Στη Σίφνο, από την επόμενη εβδομάδα και μέχρι τις 14 Ιουλίου, θα μαζευτούν κάπου εξήντα πέντε Ευρωπαίοι άνθρωποι του θεάτρου, Γάλλοι, Γερμανοί, Άγγλοι, Πορτογάλοι, Ιταλοί, Ισπανοί, Έλληνες, σε σημαντικό βαθμό φιλοξενούμενοι του δήμου του νησιού. Στόχος τους να κάνουν θέατρο αφιερωμένο στην παγκόσμια οικονομική κρίση μέσα από αναλόγια που θα ολοκληρωθούν στις ημέρες αυτές της δημιουργικής συνύπαρξής τους στο φιλόξενο νησί. Σε συνεργασία και με τοπικούς καλλιτέχνες και με στόχο να παρουσιάσουν τα αποτελέσματα στο ελληνικό και ξένο κοινό του νησιού.
Το βασικό πρόβλημα, που κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να ξεπεραστεί, είναι η γλώσσα. Και βέβαια δεν αναφέρομαι στις διαφορετικές γλώσσες που μιλά ο καθένας και που αναγκάζουν να χρησιμοποιείται ως lingua franca αυτή της ηγεμονικής αγγλοσαξωνικής υπερδύναμης. Εξάλλου ο ηθοποιός, προαιώνιος γνώστης κατ' εξοχήν της γλώσσας του σώματος, δεν θα είχε δυσκολία να συνομιλήσει με τους συναδέλφους του και με το κοινό του καταφεύγοντας στον κώδικα της γκριμάτσας και της χειρονομίας, ή με άλλα λόγια στην ρητορική της σιωπής που αποτελεί μέγα μέρος της γοητείας του θεάτρου.

Μιλώ για την άλλη γλώσσα, αυτή της πολιτικής. Όχι της πολιτικής των μπαλκονιών, ούτε καν των εμπεριστατωμένων ή μη άρθρων που δημοσιεύονται στις εφημερίδες. Της άλλης πολιτικής, αυτής που είναι γραμμένη στη γλώσσα του καθημερινού και του τυχαίου που οι εραστές του βάθους και της δομής -παλιά τη λέγαμε υποδομή- τη θεωρούν «επιφαινόμενο». Μιλάω για τη γλώσσα της γυναίκας που πήγε σήμερα, Παρασκευή, να πάρει τη γλίσχρα σύνταξή της, και όταν ο υπάλληλος τραπέζης τη ρώτησε πόσα θα εισπράξει, απάντησε «όλα, τα χρωστάω όλα και με το παραπάνω».
Αυτή τη γλώσσα δεν τη μιλούμε όλοι οι Ευρωπαίοι, ούτε καν όλοι οι Ευρωπαίοι προοδευτικοί, δημοκράτες, αριστεροί κ.λπ. Όχι ότι διαφωνούμε στα νοήματα, καθόλου μάλιστα. Διαβάσαμε όλοι Νάομι Κλάιν, γνωρίζουμε τις συνωμοσίες των οίκων αξιολόγησης, των μεγαλοτραπεζιτών τραπεζιτών και των άλλων σχεδιαστών της παγκοσμιοποιημένης αθλιότητας. Το πρόβλημα δεν είναι εδώ. Είναι στο βίωμα. Θυμάμαι, όταν ξεκινάγαμε την κοινή μας δουλειά για το θέατρο της παγκόσμιας κρίσης πριν από ένα χρόνο, πόσο τελικά λέγαμε τις ίδιες λέξεις εννοώντας άλλα πράγματα. Πέρασε χρόνος με το κίνημα «μαύρες χήρες» που δημιούργησαν οι σύζυγοι των Ιταλών αυτόχειρων και με τις αντι-Μέρκελ διαδηλώσεις στην Πορτογαλία και το κίνημα στην Ισπανία για να αρχίσουμε να συνεννοούμαστε με λίγα -ίσως μάλιστα καμιά φορά και με καθόλου λόγια.
Αυτή τη γλώσσα που είναι γραμμένη με ουλές στο πετσί και στις ψυχές των ανθρώπων θα ψάξουμε πάλι να την κάνουμε θέατρο στη Σίφνο τις επόμενες μέρες. Ίσως αυτή τη γλώσσα ψάχνουμε για να είναι πραγματικά νόμιμες και όχι ρητορικές οι αναφορές στη Συμμαχία του Νότου ή της αντιμνημονιακής Ευρώπης