φοιτητής, δεν αποστρέφει το βλέμμα από το θαυμαστό καινούργιο προϊόν του ψηφιακού βιβλίου.
Οι βιβλιοθήκες
Ομως δεν στρατοπεδεύει ούτε στην ηλικία του με τις κατακτημένες μνήμες, ούτε όμως στους χιλιαστές προφήτες, οι οποίοι έχουν αναγγείλει, εδώ και καιρό, το θάνατο των βιβλιοθηκών με τα ράφια ώς πάνω και τις καρτέλες προσεκτικά τακτοποιημένες στις συρταριέρες των ξύλινων επίπλων, που έχει «γράψει» πάνω τους ο χρόνος. Την ίδια στιγμή, δεν συμμερίζεται το ακραία ουτοπικό όραμα αυτών οι οποίοι υπερθεματίζουν την ψηφιοποίηση, με το επιχείρημα ότι δεν θ' αργήσει να γίνει προσιτή σ' όλους το σύνολο της γραπτής παρακαταθήκης της ανθρώπινης γνώσης.
Τι συνέβαινε τότε και τι συμβαίνει τώρα αναφορικά με την τεχνολογική υποστήριξη τών βιβλιοθηκών;
«[...]. Οι βιβλιοθήκες του 1950 και του 1960, που το υλικό τους βασιζόταν στα φιλμ και τις ανατυπώσεις, δεν έγιναν ποτέ πραγματικά περιεκτικές. Οι εμπορικές εταιρείες που έκαναν την φιλμογράφηση έδιναν έμφαση, όπως ήταν αναμενόμενο, στο εμπορικό υλικό. Οι χορηγοί μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα έδιναν έμφαση στα κείμενα που ενδιέφεραν τους ίδιους· τα καθολικά ιδρύματα, για παράδειγμα, ενδιαφέρονταν για μεσαιωνικά λατινικά χειρόγραφα. Καμία ξεκάθαρη λογική δεν υπαγόρευε ποια κείμενα θα ανατυπώνονταν σε χαρτί, ποια θα φιλμογραφούνταν και ποια θα έμεναν στην αφάνεια».
Αντιθέτως, εκτιμά ότι η σημερινή εποχή της ψηφιοποίησης «έχει υπερκεράσει την εποχή του μικροφίλμ, και ως προς τις φιλοδοξίες και ως προς τα επιτεύγματά της. Στο κάτω κάτω, ελάχιστοι διέθεταν τότε δικές τους συσκευές ανάγνωσης μικροφίλμ ή μικροδιαφανειών, ενώ σήμερα οι πιο σοβαροί αναγνώστες στις αναπτυγμένες χώρες έχουν άμεση πρόσβαση σε σταθερούς ή φορητούς υπολογιστές, καθώς και σύνδεση στο Διαδίκτυο.
»Είναι εμφανείς οι αλλαγές τις οποίες επέφεραν όλα αυτά. Ακόμη και οι πλέον παραδοσιακοί μεταξύ τών μελετητών, όταν χρειάζεται να ανατρέξουν σε μια χρονολογία, ένα γεγονός ή ένα κείμενο, γενικά δεν ξεκινούν πηγαίνοντας σε μια αίθουσα βιβλιοθήκης, ασφυκτικά γεμάτη με εγκυκλοπαίδειες και ειδικές εκδόσεις, αλλά συμβουλεύονται μια μηχανή αναζήτησης».
Ψηφιακό υλικό
Ο Αντονι Γκράφτον κάνει εκτενή αναφορά στο σχεδιασμό της Google για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τη σάρωση του έντυπου βιβλίου. «Σύμφωνα με μια συντηρητική εκτίμηση, το σύνολο των βιβλίων που έχουν εκδοθεί στην ιστορία όλου του κόσμου είναι τριάντα δύο εκατομμύρια· η Google όμως πιστεύει ότι πρέπει να ανέρχονται σε εκατό εκατομμύρια περίπου», περιγράφοντας το συνολικό όγκο του βιβλιακού υλικού που δυνητικά πρέπει να αποθηκευτεί στις «δέλτους» της.
Ετσι, η συγκεκριμένη εταιρεία αρχειοθέτησης και αναζήτησης συνεργάζεται με δέκα χιλιάδες εκδότες. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και οι αναγωνιστές της, η Amazon και η Barnes & Noble, με αποτέλεσμα «ο παγκόσμιος ιστός να έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο και πολυσύχναστο διαδικτυακό βιβλιοπωλείο. Ενας φορητός υπολογιστής αρκεί για να ρίξεις μια ματιά σε κουβερτούρες βιβλίων, να διαβάσεις οπισθόφυλλα και να πάρεις μια γεύση από το περιεχόμενο της περιορισμένης ομάδας βιβλίων που εξακολουθούν να πωλούνται». Αυτό το «γλυκύτατο δέλεαρ», όπως χαρακτηρίζει την πράξη της αναζήτησης στο Διαδίκτυο, έχει και τα αρνητικά του. Και ιδού ποια είναι:
«Μολονότι η Google ισχυρίζεται ότι καθιστά προσβάσιμο το πλήρες κείμενο όλων των βιβλίων που δεν προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα, στην πραγματικότητα δεν μπορείς ούτε να κατεβάσεις ούτε καν να διαβάσεις σε όλη τους την έκταση πολλά κείμενα που δεν προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα. Το σύστημα σου επιτρέπει να δεις τρεις κυματιστές φέτες κειμένου (που είναι μάλλον σίγουρο ότι δεν θα περιλαμβάνουν το ακριβές χωρίο που χρειάζεσαι) τις οποίες εμφανίζει και για τα βιβλία με πνευματικά δικαιώματα. Οπως ο Ερασμος, έτσι και η Google είναι ένας γενναιόδωρος αλλά καθόλου αλάθητος οδηγός στο σύμπαν των βιβλίων».
Βιβλιοθηκοποντικός
Ως συμπέρασμα, ο Αντονι Γκράφτον παραμένει ένας αμετανόητος «βιβλιοθηκοποντικός». Χωρίς, όμως, να διαγράφει από τον τρόπο εργασίας και διασκέδασής του τις εύκολα προσβάσιμες ροές των ηλεκτρονικών δεδομένων -που παραδέχεται ότι είναι εύχρηστα πλουσιοπάροχες. Εν τούτοις, αυτές οι άυλες πληροφορίες, όσο κι αν έχουν ελαφρώσει τον αναγνώστη από το βάρος των τόμων, που ήταν αναγκασμένος να μεταφέρει, «θα φωτίσουν μάλλον παρά θα εξαλείψουν τα μοναδικά βιβλία, έντυπα και χειρόγραφα, που μόνο η βιβλιοθήκη μπορεί να τα φέρει μπροστά σας».
Η τελική πρόταση για τη σημερινή λειτουργία της ανάγνωσης φαίνεται φετιχιστικά παλιομοδίτικη, αφού επιλέγει κυρίως και χωρίς δεύτερη κουβέντα το αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης αντί της φωτεινής οθόνης του υπολογιστή. Ομως εκφράζει αυτό που είναι ο ίδιος ο Αντονι Γκράφτον. Ενας ουμανιστής, ο οποίος επιθυμεί να επιστρέφει στο παρελθόν ως αρχαιολόγος της γνώσης:
«Προς το παρόν, και για το εγγύς μέλλον, αν θελήσετε να συναρμολογήσετε ένα όσο το δυνατόν πιο πλούσιο μωσαϊκό εγγράφων, κειμένων και εικόνων θα μπορέσετε να το κάνετε σ' εκείνες τις πολυσύχναστες δημόσιες βιβλιοθήκες όπου το φως του ήλιου αστράφτει πάνω στα λουστραρισμένα τραπέζια, όπως γίνεται εδώ και πάνω από έναν αιώνα, και όπου η γνώση είναι ακόμα ενσωματωμένη μέσα σε εκατομμύρια σκονισμένα, έτοιμα να διαλυθούν, δύσοσμα, αναντικατάστατα χειρόγραφα και βιβλία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου