Με το σκεπτικό ότι το παιχνίδι στις διάφορες εκφάνσεις του είναι
διαχρονικά ένας αποκαλυπτικός καθρέφτης της ιστορίας του πολιτισμού,
στήθηκε το πολυσέλιδο, πλούσια εικονογραφημένο βιβλίο-λεύκωμα που το
επιμελήθηκε με υψηλές αισθητικές προδιαγραφές ο εκδοτικός οίκος POLARIS
εν ονόματι της Τράπεζας Πειραιώς.
Η έκδοση ενός βιβλίου-λευκώματος για τα παλιά παιχνίδια-αθύρματα αποτελεί εξ ορισμού ένα τρυφερό γεγονός, ικανό να γοητεύσει όλες τις ηλικίες, σε διαφορετικό βέβαια βαθμό και για διαφορετικούς λόγους. Οι ενήλικες νοσταλγούν την παιδική τους ηλικία, την κοινή υπερπατρίδα των ανθρώπων απανταχού της Γης, ενώ τα παιδιά, απ’ την άλλη, ταξιδεύουν στους παρωχημένους χρόνους του παιχνιδιού, μαθαίνοντας κι ανακαλύπτοντας έναν κόσμο σε μικρογραφία, το εύρος, το ήθος και την ευρηματικότητα του οποίου ίσως δεν υποπτεύονται μες στον καταιγισμό της ηλεκτρονικής πραγματικότητας που βιώνουν.
Με το σκεπτικό ότι το παιχνίδι στις διάφορες εκφάνσεις του είναι διαχρονικά ένας αποκαλυπτικός καθρέφτης της ιστορίας του πολιτισμού, στήθηκε το πολυσέλιδο, πλούσια εικονογραφημένο βιβλίο-λεύκωμα που το επιμελήθηκε με υψηλές αισθητικές προδιαγραφές ο εκδοτικός οίκος POLARIS εν ονόματι της Τράπεζας Πειραιώς.
Τα εκατοντάδες παιχνίδια που παρουσιάζονται στον τόμο αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της προσωπικής συλλογής μου, η οποία αριθμεί έως τώρα περισσότερα από 6.000 παλιά αθύρματα, που καλύπτουν κυρίως την περίοδο από τον 19ο αιώνα μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε και αρχίζει να γίνεται αισθητή μια αλλαγή στη φυσιογνωμία του παιχνιδιού. Η συλλογή τους ξεκίνησε κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, με σταθερό γνώμονα ευθύς εξ αρχής την επιθυμία μου να ιδρύσω στη γενέτειρά μου, τη Μύρινα της Λήμνου, ένα μουσείο Ιστορίας Παιδικού Παιχνιδιού και Βιβλίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εναυσματική έκθεση κάποιων παιχνιδιών της συλλογής μου είχε γίνει στη Μύρινα το 1992, και το πρώτο άρθρο που συνέταξα τότε για την αναγκαιότητα ενός τέτοιου μουσείου, τον χαρακτήρα και τις συναφείς στοχεύσεις του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αρχαιολογία (τχ. 50, Μάρτιος 1994). Η Τράπεζα Πειραιώς και οι εκδόσεις POLARIS μου έδωσαν απλόχερα τη δυνατότητα να στεγαστεί στην καλαίσθητη έκδοσή τους το μακρόχρονο όραμά μου πριν υλοποιηθεί τρισδιάστατα με την επικείμενη λειτουργία του μουσείου.
Το παρόν βιβλίο-λεύκωμα είναι αρθρωμένο σε τρία σαφώς διακριτά μέρη. Το πρώτο απαρτίζεται από επιμέρους υποενότητες που πραγματεύονται ό,τι δηλώνει και ο γενικός τίτλος «Λόγος εισαγωγικός και μυητικός στο παιχνίδι». Πέρα όμως από τις γενικές σκέψεις για την αναγκαιότητα και τη λειτουργία του παιχνιδιού στα πεδία του πολιτισμού, δίνεται στο πρώτο αυτό μέρος, μέσα από έναν λόγο νοσταλγικά αυτοαναφορικό, η ιστορία της συλλογής μου που πρωτοξεκίνησε ουσιαστικά με ένα παλιό μεταλλικό τρενάκι που απέκτησα το 1978 σε παλαιοπωλείο της Νυρεμβέργης. Παράλληλα, αναζητείται η αγάπη επώνυμων δημιουργών του πνεύματος και της τέχνης για το παιχνίδι-άθυρμα που δεν έπαψε να κινητοποιεί δημιουργικά και να εξάπτει τη φαντασία τους. Χαρακτηριστική περίπτωση, από την άποψη αυτή, ο Γιώργος Σεφέρης που έφτιαχνε στον Πόρο μικροπαίχνιδα από καλάμια και βελανίδια, όπως ο δρ. Ρωτλάουφ και η κυρία Ζεν – παιχνίδια που μεταπήδησαν και στην ποίησή του, τροφοδοτώντας την γόνιμα.
Στο δεύτερο μέρος, που αποτελεί και τον κύριο κορμό του βιβλίου με τίτλο «Το σώμα των παιχνιδιών», παρατίθενται σε 25 θεματικές ενότητες πολυάριθμα παιχνίδια, ελληνικά και ξένα, ταξινομημένα με κριτήρια το είδος, το υλικό κατασκευής και τους τρόπους λειτουργίας τους, την έμφυλη ταυτότητά τους (αγορίστικα, κοριτσίστικα) κ.ο.κ. Θέλοντας να αποφύγω μία στεγνή παράθεση του υλικού κι έχοντας στις προθέσεις μου να μη χαθεί η δροσιά, η μαγεία και προπαντός η παιγνιώδης διάθεση που υποβάλλουν τα αθύρματα απ’ τη φύση τους, προσπάθησα να αναδείξω τα εισαγωγικά κείμενα των επιμέρους ενοτήτων σε τερπνά αναγνώσματα, όπου τα πραγματολογικά στοιχεία, η ιστορική ταυτότητα και η κοινωνική-παιδαγωγική διάσταση της κάθε κατηγορίας παιχνιδιών μπολιάζονται με ανεκδοτολογικά στοιχεία και χαρακτηριστικά λογοτεχνικά παραθέματα και μαρτυρίες. Κυρίαρχη στις σελίδες του βιβλίου η νοσταλγία που κάνει συχνά ανοίγματα στο όνειρο, στις επιθυμίες και τις προσδοκίες των πάλαι ποτέ παιδιών και όσων επιμένουν και στην ενήλικη ζωή τους να ταξιδεύουν στη Χώρα του Ποτέ Ποτέ παρέα με τον Πίτερ Παν. Τα κείμενα, όπου χρειάζεται, διανθίζονται και με πινελιές χιούμορ, σύμφυτο κι αυτό με κάποιες κατηγορίες παιχνιδιών.
Αρχής γενομένης με τη θεματική ενότητα που έχει τίτλο «Με τον καταπραϋντικό ήχο της κουδουνίστρας», ακολουθούν ενότητες όπως «Teddy Bear: Όταν το ορφανό αρκουδάκι γίνεται το αγαπημένο παιχνίδι των μικρών παιδιών», «Με την κιβωτό του Νώε», «Ξεφαντώνοντας σε παιδική χαρά και λούνα παρκ», «Στο τσίρκο με κλόουν, ισορροπιστές και μαϊμούδες», «Τα στρατιωτάκια και το ταμπούρλο», «Από τον κόσμο της κούκλας», «Κουκλοθέατρο για μικρούς και μεγάλους», «Θα ξαναπαίξουμε πόλεμο;», «Θέλω να γίνω πυροσβέστης!», «Εν πλω», «Έχω ένα αυτοκινητάκι που όλο όλο τρέχει…», «Ο δυναμικός μοτοσικλετιστής», «Ο άγιος των παιχνιδιών», «Ο κουμπαράς μου είναι γουρούνι!», «Το μικρό σεντούκι των θησαυρών» κ.ά. Το κάθε εικονιζόμενο παιχνίδι συνοδεύεται από μία διεξοδική κειμενολεζάντα στην οποία δηλώνονται οι διαστάσεις του, τα υλικά κατασκευής και οι τρόποι λειτουργίας του, τα στοιχεία της κατασκευαστικής εταιρείας (ελληνικής ή ξένης) και η χρονολόγησή του. Παράλληλα όμως στις κειμενολεζάντες βρίσκουν θέση ανεκδοτολογικά στοιχεία που έχουν σχέση με το συγκεκριμένο κάθε φορά παιχνίδι, κι ακόμη αναζητώνται οι συμβολισμοί του και το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε.
Η θεματική παρουσίαση των παιχνιδιών δεν έγινε με τη λογική μιας ευθύγραμμης παρατακτικότητας, αλλά με διάθεση σκηνογραφική, έτσι ώστε να αναδυθεί, κατά κάποιον τρόπο, το στοιχείο της αφηγηματικότητας και μιας θεατρικής αμεσότητας που υποβάλλουν την αίσθηση της δράσης. Τα παρουσιαζόμενα παιχνίδια νοούνται έτσι συχνά ως μέρος ενός δρώμενου, ανοιχτού σε υποκειμενικά ερμηνεύματα του θεατή-αναγνώστη.
Στο τρίτο, τέλος, μέρος δημοσιεύονται δύο διηγήματά μου με τίτλο «Στρατιωτάκια στο πηγάδι» και «Το κορίτσι που δεν ήθελε να μεγαλώσει», διηγήματα που προσεγγίζουν λογοτεχνικά ό,τι εμφαίνουν τα δύο προηγούμενα μέρη: Τη δοξαστική παρουσία του παιχνιδιού μες στον πολιτισμό, την καθοριστική συμβολή του κατά την πρώτη μας θητεία στο μοίρασμα των κοινωνικών ρόλων, τους τρόπους που αυτό ακονίζει και αναδεικνύει δεξιότητες, που εξάπτει δημιουργικά τη φαντασία και οδηγεί βαθμιαία στη συναισθηματική ωριμότητα και την κοινωνικοποίηση του παιδιού. Με τα δύο αυτά διηγήματα θέλησα να υπογραμμίσω αφενός την παραπληρωματική σχέση που έχουν στους δικούς μου αξιακούς κώδικες η συλλογή παιχνιδιών και η ενασχόλησή μου με την παιδική λογοτεχνία (βασικοί θεματικοί άξονες και του υπό ίδρυση μουσείου στη Λήμνο), και αφετέρου πώς το παιχνίδι μπορεί να αποτελέσει το ίδιο υλικό για μυθοπλασίες. Εξάλλου, η γλυκιά δεσποτεία του παιχνιδιού είναι έκδηλη σε πολλά από τα λογοτεχνικά μου έργα – και όχι μόνο όσα απευθύνονται σε παιδιά.
Για να αποκτήσει κανείς μια στοιχειωδώς κατατοπιστική εικόνα για τον χαρακτήρα του βιβλίου-λευκώματος επιλέχθηκαν εδώ κάποια μικρά αποσπάσματα.
«Το παιχνίδι είναι ο ιδιωτικός χώρος του παιδιού κι ένας κόσμος μικρογραφημένος στα μέτρα του, πέρα για πέρα όμως αληθινός, που ως τέτοιος εμπεριέχει πράξεις μιμητικής και μυητικής προσομοίωσης στον κόσμο των ενηλίκων. Αυτοί οι ενήλικες είναι που ανασκαλεύουν μνήμες, αυτοί οι νοσταλγοί. Γιατί η παιδική ηλικία, είναι γεγονός, δεν έχει τόση αξία για το ίδιο το παιδί –που τη βιώνει έτσι κι αλλιώς ως κάτι αυτονόητο– όσο για τον ενήλικα, αφού σε τελική ανάλυση η αξία της αθωότητας έγκειται πρώτιστα στην απώλειά της – αυτή η αθωότητα της παιδικής ηλικίας που τόσο την εξιδανίκευσε ο Ρουσσώ και, ύστερα, υπό το κράτος των θέσεών του, ολόκληρος ο 19ος αιώνας ως την ευτυχέστερη περίοδο της ανθρώπινης ζωής. Καθώς λοιπόν αλαργεύει η ευλογημένη χώρα της παιδοσύνης μας, όλο και πιο έντονα μας στέλνουν σινιάλο τα παιχνίδια της…» (σ. 11).
«Σημείωνα και αλλού, πριν από μερικά χρόνια, ότι χάρη στην έμφυτη τάση του ανθρώπου για παιχνίδι επιτυγχάνεται σε ένα νοητό-συμβολικό επίπεδο προβολής η σύμπτωση των ηλικιακών άκρων. Υποδυόμενα τα παιδιά με την πιο μεγάλη σοβαρότητα τους “μεγάλους”, συναντούν τους ενήλικες, οι οποίοι από την πλευρά τους παίζοντας, αφήνουν να αναδυθεί το μέσα τους παιδί, με αποτέλεσμα να δημιουργείται, κατά κάποιον τρόπο, στην κοινωνική σκηνή ένα ενιαίο πρόσωπο. Αυτό το ενιαίο πρόσωπο θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπονοεί ίσως και ο André Malraux με τη διαπίστωση “η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν ενήλικες” …» (σ. 15).
«Η λειτουργική και μορφική απλότητα των αυτοσχέδιων ή λαϊκών παιχνιδιών και η κατασκευή τους από ευτελή κατά κανόνα υλικά (ξύλο, πηλός, χαρτόνι, σύρμα ή ανακυκλωμένη λαμαρίνα) καθόλου δεν τα υποβαθμίζουν στα παιδικά μάτια. Κάθε άλλο μάλιστα. Αυτή ακριβώς τη γοητεία που ασκούν στα παιδιά τα αυτοσχέδια “πρωτόγονα” παιχνίδια, καθότι είναι πιο κοντά στην απλή τους γλώσσα, εξαίρει ο Charles Baudelaire: “Το παιχνίδι είναι η πρώτη μύηση του παιδιού στην τέχνη ή μάλλον το πρώτο απτό δείγμα τέχνης και, όταν έρθει η ώριμη ηλικία, τα αντίστοιχα τελειοποιημένα δείγματα δεν θα γεννήσουν στο πνεύμα του την ίδια θέρμη, ούτε τον ίδιο ενθουσιασμό, ούτε την ίδια πεποίθηση…” [...] Η απλότητα του αυτοσχέδιου παιχνιδιού ή και η παντελής έλλειψή του κινητοποιούν, είναι αλήθεια, περισσότερο τη δημιουργική φαντασία του παιδιού που ξέρει να βελτιώνει, να συμπληρώνει ή να προεκτείνει τη μορφή και τις ιδιότητές του, να το επινοεί και να το βαφτίζει κατά τις ανάγκες της στιγμής κι ανάλογα με το παιγνιώδες σενάριο που στήνει παίζοντας. Το παιδί έχει το χάρισμα και το μοναδικό προνόμιο να μετατρέπει σε παιχνίδι οτιδήποτε…» (σ. 30).
«Τις ώρες της σχόλης του ο Σεφέρης χαλάρωνε χειρωνακτικά, και μάλιστα ενίοτε με κείνη την καλλιτεχνική και παιγνιώδη διάθεση που τον διέκρινε. Από κάτι τέτοιες ώρες βγήκαν απ’ τα χέρια του τα δύο αυτοσχέδια “παιχνίδια”, αρμολογημένα από υλικά της Φύσης, παιχνίδια που ο ίδιος τα ονόμασε “Δρ Ρωτλάουφ” και “Κυρία Ζεν”, ενώ παράλληλα ασκήθηκε πάνω τους στιχουργικά. Ήταν στον Πόρο, 1946, χρονιά που έγραφε την Κίχλη. [...] Τέτοια άμεση μετουσίωση αυτοσχέδιων παιχνιδιών σε ποιητική πρώτη ύλη παραμένει μοναδική στα λογοτεχνικά μας πεδία και αποκτά βέβαια ιδιαίτερη σημασία, μια και αυτουργός είναι ο κορυφαίος νομπελίστας ποιητής μας, ο οποίος σε διάφορα κείμενά του και προπαντός στις επιστολές του προβάλλει την εικόνα του λογοτέχνη ως χειροτέχνη, παντρεύοντας έτσι την τέχνη του λόγου με την τέχνη του χεριού…» (σ. 32).
«Την πέμπτη ημέρα της Δημιουργίας έφτιαξε ο Θεός τα ψάρια και τα πουλιά, την έκτη όλα τα ζώα της στεριάς και μαζί τον άνθρωπο ως κορωνίδα, για να εξουσιάζει το ζωικό βασίλειο. Κι από τότε τα ζώα έχασαν την ησυχία τους, όλο και πιο πολύ, καθώς οι άνθρωποι κατακυρίευαν τη Γη. Με τα παιδιά όμως τα πράγματα είναι αλλιώς. Η αγάπη τους για τα ζώα ανυπόκριτη, ανυστερόβουλη, βαθιά. Αυτά είναι τα πρώτα τους παιχνίδια και σίγουρα τα πιο αγαπημένα, ιδίως στα πρώιμά τους χρόνια [...] Τα ζώα που μιλούν, που έχουν ανθρώπινο ψυχισμό και χαρακτήρα είναι μοτίβα στερεότυπα του παραδοσιακού παραμυθιού και πάνε πίσω μέχρι τους μύθους του Αισώπου, τον 6ο αιώνα π.Χ., και την περίφημη Βατραχομυομαχία – ένα μικρό εύθυμο έπος τριακοσίων στίχων, όπου εξιστορείται με ομηρικό αφηγματικό ύφος η μάχη βατράχων και ποντικών γύρω από ένα έλος…» (σ. 50, 52).
«Κανενός άλλου παιχνιδιού η ηθική δεν αμφισβητήθηκε όσο των πολεμικών του 20ού αιώνα, του αιώνα των δύο παγκοσμίων πολέμων, της ατομικής βόμβας, της Κορέας, του Βιετνάμ και μιας ατέλειωτης ακόμη αλυσίδας ολέθριων συρράξεων, που συνεχίζονται αμείωτες ως τις μέρες μας. Οργανωμένοι ανά τον κόσμο ειρηνιστές ενώνουν κατά καιρούς τις φωνές τους με παιδαγωγούς και παιδοψυχολόγους ενάντια στο μιλιταριστικό πνεύμα και τη βιαιότητα που καλλιεργούν στις παιδικές ψυχές τα πολεμικά παιχνίδια [...] Η στάση των γονιών επί του προκειμένου, όταν δεν είναι αρνητική απέναντι στις επίμονες πιέσεις των παιδιών για απόκτηση του όποιου τελευταίου, σκληρά διαφημιζόμενου παιχνιδιού, γίνεται αμήχανη, χαλαρή ή ενδοτική, αφού κατά τη γνώμη τους το πολεμικό παιχνίδι στο κάτω κάτω κάτω δεν είναι κι αυτό παρά ένα παιχνίδι…» (σ. 208)
«Μια φλούδα πεύκου που μοσχοβολάει ρετσίνι, μία σελίδα σχολικού τετραδίου διπλωμένη επιδέξια στα τέσσερα και ξαναδιπλωμένη ή ένα κουτί τσιγάρων με μπηγμένο ένα κλαδάκι πάνω του για κατάρτι και –ιδού!– έτοιμο το πλεούμενο να ξεκινήσει ταξίδι στο νερό, τόσο απλά, τόσο ανέξοδα. Το πλοίο, η αρχαιότερη αυτή σύνθετη μηχανή του ανθρώπου, δεν ήταν μόνο το προσφορότερο μέσο μετακίνησης, στους θαλασσινούς κυρίως κόσμους. Στη διαχρονική του ιστορία, αποδείχτηκε καθοριστικός φορέας πολιτισμού, καθώς μαζί με επιβάτες κι εμπορεύματα διαδίδονταν γονιμοποιές ιδέες από τόπο σε τόπο. [...] Φτιαγμένο από τσίγκο, ξύλο ή συνθετική ύλη, αλλά καμιά φορά και σε συνδυασμό τους, κάθε μορφής πλεούμενο –από υπερωκεάνια, ιστιοφόρα, ταχύπλοα και ποταμόπλοια μέχρι πολεμικά και υποβρύχια– γίνεται παιχνίδι στα χέρια των παιδιών, σε τύπους όμως συνήθως γενικευτικούς, χωρίς αξιώσεις ρεαλιστικής ακρίβειας. Στην απόλυτη ακρίβεια στοχεύει ουσιαστικά ο μοντελισμός στρατολογώντας στις τάξεις του ενήλικες κυρίως, παθιασμένους με το συγκεκριμένο χόμπι, που απαιτεί χρόνο, υπομονή και δεξιότητες στη συναρμολόγηση επώνυμων συνήθως πλοίων υπό κλίμακα – απασχόληση τόσο κοντινή με την έννοια του παιχνιδιού…» (σελ. 220, 222).
«Στον βαθμό που η ιλιγγιώδης ταχύτητα είναι στενά συνυφασμένη με την έννοια της περιπέτειας και την έκφραση ανδρισμού, οι μοτοσικλέτες-παιχνίδια, ιδίως οι αγωνιστικές, στοιχειώνουν από πολύ νωρίς το φαντασιακό των αγοριών, που η επιθυμία τους για την απόκτηση ενός μικρογραφικού τροχοφόρου “δαίμονα” θα συναντήσει αργότερα, με την ορμή της εφηβείας και της πρώτης ενήλικης ζωής, τις πραγματικές μοτοσικλέτες…» (σελ. 290).
Η έκδοση ενός βιβλίου-λευκώματος για τα παλιά παιχνίδια-αθύρματα αποτελεί εξ ορισμού ένα τρυφερό γεγονός, ικανό να γοητεύσει όλες τις ηλικίες, σε διαφορετικό βέβαια βαθμό και για διαφορετικούς λόγους. Οι ενήλικες νοσταλγούν την παιδική τους ηλικία, την κοινή υπερπατρίδα των ανθρώπων απανταχού της Γης, ενώ τα παιδιά, απ’ την άλλη, ταξιδεύουν στους παρωχημένους χρόνους του παιχνιδιού, μαθαίνοντας κι ανακαλύπτοντας έναν κόσμο σε μικρογραφία, το εύρος, το ήθος και την ευρηματικότητα του οποίου ίσως δεν υποπτεύονται μες στον καταιγισμό της ηλεκτρονικής πραγματικότητας που βιώνουν.
Με το σκεπτικό ότι το παιχνίδι στις διάφορες εκφάνσεις του είναι διαχρονικά ένας αποκαλυπτικός καθρέφτης της ιστορίας του πολιτισμού, στήθηκε το πολυσέλιδο, πλούσια εικονογραφημένο βιβλίο-λεύκωμα που το επιμελήθηκε με υψηλές αισθητικές προδιαγραφές ο εκδοτικός οίκος POLARIS εν ονόματι της Τράπεζας Πειραιώς.
Τα εκατοντάδες παιχνίδια που παρουσιάζονται στον τόμο αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της προσωπικής συλλογής μου, η οποία αριθμεί έως τώρα περισσότερα από 6.000 παλιά αθύρματα, που καλύπτουν κυρίως την περίοδο από τον 19ο αιώνα μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε και αρχίζει να γίνεται αισθητή μια αλλαγή στη φυσιογνωμία του παιχνιδιού. Η συλλογή τους ξεκίνησε κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, με σταθερό γνώμονα ευθύς εξ αρχής την επιθυμία μου να ιδρύσω στη γενέτειρά μου, τη Μύρινα της Λήμνου, ένα μουσείο Ιστορίας Παιδικού Παιχνιδιού και Βιβλίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εναυσματική έκθεση κάποιων παιχνιδιών της συλλογής μου είχε γίνει στη Μύρινα το 1992, και το πρώτο άρθρο που συνέταξα τότε για την αναγκαιότητα ενός τέτοιου μουσείου, τον χαρακτήρα και τις συναφείς στοχεύσεις του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αρχαιολογία (τχ. 50, Μάρτιος 1994). Η Τράπεζα Πειραιώς και οι εκδόσεις POLARIS μου έδωσαν απλόχερα τη δυνατότητα να στεγαστεί στην καλαίσθητη έκδοσή τους το μακρόχρονο όραμά μου πριν υλοποιηθεί τρισδιάστατα με την επικείμενη λειτουργία του μουσείου.
Το παρόν βιβλίο-λεύκωμα είναι αρθρωμένο σε τρία σαφώς διακριτά μέρη. Το πρώτο απαρτίζεται από επιμέρους υποενότητες που πραγματεύονται ό,τι δηλώνει και ο γενικός τίτλος «Λόγος εισαγωγικός και μυητικός στο παιχνίδι». Πέρα όμως από τις γενικές σκέψεις για την αναγκαιότητα και τη λειτουργία του παιχνιδιού στα πεδία του πολιτισμού, δίνεται στο πρώτο αυτό μέρος, μέσα από έναν λόγο νοσταλγικά αυτοαναφορικό, η ιστορία της συλλογής μου που πρωτοξεκίνησε ουσιαστικά με ένα παλιό μεταλλικό τρενάκι που απέκτησα το 1978 σε παλαιοπωλείο της Νυρεμβέργης. Παράλληλα, αναζητείται η αγάπη επώνυμων δημιουργών του πνεύματος και της τέχνης για το παιχνίδι-άθυρμα που δεν έπαψε να κινητοποιεί δημιουργικά και να εξάπτει τη φαντασία τους. Χαρακτηριστική περίπτωση, από την άποψη αυτή, ο Γιώργος Σεφέρης που έφτιαχνε στον Πόρο μικροπαίχνιδα από καλάμια και βελανίδια, όπως ο δρ. Ρωτλάουφ και η κυρία Ζεν – παιχνίδια που μεταπήδησαν και στην ποίησή του, τροφοδοτώντας την γόνιμα.
Στο δεύτερο μέρος, που αποτελεί και τον κύριο κορμό του βιβλίου με τίτλο «Το σώμα των παιχνιδιών», παρατίθενται σε 25 θεματικές ενότητες πολυάριθμα παιχνίδια, ελληνικά και ξένα, ταξινομημένα με κριτήρια το είδος, το υλικό κατασκευής και τους τρόπους λειτουργίας τους, την έμφυλη ταυτότητά τους (αγορίστικα, κοριτσίστικα) κ.ο.κ. Θέλοντας να αποφύγω μία στεγνή παράθεση του υλικού κι έχοντας στις προθέσεις μου να μη χαθεί η δροσιά, η μαγεία και προπαντός η παιγνιώδης διάθεση που υποβάλλουν τα αθύρματα απ’ τη φύση τους, προσπάθησα να αναδείξω τα εισαγωγικά κείμενα των επιμέρους ενοτήτων σε τερπνά αναγνώσματα, όπου τα πραγματολογικά στοιχεία, η ιστορική ταυτότητα και η κοινωνική-παιδαγωγική διάσταση της κάθε κατηγορίας παιχνιδιών μπολιάζονται με ανεκδοτολογικά στοιχεία και χαρακτηριστικά λογοτεχνικά παραθέματα και μαρτυρίες. Κυρίαρχη στις σελίδες του βιβλίου η νοσταλγία που κάνει συχνά ανοίγματα στο όνειρο, στις επιθυμίες και τις προσδοκίες των πάλαι ποτέ παιδιών και όσων επιμένουν και στην ενήλικη ζωή τους να ταξιδεύουν στη Χώρα του Ποτέ Ποτέ παρέα με τον Πίτερ Παν. Τα κείμενα, όπου χρειάζεται, διανθίζονται και με πινελιές χιούμορ, σύμφυτο κι αυτό με κάποιες κατηγορίες παιχνιδιών.
Αρχής γενομένης με τη θεματική ενότητα που έχει τίτλο «Με τον καταπραϋντικό ήχο της κουδουνίστρας», ακολουθούν ενότητες όπως «Teddy Bear: Όταν το ορφανό αρκουδάκι γίνεται το αγαπημένο παιχνίδι των μικρών παιδιών», «Με την κιβωτό του Νώε», «Ξεφαντώνοντας σε παιδική χαρά και λούνα παρκ», «Στο τσίρκο με κλόουν, ισορροπιστές και μαϊμούδες», «Τα στρατιωτάκια και το ταμπούρλο», «Από τον κόσμο της κούκλας», «Κουκλοθέατρο για μικρούς και μεγάλους», «Θα ξαναπαίξουμε πόλεμο;», «Θέλω να γίνω πυροσβέστης!», «Εν πλω», «Έχω ένα αυτοκινητάκι που όλο όλο τρέχει…», «Ο δυναμικός μοτοσικλετιστής», «Ο άγιος των παιχνιδιών», «Ο κουμπαράς μου είναι γουρούνι!», «Το μικρό σεντούκι των θησαυρών» κ.ά. Το κάθε εικονιζόμενο παιχνίδι συνοδεύεται από μία διεξοδική κειμενολεζάντα στην οποία δηλώνονται οι διαστάσεις του, τα υλικά κατασκευής και οι τρόποι λειτουργίας του, τα στοιχεία της κατασκευαστικής εταιρείας (ελληνικής ή ξένης) και η χρονολόγησή του. Παράλληλα όμως στις κειμενολεζάντες βρίσκουν θέση ανεκδοτολογικά στοιχεία που έχουν σχέση με το συγκεκριμένο κάθε φορά παιχνίδι, κι ακόμη αναζητώνται οι συμβολισμοί του και το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε.
Η θεματική παρουσίαση των παιχνιδιών δεν έγινε με τη λογική μιας ευθύγραμμης παρατακτικότητας, αλλά με διάθεση σκηνογραφική, έτσι ώστε να αναδυθεί, κατά κάποιον τρόπο, το στοιχείο της αφηγηματικότητας και μιας θεατρικής αμεσότητας που υποβάλλουν την αίσθηση της δράσης. Τα παρουσιαζόμενα παιχνίδια νοούνται έτσι συχνά ως μέρος ενός δρώμενου, ανοιχτού σε υποκειμενικά ερμηνεύματα του θεατή-αναγνώστη.
Στο τρίτο, τέλος, μέρος δημοσιεύονται δύο διηγήματά μου με τίτλο «Στρατιωτάκια στο πηγάδι» και «Το κορίτσι που δεν ήθελε να μεγαλώσει», διηγήματα που προσεγγίζουν λογοτεχνικά ό,τι εμφαίνουν τα δύο προηγούμενα μέρη: Τη δοξαστική παρουσία του παιχνιδιού μες στον πολιτισμό, την καθοριστική συμβολή του κατά την πρώτη μας θητεία στο μοίρασμα των κοινωνικών ρόλων, τους τρόπους που αυτό ακονίζει και αναδεικνύει δεξιότητες, που εξάπτει δημιουργικά τη φαντασία και οδηγεί βαθμιαία στη συναισθηματική ωριμότητα και την κοινωνικοποίηση του παιδιού. Με τα δύο αυτά διηγήματα θέλησα να υπογραμμίσω αφενός την παραπληρωματική σχέση που έχουν στους δικούς μου αξιακούς κώδικες η συλλογή παιχνιδιών και η ενασχόλησή μου με την παιδική λογοτεχνία (βασικοί θεματικοί άξονες και του υπό ίδρυση μουσείου στη Λήμνο), και αφετέρου πώς το παιχνίδι μπορεί να αποτελέσει το ίδιο υλικό για μυθοπλασίες. Εξάλλου, η γλυκιά δεσποτεία του παιχνιδιού είναι έκδηλη σε πολλά από τα λογοτεχνικά μου έργα – και όχι μόνο όσα απευθύνονται σε παιδιά.
Για να αποκτήσει κανείς μια στοιχειωδώς κατατοπιστική εικόνα για τον χαρακτήρα του βιβλίου-λευκώματος επιλέχθηκαν εδώ κάποια μικρά αποσπάσματα.
«Το παιχνίδι είναι ο ιδιωτικός χώρος του παιδιού κι ένας κόσμος μικρογραφημένος στα μέτρα του, πέρα για πέρα όμως αληθινός, που ως τέτοιος εμπεριέχει πράξεις μιμητικής και μυητικής προσομοίωσης στον κόσμο των ενηλίκων. Αυτοί οι ενήλικες είναι που ανασκαλεύουν μνήμες, αυτοί οι νοσταλγοί. Γιατί η παιδική ηλικία, είναι γεγονός, δεν έχει τόση αξία για το ίδιο το παιδί –που τη βιώνει έτσι κι αλλιώς ως κάτι αυτονόητο– όσο για τον ενήλικα, αφού σε τελική ανάλυση η αξία της αθωότητας έγκειται πρώτιστα στην απώλειά της – αυτή η αθωότητα της παιδικής ηλικίας που τόσο την εξιδανίκευσε ο Ρουσσώ και, ύστερα, υπό το κράτος των θέσεών του, ολόκληρος ο 19ος αιώνας ως την ευτυχέστερη περίοδο της ανθρώπινης ζωής. Καθώς λοιπόν αλαργεύει η ευλογημένη χώρα της παιδοσύνης μας, όλο και πιο έντονα μας στέλνουν σινιάλο τα παιχνίδια της…» (σ. 11).
«Σημείωνα και αλλού, πριν από μερικά χρόνια, ότι χάρη στην έμφυτη τάση του ανθρώπου για παιχνίδι επιτυγχάνεται σε ένα νοητό-συμβολικό επίπεδο προβολής η σύμπτωση των ηλικιακών άκρων. Υποδυόμενα τα παιδιά με την πιο μεγάλη σοβαρότητα τους “μεγάλους”, συναντούν τους ενήλικες, οι οποίοι από την πλευρά τους παίζοντας, αφήνουν να αναδυθεί το μέσα τους παιδί, με αποτέλεσμα να δημιουργείται, κατά κάποιον τρόπο, στην κοινωνική σκηνή ένα ενιαίο πρόσωπο. Αυτό το ενιαίο πρόσωπο θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπονοεί ίσως και ο André Malraux με τη διαπίστωση “η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν ενήλικες” …» (σ. 15).
«Η λειτουργική και μορφική απλότητα των αυτοσχέδιων ή λαϊκών παιχνιδιών και η κατασκευή τους από ευτελή κατά κανόνα υλικά (ξύλο, πηλός, χαρτόνι, σύρμα ή ανακυκλωμένη λαμαρίνα) καθόλου δεν τα υποβαθμίζουν στα παιδικά μάτια. Κάθε άλλο μάλιστα. Αυτή ακριβώς τη γοητεία που ασκούν στα παιδιά τα αυτοσχέδια “πρωτόγονα” παιχνίδια, καθότι είναι πιο κοντά στην απλή τους γλώσσα, εξαίρει ο Charles Baudelaire: “Το παιχνίδι είναι η πρώτη μύηση του παιδιού στην τέχνη ή μάλλον το πρώτο απτό δείγμα τέχνης και, όταν έρθει η ώριμη ηλικία, τα αντίστοιχα τελειοποιημένα δείγματα δεν θα γεννήσουν στο πνεύμα του την ίδια θέρμη, ούτε τον ίδιο ενθουσιασμό, ούτε την ίδια πεποίθηση…” [...] Η απλότητα του αυτοσχέδιου παιχνιδιού ή και η παντελής έλλειψή του κινητοποιούν, είναι αλήθεια, περισσότερο τη δημιουργική φαντασία του παιδιού που ξέρει να βελτιώνει, να συμπληρώνει ή να προεκτείνει τη μορφή και τις ιδιότητές του, να το επινοεί και να το βαφτίζει κατά τις ανάγκες της στιγμής κι ανάλογα με το παιγνιώδες σενάριο που στήνει παίζοντας. Το παιδί έχει το χάρισμα και το μοναδικό προνόμιο να μετατρέπει σε παιχνίδι οτιδήποτε…» (σ. 30).
«Τις ώρες της σχόλης του ο Σεφέρης χαλάρωνε χειρωνακτικά, και μάλιστα ενίοτε με κείνη την καλλιτεχνική και παιγνιώδη διάθεση που τον διέκρινε. Από κάτι τέτοιες ώρες βγήκαν απ’ τα χέρια του τα δύο αυτοσχέδια “παιχνίδια”, αρμολογημένα από υλικά της Φύσης, παιχνίδια που ο ίδιος τα ονόμασε “Δρ Ρωτλάουφ” και “Κυρία Ζεν”, ενώ παράλληλα ασκήθηκε πάνω τους στιχουργικά. Ήταν στον Πόρο, 1946, χρονιά που έγραφε την Κίχλη. [...] Τέτοια άμεση μετουσίωση αυτοσχέδιων παιχνιδιών σε ποιητική πρώτη ύλη παραμένει μοναδική στα λογοτεχνικά μας πεδία και αποκτά βέβαια ιδιαίτερη σημασία, μια και αυτουργός είναι ο κορυφαίος νομπελίστας ποιητής μας, ο οποίος σε διάφορα κείμενά του και προπαντός στις επιστολές του προβάλλει την εικόνα του λογοτέχνη ως χειροτέχνη, παντρεύοντας έτσι την τέχνη του λόγου με την τέχνη του χεριού…» (σ. 32).
«Την πέμπτη ημέρα της Δημιουργίας έφτιαξε ο Θεός τα ψάρια και τα πουλιά, την έκτη όλα τα ζώα της στεριάς και μαζί τον άνθρωπο ως κορωνίδα, για να εξουσιάζει το ζωικό βασίλειο. Κι από τότε τα ζώα έχασαν την ησυχία τους, όλο και πιο πολύ, καθώς οι άνθρωποι κατακυρίευαν τη Γη. Με τα παιδιά όμως τα πράγματα είναι αλλιώς. Η αγάπη τους για τα ζώα ανυπόκριτη, ανυστερόβουλη, βαθιά. Αυτά είναι τα πρώτα τους παιχνίδια και σίγουρα τα πιο αγαπημένα, ιδίως στα πρώιμά τους χρόνια [...] Τα ζώα που μιλούν, που έχουν ανθρώπινο ψυχισμό και χαρακτήρα είναι μοτίβα στερεότυπα του παραδοσιακού παραμυθιού και πάνε πίσω μέχρι τους μύθους του Αισώπου, τον 6ο αιώνα π.Χ., και την περίφημη Βατραχομυομαχία – ένα μικρό εύθυμο έπος τριακοσίων στίχων, όπου εξιστορείται με ομηρικό αφηγματικό ύφος η μάχη βατράχων και ποντικών γύρω από ένα έλος…» (σ. 50, 52).
«Κανενός άλλου παιχνιδιού η ηθική δεν αμφισβητήθηκε όσο των πολεμικών του 20ού αιώνα, του αιώνα των δύο παγκοσμίων πολέμων, της ατομικής βόμβας, της Κορέας, του Βιετνάμ και μιας ατέλειωτης ακόμη αλυσίδας ολέθριων συρράξεων, που συνεχίζονται αμείωτες ως τις μέρες μας. Οργανωμένοι ανά τον κόσμο ειρηνιστές ενώνουν κατά καιρούς τις φωνές τους με παιδαγωγούς και παιδοψυχολόγους ενάντια στο μιλιταριστικό πνεύμα και τη βιαιότητα που καλλιεργούν στις παιδικές ψυχές τα πολεμικά παιχνίδια [...] Η στάση των γονιών επί του προκειμένου, όταν δεν είναι αρνητική απέναντι στις επίμονες πιέσεις των παιδιών για απόκτηση του όποιου τελευταίου, σκληρά διαφημιζόμενου παιχνιδιού, γίνεται αμήχανη, χαλαρή ή ενδοτική, αφού κατά τη γνώμη τους το πολεμικό παιχνίδι στο κάτω κάτω κάτω δεν είναι κι αυτό παρά ένα παιχνίδι…» (σ. 208)
«Μια φλούδα πεύκου που μοσχοβολάει ρετσίνι, μία σελίδα σχολικού τετραδίου διπλωμένη επιδέξια στα τέσσερα και ξαναδιπλωμένη ή ένα κουτί τσιγάρων με μπηγμένο ένα κλαδάκι πάνω του για κατάρτι και –ιδού!– έτοιμο το πλεούμενο να ξεκινήσει ταξίδι στο νερό, τόσο απλά, τόσο ανέξοδα. Το πλοίο, η αρχαιότερη αυτή σύνθετη μηχανή του ανθρώπου, δεν ήταν μόνο το προσφορότερο μέσο μετακίνησης, στους θαλασσινούς κυρίως κόσμους. Στη διαχρονική του ιστορία, αποδείχτηκε καθοριστικός φορέας πολιτισμού, καθώς μαζί με επιβάτες κι εμπορεύματα διαδίδονταν γονιμοποιές ιδέες από τόπο σε τόπο. [...] Φτιαγμένο από τσίγκο, ξύλο ή συνθετική ύλη, αλλά καμιά φορά και σε συνδυασμό τους, κάθε μορφής πλεούμενο –από υπερωκεάνια, ιστιοφόρα, ταχύπλοα και ποταμόπλοια μέχρι πολεμικά και υποβρύχια– γίνεται παιχνίδι στα χέρια των παιδιών, σε τύπους όμως συνήθως γενικευτικούς, χωρίς αξιώσεις ρεαλιστικής ακρίβειας. Στην απόλυτη ακρίβεια στοχεύει ουσιαστικά ο μοντελισμός στρατολογώντας στις τάξεις του ενήλικες κυρίως, παθιασμένους με το συγκεκριμένο χόμπι, που απαιτεί χρόνο, υπομονή και δεξιότητες στη συναρμολόγηση επώνυμων συνήθως πλοίων υπό κλίμακα – απασχόληση τόσο κοντινή με την έννοια του παιχνιδιού…» (σελ. 220, 222).
«Στον βαθμό που η ιλιγγιώδης ταχύτητα είναι στενά συνυφασμένη με την έννοια της περιπέτειας και την έκφραση ανδρισμού, οι μοτοσικλέτες-παιχνίδια, ιδίως οι αγωνιστικές, στοιχειώνουν από πολύ νωρίς το φαντασιακό των αγοριών, που η επιθυμία τους για την απόκτηση ενός μικρογραφικού τροχοφόρου “δαίμονα” θα συναντήσει αργότερα, με την ορμή της εφηβείας και της πρώτης ενήλικης ζωής, τις πραγματικές μοτοσικλέτες…» (σελ. 290).
http://www.archaiologia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου