«Πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους ότι το δάνειο ούτως ή άλλως θα πληρωθεί από το κράτος – είτε το Μέγαρο κλείσει είτε όχι. Αν κλείσει, τα κτίρια θα ρημάξουν, όπως έγινε και με τα κτίρια της Ολυμπιάδας. Αν πουληθεί «στο σφυρί» και το πάρει κάποιος να το εκμεταλλευτεί, ίσως τότε να έχουμε το μεγαλύτερο στην Ευρώπη Κέντρο Ευτελούς Διασκέδασης. Μας αξίζει; Είναι σαν να γκρεμίζουμε έναν ναό για να βάλουμε στη θέση του ένα «σκυλάδικο»
Του Γιώργου Κουρουπού
Γράφω αυτές τις γραμμές, όχι ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου -πράγμα άλλωστε πρόσφατο και, κατά κάποιον τρόπο, περιστασιακό- αλλά ως συνθέτης που εδώ και πολλά χρόνια ζω και εργάζομαι σ’ αυτήν εδώ τη χώρα.
Θέλω κατ’ αρχάς να θυμηθώ κάποια πράγματα που ίσως αξίζει τον κόπο να θυμόμαστε όλοι.
Το Μέγαρο Μουσικής είναι ένα παλιό όνειρο της ελληνικής αστικής τάξης. Από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου και μετά, όλες οι κυβερνήσεις είχαν στην ατζέντα τους την ανέγερσή του. Ακόμη και ο Θεόδωρος Πάγκαλος, το 1926, με αφορμή μια επίσκεψη του Ρίχαρντ Στράους στους Δελφούς, του πρότεινε να γίνει διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής, του οποίου η ανέγερση θα ξεκινούσε το συντομότερο δυνατόν…
Είναι γνωστή η σκανδαλώδης απουσία αίθουσας κατάλληλης για μεγάλες μουσικές (και όχι μόνο) εκδηλώσεις στην Αθήνα. Επρεπε να φτάσουμε στο 1991 για να δούμε επιτέλους να γίνεται το όνειρο πραγματικότητα – χάρη στην πίστη, την επιμονή και το πείσμα κάποιων ανθρώπων -με πρωτεργάτη τον Χρήστο Λαμπράκη-, τους οποίους οφείλουμε να θυμόμαστε και να τιμάμε.
Η λειτουργία του Μεγάρου, ήδη από τα πρώτα χρόνια, ήταν καταλυτική για την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας. Υπήρχαν πλέον οι προϋποθέσεις για να μπορούν οι καλλιτέχνες να αναπτύξουν και αναδείξουν το ταλέντο και τις ικανότητές τους, αλλά και το κοινό να απολαύσει μουσική μέσα σε ιδανικές συνθήκες. Κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες θεατών, μικρών και μεγάλων, διάβηκαν -και συνεχίζουν να διαβαίνουν- το κατώφλι του Μεγάρου για να απολαύσουν τη μουσική και τους καλλιτέχνες που αγαπούν. Ολοι έβρισκαν -και συνεχίζουν να βρίσκουν- κάτι το ιδιαίτερα ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Οσο για τους καλλιτέχνες, οι μεν ξένοι έμοιαζαν έκπληκτοι από την ποιότητα των υπηρεσιών που τους προσφέρονταν, οι δε ντόπιοι αισθάνονταν υπερήφανοι για τον εαυτό τους, αλλά και για την πατρίδα τους που έδειξε επιτέλους να τους σέβεται.
Παράλληλα, το γενικά πολύ υψηλό επίπεδο των εκδηλώσεων, σε συνδυασμό με τη συχνή μετάκληση καταξιωμένων καλλιτεχνών και μεγάλων ορχηστρών από όλο τον κόσμο, δημιούργησε πρότυπα και απαιτήσεις που επηρέασαν δραστικά τη λειτουργία των άλλων πολιτιστικών φορέων της χώρας – ακόμη και το επίπεδο των μουσικών σπουδών.
Υπήρξαν ασφαλώς αδυναμίες και λάθη – δεν είχαν όμως καμία σχέση με την οικονομική κατάσταση του Μεγάρου. Mεγαλύτερο λάθος θεωρώ την υπεροψία που γέννησε η επίγνωση της υπεροχής απέναντι στους ομόλογους μουσικούς φορείς, καθώς επίσης και ένα φοβικό σύνδρομο για τον κίνδυνο «μόλυνσής» του από ορατούς και αόρατους, αληθινούς ή φανταστικούς εχθρούς – πράγμα που αναπόφευκτα οδήγησε στην εσωστρέφεια.
Μεγαλύτερή του αδυναμία, η αποτυχία του να αναδείξει και να προβάλει διεθνώς τον σύγχρονο ελληνικό μουσικό πολιτισμό, να διεκδικήσει ισότιμες ανταλλαγές με τους ξένους οργανισμούς και να μην περιοριστεί στον ρόλο του «πελάτη».
Πρέπει τώρα να μπούμε στο κλίμα της εποχής για να έχουμε σωστή αντίληψη για το τι ακριβώς συνέβη λίγα χρόνια πριν από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, την εποχή δηλαδή που σχεδιάστηκε και άρχισε να οικοδομείται το δεύτερο κτίριο – αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» και λοιποί χώροι.
Ο «πυρετός της δόξας» των Ολυμπιακών, τα πακέτα Delors, ο παράλογος ευδαιμονισμός της ψευδαίσθησης του μεγαλείου (ηθικού και οικονομικού) οδήγησαν πολλούς από το πολιτικό (και μη) κατεστημένο στην ασυδοσία.
Ηταν λάθος η ανέγερση του νέου κτιρίου; Ειλικρινά, δεν είμαι βέβαιος. Το σίγουρο είναι ότι η χώρα, εκείνη τη στιγμή, είχε επιτακτική ανάγκη μιας μεγάλης αίθουσας συνεδρίων, αλλά και μιας σκηνής κατάλληλης για αξιοπρεπείς παραστάσεις όπερας. Από τη στιγμή που υπήρχαν τα ευρωπαϊκά επενδυτικά προγράμματα, το σχέδιο φάνταζε ρεαλιστικό. Τώρα, γιατί η τότε κυβέρνηση προτίμησε να στρέψει το Μέγαρο προς τις τράπεζες, με εγγύηση του ίδιου του κράτους, είναι κάτι που δεν είμαι σε θέση να εξηγήσω.
Εγιναν σπατάλες στην ανέγερση του κτιρίου; Χωρίς να γνωρίζω, εικάζω πως ναι – θυμάμαι καλά το κλίμα της εποχής, όλα τα μεγάλα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων έγιναν με αλόγιστη σπατάλη. Γενικώς νομίζαμε πως είχαμε την ευχέρεια να ζούμε πολυτελώς. Ζούσαμε στο ψέμα και ξυπνήσαμε απότομα – όχι βέβαια όλοι, κάποιοι σίγουρα ξέρανε καλά…
Σήμερα πια η απόγνωση και η απελπισία εμποδίζουν τη νηφάλια σκέψη. Το «κυνήγι των μαγισσών», η εκδικητικότητα επί δικαίους και αδίκους, που συχνά υποδαυλίζεται από κάποιους με ύποπτα κίνητρα, οδηγούν στην απόλυτη βαρβαρότητα: «Τι τα θέλουμε τα Μέγαρα; Τι μας χρειάζεται ο πολιτισμός όταν δεν έχουμε να φάμε; Να τα κλείσουμε όλα να ησυχάσουμε». Αυτή η άποψη οριακά ισοδυναμεί με το να θέτεις σε κάποιον το ψευτοδίλημμα αν προτιμά να θυσιάσει το κορμί του ή το πνεύμα του.
Το μέγα λάθος, ωστόσο, η μεγάλη παρεξήγηση, αυτό που δεν φαίνεται να γνωρίζει ο πολύς κόσμος, είναι πως το Μέγαρο, σε ομαλές συνθήκες λειτουργίας, δεν έχει ανάγκη μεγάλης κρατικής ενίσχυσης. Εχει μεγάλα έσοδα από εκδηλώσεις και συνέδρια, αλλά και σημαντικούς χορηγούς. Oι μισθοί των εργαζομένων έχουν μειωθεί δραστικά. Η ενίσχυσή του από το ΥΠΠΟ τα τελευταία χρόνια ήταν κατά πολύ χαμηλότερη από τις αντίστοιχες των άλλων μεγάλων πολιτιστικών φορέων.
Το πρόβλημα είναι μόνο το δάνειο για την ανέγερση του νέου κτιρίου – το είχαν συνυπογράψει τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις (αν δεν απατώμαι). Kαι δεν μπορώ να φανταστώ τι το καλύτερο μπορούσε να κάνει η τωρινή διοίκηση του Mεγάρου -που πάντως δεν μπορεί να θεωρείται υπεύθυνη για λάθη άλλων σε άλλους καιρούς- από το να κρατήσει με νύχια και με δόντια μέσα στην καταιγίδα της κρίσης όρθιο το Mέγαρο, κλείνοντας συγχρόνως όλες τις εκκρεμότητες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν κάθε προσπάθεια ανεύρεσης υγιούς λύσης.
Πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους ότι το δάνειο αυτό ούτως ή άλλως θα πληρωθεί από το κράτος – είτε το Μέγαρο κλείσει είτε όχι. Αν κλείσει, τα κτίρια θα ρημάξουν, όπως έγινε και με τα κτίρια της Ολυμπιάδας. Αν πουληθεί «στο σφυρί» και το πάρει κάποιος να το εκμεταλλευτεί, ίσως τότε να έχουμε το μεγαλύτερο στην Ευρώπη Κέντρο Ευτελούς Διασκέδασης. Μας αξίζει; Είναι σαν να γκρεμίζουμε έναν ναό για να βάλουμε στη θέση του ένα «σκυλάδικο» – οικονομικά συμφέρει…
Αν αντίθετα υπάρξει ένας έντιμος διακανονισμός, όπως αυτός που διαφαίνεται στο σχέδιο που έχει εκπονήσει η κυβέρνηση, με τη σύμπραξη όλων των μερών που ενέχονται στο πρόβλημα, τότε το Μέγαρο όχι μόνο θα σωθεί αλλά γρήγορα θα αποδείξει την αστείρευτη δυναμική του.
Οι μοναδικοί χώροι που διαθέτει, η μεγάλη πείρα των βασικών στελεχών του, η επίγνωση των παλιών λαθών, των νέων αναγκών, των νέων προκλήσεων και των νέων κατευθύνσεων από τη σημερινή διοίκησή του, η πολύ σοβαρή μελέτη λειτουργίας και βιωσιμότητας που έγινε από αξιόπιστη εταιρεία, αλλά κυρίως η εκπληκτική και πέραν πάσης προσδοκίας εμπιστοσύνη που εξακολουθεί να του δείχνει το πλατύ κοινό, ακόμη και σήμερα που βάλλεται από παντού, συνιστούν τα ακαταμάχητα πλεονεκτήματά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου