Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

«Η Αττική και η Κρήτη υποδέχονται τους πρόσφυγες του ’22»



Εγκαίνια της έκθεσης στα Χανιά
Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη

Δημοκρατία και η Αδελφότητα Μικρασιατών Ν. Χανίων, εγκαινιάζουν την έκθεση «Η

Αττική και η Κρήτη υποδέχονται τους πρόσφυγες του ’22», στο Τζαμί Κιουτσούκ

Χασάν (Γιαλί Τζαμισί) στα Χανιά, την Κυριακή 30 Μαρτίου 2014 στις 19.30.

Η αρχική έκθεση με τίτλο «Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του ’22»

είχε παρουσιαστεί το 2006 στον εκθεσιακό χώρο του Ιδρύματος της Βουλής στην

Αθήνα. H έκθεση στα Χανιά είναι εμπλουτισμένη με τοπικά στοιχεία και καταγράφει

τη διπλή εμπειρία της υποδοχής των προσφύγων του 1922 στην Αττική και την Κρήτη.

Αποτυπώνονται οι πρώτες δύσκολες μέρες της νέας ζωής των προσφύγων, η καινούρια

καθημερινότητά τους καθώς και οι προσπάθειες για αποκατάσταση. Ξεκινώντας

από το ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο της εποχής, φωτίζονται πορτρέτα προσφύγων και

προσωπικές ιστορίες προσφυγιάς αλλά και ένταξης στις τοπικές κοινωνίες. Έγγραφα,

φωτογραφίες και χάρτες ανασυνθέτουν την εικόνα της νέας πραγματικότητας

που διαμορφώθηκε στην Αττική και την Κρήτη με την άφιξη των προσφύγων, ενώ

παρουσιάζεται και η δυναμική της μικρασιατικής παρουσίας στην κρητική κοινωνία.

Τα τεκμήρια προέρχονται από το πλούσιο αρχειακό υλικό φορέων, όπως

η Αδελφότητα Μικρασιατών Ν. Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος» και το Κέντρο

Μικρασιατικών και Ποντιακών Ερευνών Χανίων, οι μικρασιατικοί σύλλογοι Ρεθύμνου,

Ηρακλείου και Λασιθίου, η Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων, η Δημόσια Κεντρική

Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης, η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης,

τα ΓΑΚ Νομού Λασιθίου, το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ.

Βενιζέλος» στα Χανιά, καθώς και από ιδιωτικές συλλογές προσφύγων, απογόνων

προσφύγων και μελετητών. Η έκθεση εμπλουτίζεται με ντοκουμέντα από φορείς

της Αθήνας, όπως η Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, το Μουσείο-Αρχείο ΕΡΤ,

το Μουσείο Μπενάκη, το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, το Κέντρο

Μικρασιατικών Σπουδών, η ΧΕΝ και η Εστία Νέας Σμύρνης.

Συνδιοργανωτές της έκθεσης είναι η Ιερά Μητρόπολις Κυδωνίας και

Αποκορωνού, η Περιφέρεια Κρήτης - Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, ο Δήμος Χανίων,

η 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών

«Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος». Σημαντικοί συντελεστές της έκθεσης, με τη μορφή

παραχώρησης πλούσιου υλικού, είναι ο κύριος Χρήστος Μαχαιρίδης του Κέντρου

Μικρασιατικών και Ποντιακών Ερευνών Χανίων και οι μικρασιατικής καταγωγής κύριοι

Λεωνίδας Κακάρογλου και Εμμανουήλ Μυλωνάς.

Η έκθεση θα φιλοξενηθεί στο Τζαμί Κιουτσούκ Χασάν (Γιαλί Τζαμισί) από 30

Μαρτίου έως 13 Απριλίου 2014 και παράλληλα στο ναό Αγίου Ρόκκου από 30 Μαρτίου

έως 30 Μαΐου 2014, με ειδική ενότητα αφιερωμένη στους πρόσφυγες που έφτασαν στα

Τζαμί Κιουτσούκ Χασάν (Γιαλί Τζαμισί): 30 Μαρτίου - 13 Απριλίου 2014

Ναός Αγίου Ρόκκου: 30 Μαρτίου - 30 Μαΐου 2014

Τηλέφωνα επικοινωνίας: 28210-90848, 6972227065

Ώρες λειτουργίας: καθημερινά 10:30-13:30 & 18:00-21:00 και Σαββατοκύριακο 9:00-13:30

Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Κρήτη
Οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Μ. Ασία, την Ανατολική Θράκη και τα Δωδεκάνησα κατέφυγαν στην Κρήτη κατά τη διάρκεια των πρώτων διωγμών τη δεκαετία του 1910. Αρκετοί από αυτούς παρέμειναν στο νησί και δεν παλιννόστησαν μετά το 1919.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Κρήτη πολλοί πρόσφυγες. Αρωγοί τους στάθηκαν, εκτός από τις δημόσιες υπηρεσίες, σύλλογοι, ιδιώτες και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Η πρώτη κατανομή τους έγινε με κριτήριο τη δυνατότητα εξασφάλιση προσωρινής στέγης. Σύμφωνα με την «Απογραφή προσφύγων» του 1923, στην Κρήτη βρίσκονταν 28.821 πρόσφυγες. Ο σχεδιασμός για την αποκατάστασή τους απαιτούσε διαθέσιμες γαίες και κατοικίες και λάμβανε υπόψη τις ανταλλάξιμες περιουσίες των Μουσουλμάνων. Οι περίπου 23.000 Μουσουλμάνοι που είχαν παραμείνει στην Κρήτη μετά την υπογραφή της Σύμβασης Ανταλλαγής της Λωζάνης αναχώρησαν για την Τουρκία τα έτη 1923 και 1924.
Κατά την απογραφή πληθυσμού του 1928, στην Κρήτη βρίσκονταν 33.900 πρόσφυγες, το 70% των οποίων εγκαταστάθηκε στις τρεις μεγάλες πόλεις (ένα μεγάλο μέρος από αυτούς πήραν γεωργικούς κλήρους στα περίχωρα). Ο βαθμός αστικοποίησης αυξήθηκε και οι πόλεις επεκτάθηκαν, κυρίως με τους προσφυγικούς συνοικισμούς που ιδρύθηκαν στις παρυφές τους. Αν εξαιρέσουμε οικισμούς που ανήκαν στους τρεις μεγάλους δήμους και όσους ιδρύθηκαν αποκλειστικά γι’ αυτούς, οι πρόσφυγες αποτέλεσαν πλειονότητα μόνο σε λίγους αγροτικούς οικισμούς.
Ως προς την απασχόληση, η διάκριση που καθιερώθηκε για την αποκατάσταση των προσφύγων, σε «αστούς» και «αγρότες», στην Κρήτη στα τέλη του 1925 είχε ως εξής: 4.659 οικογένειες (17.780 άτομα) «αστικός πληθυσμός» και 3.482 οικογένειες (14.690 άτομα) «γεωργικός πληθυσμός».
Η ανταλλάξιμη μουσουλμανική περιουσία στην Κρήτη ήταν μεγάλη, υπήρξαν όμως προσπάθειες για σφετερισμό των εγκαταλειμμένων μουσουλμανικών περιουσιών ήδη από τα τέλη του 19ου, οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά το 1912, παρά την απαγόρευση των δικαιοπραξιών στις Νέες Χώρες, ακόμη και μετά την άφιξη των προσφύγων το 1922.
Στο πλαίσιο της ΕΑΠ, για την αγροτική αποκατάσταση δημιουργήθηκε η Επιθεώρηση Εποικισμού Κρήτης, η οποία αποτελείτο από τέσσερα Γραφεία Εποικισμού, ένα για κάθε νομό. Μέχρι τα μέσα του 1928 είχαν διανεμηθεί προσωρινά 154.579 στρέμματα σε 4.957 οικογένειες. Η εμπλοκή πολλών υπηρεσιών, οι παρατυπίες αρμόδιων επιτροπών, οι παρανομίες κτηνοτρόφων και ενοικιαστών ανταλλάξιμων αγροκτημάτων, οι πολιτικές πιέσεις των γηγενών, οι προστριβές γηγενών και προσφύγων, αλλά και διενέξεις μεταξύ των προσφύγων, συνέβαλαν στη μερική ακύρωση της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων στην Κρήτη.
Παρ’ όλα αυτά η ένταξη των προσφύγων στην Κρήτη ήταν γενικά ομαλή, καθώς η Κρήτη είχε ενωθεί με την Ελλάδα λίγα μόλις χρόνια πριν, ενώ υπήρχαν αναλογίες μεταξύ προσφύγων και γηγενών στην εκλογική συμπεριφορά (ψηφοφόροι των Φιλελευθέρων) και στην κοινωνική κατάσταση (μικροαστοί και αγρότες). Ακόμη και το φυσικό και αγροτικό περιβάλλον της Κρήτης, που έμοιαζε με αυτό της Μ. Ασίας, διευκόλυνε την προσαρμογή.


Η εγκατάσταση των προσφύγων στο νομό Χανίων
Στα Χανιά εγκαταστάθηκαν πριν το 1922 περίπου 850 οικογένειες από τη Μ. Ασία και τα Δωδεκάνησα για τη στέγαση των οποίων επιτάχθηκαν 33 ιδιωτικά κτίρια.
Στις αρχές Αυγούστου του 1922 έφθασαν οι πρώτοι πρόσφυγες έφθασαν από τον Πόντο. Στο τέλος Σεπτεμβρίου στα Χανιά βρίσκονταν 17.000 πρόσφυγες οι οποίοι στεγάστηκαν σε δημόσια και ιδιωτικά κενά κτίρια, ενώ μέρος τους μεταφέρθηκε σε χωριά του νομού. Καθώς ο αριθμός τους ήταν μεγάλος για τις δυνατότητες του τόπου, αναχώρησαν σταδιακά είτε για το Ηράκλειο είτε για άλλα μέρη της Ελλάδας.
Στην απογραφή του 1923 απογράφηκαν στο νομό Χανίων 11.021 πρόσφυγες από τους οποίους οι 9.052 στην πόλη των Χανίων. Κατά το πρώτο διάστημα σημαντικός αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε προσωρινά σε οικισμούς κοντά στα Χανιά, όπως στη Σούδα, τον Αλικιανό, το Καστέλλι Κισσάμου και το Μάλεμε. Στα τέλη του 1925 αναφέρονται περίπου 10.000 πρόσφυγες στο νομό Χανίων. Στην απογραφή του 1928 απογράφηκαν 8.246 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 6.925 στην πόλη των Χανίων και 772 στους πλησιόχωρους οικισμούς της επαρχίας Κυδωνίας. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 21,5% του συνολικού πληθυσμού της πόλης των Χανίων το 1928. Επίσης απογράφηκαν 262 πρόσφυγες στη Σούδα και 151 στα Τσικαλαριά.
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, τον Δεκέμβριο του 1925 στο νομό Χανίων ο «αστικός» πληθυσμός ανερχόταν σε 1.450 οικογένειες (5.892 άτομα) και ο «γεωργικός» σε 1.050 (4.108 άτομα).
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα Χανιά προέρχονταν από οικισμούς της δυτικής Μικράς Ασίας, όπως τα Βουρλά, τα Αλάτσατα, η Σμύρνη, το Αϊδίνι και το Μελί.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου