Της Πέπης Ρηγοπούλου/Εφημερίδα των Συντακτών
Στις 6 Απριλίου 1941 επιτίθενται οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Στις 27 Απριλίου εισβάλλουν στην Αθήνα. Tον Δεκέμβρη η στρατιωτική τους ηγεσία ζητά τη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών για να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά. Ο πρύτανης Μπαλής εισηγείται στον κατοχικό αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Παιδείας Λογοθετόπουλο να μη δοθεί. Εκείνος όμως, φανατικός γερμανόφιλος, τη δίνει. Η εικόνα του πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού που στήθηκε στην αίθουσα έχει σωθεί και καταγραφεί στα αρχεία της ΕΡΤ. Επάνω στο κέφι τους οι Γερμανοί στρατιωτικοί βγαίνουν στα προπύλαια και αποκεφαλίζουν τα αγάλματα που και σήμερα βρίσκονται μπροστά στο κτίριο του ιδρύματος. Ο Ελληνας δημοσιογράφος Κώστας Παράσχος φωτογραφίζει και διασώζει την εικόνα των ακέφαλων αγαλμάτων που οι κατακτητές αποκατέστησαν τις επόμενες μέρες για να προλάβουν αντιδράσεις. Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. (Στο σάιτ «Αθεόφοβος» μπορεί κανείς να βρει τη συνέχεια.) Ομως εγώ δεν θέλω να μιλήσω για τη συνέχεια αυτή, αν και η ιστορία, ακόμα και όταν μοιάζει να διακόπτεται, συνεχίζεται και με μια έννοια επαναλαμβάνεται με άλλους τρόπους.
Θέλω να μιλήσω για την επαναβίωση ενός τραύματος που είναι αυτό της κατοχής της χώρας μας. Μπορεί η Γερμανία να μην είναι αυτή του Χίτλερ, η αντίληψη του οποίου για την ανωτερότητα της άριας «καθαρής» φυλής έχει για πολλούς με έναν απλουστευτικό και επικίνδυνο τρόπο καταχωριστεί στον χώρο του παραλόγου. Μπορεί σήμερα να βλέπουμε τον Χίτλερ να μιλά σαν νευρόσπαστο και να αναρωτιόμαστε πώς ήταν δυνατόν τόσα πλήθη κόσμου να υπνωτίζονται από αυτόν. Δεν αναρωτιόμαστε ωστόσο τι απέγιναν όσοι από τα πλήθη αυτά δεν έχουν ακόμη πεθάνει, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους. Η έκθεση για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ που έγινε το 1996 στη Βιέννη αποκάλυψε μέσα από το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ ότι ήταν πολλοί εκείνοι, αν όχι οι περισσότεροι, που δεν πίστευαν ότι τα ναζιστικά εγκλήματα είχαν διαπραχθεί. Στον χώρο των καλλιτεχνών βέβαια, οι Βιεννέζοι αξιονιστές του ’60, ο Μπόις και πολλοί άλλοι έχουν ενσωματώσει την ενοχή στο έργο τους και στο ίδιο τους το σώμα, λειτουργώντας ως μάρτυρες με τη διττή σημασία του όρου.
Ομως το ερώτημα παραμένει για τον περίφημο «κοινό» ή «μέσο» άνθρωπο, τον άνθρωπο δηλαδή που δεν υπάρχει παρά μόνον ως στατιστικός κανόνας για να επιβάλλονται στους λαούς ως πολιτικές εξόντωσης τα εκάστοτε στατιστικά λάθη.
Αυτοί που επαίρονται ότι γράφουν την ιστορία στο όνομα του «μέσου ανθρώπου» επιτάσσουν τη λήθη ή αυτό που στην ιδιόλεκτο των υπολογιστών αποκαλείται «ολική διαγραφή». Οσοι όμως δεν έχουμε παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της ελευθερίας μας διαλέγουμε τις μνήμες μας ή μάλλον εκείνες μας διαλέγουν, ανάμεσα σε γεγονότα που είχαν ή δεν είχαν μια έκβαση ευτυχή. Επιμένουμε να θυμόμαστε το ιστορικό τραύμα, όπως επιμένουμε να τραγουδάμε λυπημένα τραγούδια. Το τραύμα είναι ένα ακόμα τραγούδι για την απώλεια. Η απώλεια είναι μια ιστορία που δεν τελειώνει ποτέ.
Οσες απαγορεύσεις και αναθεωρήσεις και να επιχειρηθούν, αυτή η ατέλειωτη ιστορία λειτουργεί στους υποδόριους ιστούς, πλημμυρίζει τους νευρώνες, διοχετεύεται στα κύτταρα. Επιμένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου