Σε διάστημα δύο μόλις ημερών πέθαναν στα
τέλη Οκτωβρίου ο φιλόσοφος Άρθουρ Ντάντο και ο μουσικός Λου Ρηντ, μια
σύμπτωση από εκείνες που προκαλούν πάντα την περιέργεια των ηθικολόγων
και τις υποσημειώσεις των ιστορικών της τέχνης, καθώς οι δύο θεμελιακά
διαφορετικές αυτές προσωπικότητες, ο μαθητής του Μερλώ Ποντί κι ο ροκ
σταρ από το Μπρούκλιν, στάθηκαν καθοριστικές για να καταλάβουμε τις
φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές και εμπορικές διαστάσεις της τέχνης του Άντι
Γουόρχολ, της ποπ αρτ και, ακόμη σημαντικότερο, της σύγχρονης τέχνης.
Πράγματι, ο Ντάντο,
ήδη από το 1967, μελετώντας τις συσκευασίες του απορρυπαντικού Brillo,
τις οποίες ο Γουόρχολ είχε εκθέσει ως αυτόνομο και αύταρκες έργο τέχνης,
διατύπωσε τη θεωρία η οποία εκκρεμούσε από τις αρχές του 20ου
αιώνα: το έργο τέχνης δεν διαφέρει από το καθημερινό αντικείμενο,
επειδή διαθέτει κάποια εγγενή τάχα ομορφιά· η μοναδική του φύση έγκειται
στη νοητική διαδικασία που έχει ακολουθήσει ο καλλιτέχνης για να το
συλλάβει· και αρμόδιος για να πιστοποιήσει τη διαφορά του από τον κοινό
τόπο του καθημερινού αντικειμένου είναι το πλαίσιο, το μουσείο, η
αίθουσα τέχνης κτλ, που ερμηνεύει τις φιλοσοφικές πλέον και όχι
αισθητικές προϋποθέσεις του έργου τέχνης. Εντούτοις, το «τέλος της
τέχνης» την οποία διαπιστώνει ο Ντάντο, την ίδια ακριβώς περίοδο που στη
Γαλλία, ο Ρολάν Μπαρτ, κηρύσσει το θάνατο του συγγραφέα, δεν διευρύνει
μόνον την τέχνη προς την κατεύθυνση του θεωρητικού στοχασμού.
Σηματοδοτεί ταυτόχρονα και την οριστική εκλαΐκευση του μετέωρου και
διχασμένου υποκειμένου της νεωτερικής συνθήκης που αναγνωρίζει στο
ασυνείδητο, στην επιθυμία και στην καταστροφή τη μισή του, χθόνια,
καταγωγή.
Μολονότι αυτή η ρομαντική διάσταση, ο
προσανατολισμός δηλαδή προς το πένθιμα ελκυστικό και τις ανεπαίσθητες
αποχρώσεις της σκοτεινής επιθυμίας, ήταν ήδη εμφανής στο έργο του
Γουόρχολ –από τις μεταξοτυπίες θανατηφόρων αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων
έως την ταινία μικρού μήκους «Τσιμπούκι»,
στην οποία καταγράφει τις αλλαγές στο πρόσωπο ενός άντρα, ενώ δέχεται
πεολειχία- ο Λου Ρηντ και οι μουσικές του ιστορίες για απόκληρους,
διεμφυλικούς, παραβατικούς, ναρκομανείς, θα της δώσουν την πραγματική
της δημοτικότητα. Ο Ντάντο κατοχυρώνει φιλοσοφικά την ομοιωματική ποπ
τέχνη του Γουόρχολ, ο Λου Ρηντ ζει, εξιστορεί, αναπαράγει τη διονυσιακή
της διάσταση. Με τον ίδιο τρόπο που τα «Κουτιά Brillo» είναι το εγκώμιο,
η αισθητικοποίηση, η υπονόμευση του κοινού τόπου, η αναγωγή του
καταναλωτικού αντικειμένου σε objet trouvé, έτσι και το «Venus in Furs»,
το «Τhe Gift», το «Vicious», τα τραγούδια του Λου Ρηντ, είναι η
παραδοχή πως η ενόρμηση του θανάτου στη μετανεωτερική συνθήκη είναι ένας
ακόμη κοινός τόπος.
Ίσως να μην χρειάζεται άλλη απόδειξη γι’
αυτό από το ενθουσιώδες πένθος με το οποίο τα κοινωνικά δίκτυα
υποδέχτηκαν την είδηση του θανάτου του ίδιου πια του Λου Ρηντ. Ήταν κατά
κάποιον τρόπο ένας φόρος τιμής στον καλλιτέχνη εκείνον που κατεξοχήν
κατέστησε το θάνατο και το πάθος αφορμή ποπ μαιναδικής διασκέδασης. Από
τις γυναίκες της ζωής του, τη Λώρι Άντερσον και την Πάτι Σμιθ,
που δημοσίευσαν τη δική της η καθεμία νεκρολογία μέσα στις πρώτες
δεκαπέντε μέρες από το θάνατό του, και τα τουιτς των διασήμων ομοτέχνων
του έως τις απανωτές αναρτήσεις των χρηστών, με λινκ, προσωπικές
αναμνήσεις και γενικόλογες αποτιμήσεις, ο κατεξοχήν πεισιθανάτιος
καλλιτέχνης ενεργοποίησε την πεισιθανάτια πτυχή του διαδικτύου σε μια
μακάβρια ταυτολογία.
Ωστόσο, η μαρτυρία του θανάτου στα
κοινωνικά δίκτυα, εν προκειμένω του καλλιτέχνη, δεν έχει ως στόχο της
τόσο να καταγράψει ένα συμβάν, όσο να εγγράψει το υποκείμενο/χρήστη ως
μέρος του συμβάντος. Όπως συμβαίνει και με τα selfies, τις διαδικτυακές
αυτοφωτογραφήσεις για τις οποίες έγραφα στο προηγούμενο τεύχος,
το υποκείμενο/χρήστης προσπαθεί να υπερβάλλει, να υπερδομήσει και να
υπερσυνδέσει ένα εφήμερο πένθος. Να συμμετέχει σε μια υπερπένθιμη ποπ
συνθήκη διαπραγμάτευσης του θανάτου, όπου σημασία δεν έχει η
διαπραγμάτευση κάποιας απώλειας όσο η κατοχύρωση της απώλειας ως κοινού
τόπου.
Ενόσω έγραφα το κείμενο αυτό συνέβη το
ναυάγιο στο Φαρμακονήσι. Αναμφίβολα, τα κοινωνικά μέσα συμβάλλουν στη
διάδοση της πληροφορίας και της οργής, στη συζήτηση των πολιτικών και
ποινικών πτυχών του εγκλήματος, στη πίεση για την απόδοση ευθυνών, στη
συσπείρωση απέναντι στην εγκληματική συνοριακή πολιτική. Μένει όμως μια
έντονη αίσθηση πως τόσα σχόλια, σκέψεις και αναρτήσεις πολύ συχνά
ικανοποιούν κάποιου είδους ανθρωπιστικό ναρκισσισμό, κατεξοχήν
υπερπένθιμο, παρά συνιστούν πραγματική πολιτική πράξη. Ωστόσο, στους
πραγματικούς νεκρούς δεν μπορείς να βάλεις RIP. Κι αυτό πολύ συχνά είναι
το μόνο που τους προφυλάσσει από την λήθη του κοινού τόπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου