«Ντυμένοι είμαστε πιο χυδαίοι», λέει ο σκηνοθέτης του «Δεκαήμερου» Νίκος Καραθάνος στην «Κ».
Ξεκίνησαν και οι δύο παραστάσεις
ταυτόχρονα, την Παρασκευή 28 Μαρτίου. Η μία στο Εθνικό Θέατρο και η άλλη
στο θέατρο «Πορεία». Οι φωτογραφίες και από τις δύο παραστάσεις όμως
είχαν γίνει από νωρίς γνωστές και παρότι τα έργα είναι εντελώς
διαφορετικά, είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: το γυμνό. Στη Νέα Σκηνή του
Εθνικού, ο Νίκος Καραθάνος αφήνει τα σώματα των ηθοποιών να ριχτούν στο
παιχνίδι του έρωτα έτσι όπως το αφηγήθηκε ο Βοκάκιος τον 14ο αιώνα. Ενα
έργο που μιλάει για τον έρωτα με τον τρόπο της ποίησης, δεν μπορούσε
παρά να απελευθερώσει τα σώματα από τα ρούχα τους. Ο Δημήτρης Τάρλοου,
στο θέατρο «Πορεία», μας λέει εξαρχής: «Θα σας απογοητεύσω. Στην
παράσταση υπάρχει ελάχιστο γυμνό». Παρ’ όλα αυτά, οι δύο πρώτες
φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν από την παράσταση έχουν τους πρωταγωνιστές
της ολόγυμνους. Γι’ αυτή την επιλογή τους, αλλά και για τη γνώμη τους σε
σχέση με την ύπαρξη ή την υπερβολική χρήση των γυμνών σωμάτων τα
τελευταία χρόνια στο θέατρο, μιλήσαμε με τους δύο σκηνοθέτες.
«Δεκαήμερο», παιχνίδι με τα σώματα
Στη Νέα Σκηνή του Εθνικού κρέμεται από την οροφή ένα τεράστιο φωτιστικό. Στο βάθος, ένας μουσικός παίζει ηλεκτρική κιθάρα με το δοξάρι ενός βιολιού. Κανένα άλλο σκηνικό. «Μόνο με τα φώτα θα παίξουμε και με κάποια στρώματα», μου λέει ο Νίκος Καραθάνος. Το γυμνό, δηλαδή, κυριαρχεί και στον σκηνικό χώρο όπως και στο έργο. Γιατί «το σώμα μας είναι ο εαυτός μας», προσθέτει ο σκηνοθέτης, στα λίγα λεπτά που καταφέραμε να τον «απαγάγουμε» από την πρόβα, μία εβδομάδα ακριβώς πριν από την πρεμιέρα.
Και συνεχίζει: «Το σώμα μας είναι η διαφορετικότητά μας. Οπως είναι το πρόσωπό μας διαφορετικό κι από αυτό αναγνωρίζεται, έτσι είναι και το σώμα μας. Αυτή είναι η ωραιότητα στον Παζολίνι, το ότι βρίσκει αυτές τις φάτσες κι αυτά τα σώματα. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν θα ξανάκανε “Δεκαήμερο” το ’70 γιατί δεν θα ξανάβρισκε αυτά τα σώματα. Χάθηκαν. Χάνονται και τα σώματά μας, αλλάζουν. Το σώμα είναι πολύ ωραίο πράγμα, γιατί είναι μια ψυχή ζώσα, είναι ένας εγκέφαλος που δεν σκέφτεται αλλά δρα. Είμαστε εμείς στα δάκτυλα των ποδιών μας, στα χέρια μας... Είναι η σκέψη μας, η ταυτότητά μας σε κάθε μέρος του. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το κάλλος, αλλά με την ύπαρξή μας. Το πώς περπατάμε είναι το πώς περπατάει η ψυχή μας. Το πώς ακουμπάμε, το ίδιο. Οι φόβοι μας, πριν φτάσουν στο κεφάλι μας, πρώτα βγαίνουν στο σώμα. Το σώμα έχει την ιδιότητα που έχει η ίδια η ζωή: γερνάει και παλιώνει κάθε μέρα. Και πολλές φορές το μεγάλωμα είναι και εξέλιξη. Δεν γυμνώνω εγώ το σώμα σ’ αυτό το έργο, το έργο έχει από μόνο του μια καθαρότητα και μια γύμνια.
Οι ιστορικοί περιγράφουν το έργο του ως “ο κόσμος του πνεύματος φεύγει, ο κόσμος της φύσης έρχεται”. Ο Βοκάκιος δημιουργεί αυτήν την καθαρότητα του πρωινού πριν από την Αναγέννηση. Αυτή η απλότητα και η καθαρότητα που διακατέχουν τους ανθρώπους στη σκέψη, στις ανάγκες, στο σώμα τους, στις ιστορίες τους είναι φοβερό πράγμα για να ξεκινήσει ο άνθρωπος κάτι καινούργιο». Και προσθέτει ότι «δεν είναι ένα θεατρικό έργο το “Δεκαήμερο”, είναι ένα μνημειώδες λογοτεχνικό κείμενο μιας φάσης του ανθρώπου. Είναι μια ήσυχη κραυγή. Είναι μια διάθεση της ανθρώπινης ιστορίας. Μια ανθρώπινη στιγμή που μας αφορά όλους. Στην αρχή των προβών βλέπαμε ένα βιντεάκι με μια μαία να πλένει δύο νεογέννητα. Και είπα στους ηθοποιούς, κάτι από αυτό θέλω να βγάλουμε».
Τι θέλει ο Νίκος Καραθάνος να δει και να θυμηθεί ο σημερινός θεατής με το «Δεκαήμερο» σήμερα; «Τον εαυτό του. Παλιά, πολύ παλιά...». Πώς πιστεύει ότι θα υποδεχθεί το κοινό αυτό το έργο και τα γυμνά σώματα; «Α, ντυμένοι είμαστε πιο χυδαίοι»!
Το «Δεκαήμερο» παρουσιάζεται σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη. Διασκευή-σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος. Σκηνικά-κοστούμια: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου. Μουσική: Αγγελος Τριανταφύλλου. Παίζουν: Αλίκη Αλεξανδράκη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Μπινιάρης, Αγγελος Παπαδημητρίου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Αγγελος Τριανταφύλλου, Λυδία Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 18 ετών.
«Ερείπια» σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι
Για τον Δημήτρη Τάρλοου το θέμα γυμνό είναι καθαρά εικαστικό. «Είμαι πολύ επηρεασμένος από τον πατέρα μου και τη γιαγιά μου που ήταν ζωγράφοι. Εχω μάθει να βλέπω τα πράγματα λίγο ζωγραφικά, και μου αρέσει πολύ αυτή η αισθητική στη φωτογραφία. Αλλά στην παράσταση το γυμνό πρέπει να λειτουργήσει στη σωστή στιγμή και για έναν συγκεκριμένο λόγο. Εάν αυτό φωτιστεί λάθος ή εκθέσει τον ηθοποιό ωμά στα βλέμματα των θεατών, έχει καταστραφεί το σύμπαν. Το γυμνό δεν το θεωρώ κάτι ιδιαίτερο παρά μόνο αν σημαίνει κάτι σε σχέση με την εξέλιξη του έργου. Αλλιώς, το να γδύσω έναν ηθοποιό και να μιλάει γυμνός επί ώρα με έναν άλλον, δεν το καταλαβαίνω».
Ο Δημήτρης Τάρλοου, λίγο πριν ξεκινήσει την πρόβα του στο έργο της Σάρα Κέιν «Ερείπια», μου εξηγεί πώς κατέληξε σ’ αυτές τις δύο φωτογραφίες πριν από την παράσταση: «Ηθελα μια φωτογραφία που να δείχνει τη φιλοσοφία του έργου. Στο ομιχλώδες τοπίο μιας έκρηξης, είναι τρεις άνθρωποι γυμνοί από ρούχα αλλά εκτεθειμένοι και ευάλωτοι. Ηθελα να τονίσω το απροστάτευτο. Δεν ξέρω πόσο έγινε αντιληπτό ή έμειναν απλώς στο γυμνό όσοι είδαν τη φωτογραφία. Ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει. Στη δεύτερη φωτογραφία, η Λένα Παπαληγούρα φαίνεται να θηλάζει ένα πιθηκάκι. Αυτό σ’ εμένα λέει τη βία που εκτρέφουμε όλοι μας και ταυτοχρόνως το αίτημα για τρυφερότητα. Γιατί αυτό είναι όλα τα έργα της Κέιν. Ενα πολύ βίαιο αίτημα για αθωότητα. Αυτό ήταν η πρόθεσή μου με αυτές τις φωτογραφίες. Και ταυτοχρόνως μια εικαστική σύλληψη, που πραγματοποίησε η Βάσια Αναγνωστοπούλου». Και μου εξηγεί ότι πίσω από τη φωτογραφία υπάρχει ένας πίνακας εποχής Ντα Βίντσι, που παραπέμπει ελαφρώς σε εικόνα αγιότητας, «που ενισχύει την αμφιθυμία της Κέιν στον Θεό ή στην απουσία του».
Επιμένω ότι για κάποιο μέρος του κοινού ίσως υπάρχει μια συντηρητική αντιμετώπιση του γυμνού σώματος. «Δεν μπορώ να μπω σ’ αυτή τη λογική. Εάν καλλιτεχνικά δεν μου αρέσει κάτι, δεν μπορώ να το επιτρέψω να συμβεί στην παράσταση, είτε είναι γυμνό είτε όχι. Και αυτό δεν αφορά μόνο το γυμνό. Στα έργα της Σάρα Κέιν συμβαίνουν διάφορες πράξεις που έχουν να κάνουν συχνά με σεξουαλική βία. Εχει πολύ μεγάλη σημασία τι επιλέγει ο σκηνοθέτης να παρουσιάσει και τι σημαίνει η πράξη. Εάν επιλέξεις τον δρόμο της ωμής αναπαράστασης -υπήρξαν τέτοιες παραστάσεις στο Βερολίνο, του «Blasted»- οι πεολειχίες, οι βιασμοί και οι συνουσίες ήταν σαν να συνέβαιναν πραγματικά. Αυτό δεν με αφορά καθόλου. Και εκείνη η παράσταση είχε ενοχλήσει και την ίδια την Κέιν και είχε πει “δεν είχε αρκετή ευθραυστότητα και ευαισθησία και διάβασαν το κείμενο με ωμότητα. Εγώ δεν ήθελα να πω αυτό”. Ολη αυτή η ανάγνωση με βοήθησε να επιβεβαιώσω αυτό που είχα εξαρχής εισπράξει, ότι πρόκειται για φωνή αθωότητας και όχι για φωνή χυδαίων πράξεων. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη Σάρα Κέιν».
Το «Blasted», το πρώτο από τα πέντε έργα που έγραψε η Σάρα Κέιν όταν ήταν 23 ετών, παρουσιάζεται στο θέατρο «Πορεία» (Τρικόρφων 3-5) σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, σκηνικά και κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου, μουσική Κατερίνας Πολέμη. Παίζουν: Ακύλας Καραζήσης, Λένα Παπαληγούρα, Μιχάλης Αφολάνιο.
«Δεκαήμερο», παιχνίδι με τα σώματα
Στη Νέα Σκηνή του Εθνικού κρέμεται από την οροφή ένα τεράστιο φωτιστικό. Στο βάθος, ένας μουσικός παίζει ηλεκτρική κιθάρα με το δοξάρι ενός βιολιού. Κανένα άλλο σκηνικό. «Μόνο με τα φώτα θα παίξουμε και με κάποια στρώματα», μου λέει ο Νίκος Καραθάνος. Το γυμνό, δηλαδή, κυριαρχεί και στον σκηνικό χώρο όπως και στο έργο. Γιατί «το σώμα μας είναι ο εαυτός μας», προσθέτει ο σκηνοθέτης, στα λίγα λεπτά που καταφέραμε να τον «απαγάγουμε» από την πρόβα, μία εβδομάδα ακριβώς πριν από την πρεμιέρα.
Και συνεχίζει: «Το σώμα μας είναι η διαφορετικότητά μας. Οπως είναι το πρόσωπό μας διαφορετικό κι από αυτό αναγνωρίζεται, έτσι είναι και το σώμα μας. Αυτή είναι η ωραιότητα στον Παζολίνι, το ότι βρίσκει αυτές τις φάτσες κι αυτά τα σώματα. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν θα ξανάκανε “Δεκαήμερο” το ’70 γιατί δεν θα ξανάβρισκε αυτά τα σώματα. Χάθηκαν. Χάνονται και τα σώματά μας, αλλάζουν. Το σώμα είναι πολύ ωραίο πράγμα, γιατί είναι μια ψυχή ζώσα, είναι ένας εγκέφαλος που δεν σκέφτεται αλλά δρα. Είμαστε εμείς στα δάκτυλα των ποδιών μας, στα χέρια μας... Είναι η σκέψη μας, η ταυτότητά μας σε κάθε μέρος του. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το κάλλος, αλλά με την ύπαρξή μας. Το πώς περπατάμε είναι το πώς περπατάει η ψυχή μας. Το πώς ακουμπάμε, το ίδιο. Οι φόβοι μας, πριν φτάσουν στο κεφάλι μας, πρώτα βγαίνουν στο σώμα. Το σώμα έχει την ιδιότητα που έχει η ίδια η ζωή: γερνάει και παλιώνει κάθε μέρα. Και πολλές φορές το μεγάλωμα είναι και εξέλιξη. Δεν γυμνώνω εγώ το σώμα σ’ αυτό το έργο, το έργο έχει από μόνο του μια καθαρότητα και μια γύμνια.
Οι ιστορικοί περιγράφουν το έργο του ως “ο κόσμος του πνεύματος φεύγει, ο κόσμος της φύσης έρχεται”. Ο Βοκάκιος δημιουργεί αυτήν την καθαρότητα του πρωινού πριν από την Αναγέννηση. Αυτή η απλότητα και η καθαρότητα που διακατέχουν τους ανθρώπους στη σκέψη, στις ανάγκες, στο σώμα τους, στις ιστορίες τους είναι φοβερό πράγμα για να ξεκινήσει ο άνθρωπος κάτι καινούργιο». Και προσθέτει ότι «δεν είναι ένα θεατρικό έργο το “Δεκαήμερο”, είναι ένα μνημειώδες λογοτεχνικό κείμενο μιας φάσης του ανθρώπου. Είναι μια ήσυχη κραυγή. Είναι μια διάθεση της ανθρώπινης ιστορίας. Μια ανθρώπινη στιγμή που μας αφορά όλους. Στην αρχή των προβών βλέπαμε ένα βιντεάκι με μια μαία να πλένει δύο νεογέννητα. Και είπα στους ηθοποιούς, κάτι από αυτό θέλω να βγάλουμε».
Τι θέλει ο Νίκος Καραθάνος να δει και να θυμηθεί ο σημερινός θεατής με το «Δεκαήμερο» σήμερα; «Τον εαυτό του. Παλιά, πολύ παλιά...». Πώς πιστεύει ότι θα υποδεχθεί το κοινό αυτό το έργο και τα γυμνά σώματα; «Α, ντυμένοι είμαστε πιο χυδαίοι»!
Το «Δεκαήμερο» παρουσιάζεται σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη. Διασκευή-σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος. Σκηνικά-κοστούμια: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου. Μουσική: Αγγελος Τριανταφύλλου. Παίζουν: Αλίκη Αλεξανδράκη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Μπινιάρης, Αγγελος Παπαδημητρίου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Αγγελος Τριανταφύλλου, Λυδία Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 18 ετών.
«Ερείπια» σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι
Για τον Δημήτρη Τάρλοου το θέμα γυμνό είναι καθαρά εικαστικό. «Είμαι πολύ επηρεασμένος από τον πατέρα μου και τη γιαγιά μου που ήταν ζωγράφοι. Εχω μάθει να βλέπω τα πράγματα λίγο ζωγραφικά, και μου αρέσει πολύ αυτή η αισθητική στη φωτογραφία. Αλλά στην παράσταση το γυμνό πρέπει να λειτουργήσει στη σωστή στιγμή και για έναν συγκεκριμένο λόγο. Εάν αυτό φωτιστεί λάθος ή εκθέσει τον ηθοποιό ωμά στα βλέμματα των θεατών, έχει καταστραφεί το σύμπαν. Το γυμνό δεν το θεωρώ κάτι ιδιαίτερο παρά μόνο αν σημαίνει κάτι σε σχέση με την εξέλιξη του έργου. Αλλιώς, το να γδύσω έναν ηθοποιό και να μιλάει γυμνός επί ώρα με έναν άλλον, δεν το καταλαβαίνω».
Ο Δημήτρης Τάρλοου, λίγο πριν ξεκινήσει την πρόβα του στο έργο της Σάρα Κέιν «Ερείπια», μου εξηγεί πώς κατέληξε σ’ αυτές τις δύο φωτογραφίες πριν από την παράσταση: «Ηθελα μια φωτογραφία που να δείχνει τη φιλοσοφία του έργου. Στο ομιχλώδες τοπίο μιας έκρηξης, είναι τρεις άνθρωποι γυμνοί από ρούχα αλλά εκτεθειμένοι και ευάλωτοι. Ηθελα να τονίσω το απροστάτευτο. Δεν ξέρω πόσο έγινε αντιληπτό ή έμειναν απλώς στο γυμνό όσοι είδαν τη φωτογραφία. Ο καθένας βλέπει ό,τι θέλει. Στη δεύτερη φωτογραφία, η Λένα Παπαληγούρα φαίνεται να θηλάζει ένα πιθηκάκι. Αυτό σ’ εμένα λέει τη βία που εκτρέφουμε όλοι μας και ταυτοχρόνως το αίτημα για τρυφερότητα. Γιατί αυτό είναι όλα τα έργα της Κέιν. Ενα πολύ βίαιο αίτημα για αθωότητα. Αυτό ήταν η πρόθεσή μου με αυτές τις φωτογραφίες. Και ταυτοχρόνως μια εικαστική σύλληψη, που πραγματοποίησε η Βάσια Αναγνωστοπούλου». Και μου εξηγεί ότι πίσω από τη φωτογραφία υπάρχει ένας πίνακας εποχής Ντα Βίντσι, που παραπέμπει ελαφρώς σε εικόνα αγιότητας, «που ενισχύει την αμφιθυμία της Κέιν στον Θεό ή στην απουσία του».
Επιμένω ότι για κάποιο μέρος του κοινού ίσως υπάρχει μια συντηρητική αντιμετώπιση του γυμνού σώματος. «Δεν μπορώ να μπω σ’ αυτή τη λογική. Εάν καλλιτεχνικά δεν μου αρέσει κάτι, δεν μπορώ να το επιτρέψω να συμβεί στην παράσταση, είτε είναι γυμνό είτε όχι. Και αυτό δεν αφορά μόνο το γυμνό. Στα έργα της Σάρα Κέιν συμβαίνουν διάφορες πράξεις που έχουν να κάνουν συχνά με σεξουαλική βία. Εχει πολύ μεγάλη σημασία τι επιλέγει ο σκηνοθέτης να παρουσιάσει και τι σημαίνει η πράξη. Εάν επιλέξεις τον δρόμο της ωμής αναπαράστασης -υπήρξαν τέτοιες παραστάσεις στο Βερολίνο, του «Blasted»- οι πεολειχίες, οι βιασμοί και οι συνουσίες ήταν σαν να συνέβαιναν πραγματικά. Αυτό δεν με αφορά καθόλου. Και εκείνη η παράσταση είχε ενοχλήσει και την ίδια την Κέιν και είχε πει “δεν είχε αρκετή ευθραυστότητα και ευαισθησία και διάβασαν το κείμενο με ωμότητα. Εγώ δεν ήθελα να πω αυτό”. Ολη αυτή η ανάγνωση με βοήθησε να επιβεβαιώσω αυτό που είχα εξαρχής εισπράξει, ότι πρόκειται για φωνή αθωότητας και όχι για φωνή χυδαίων πράξεων. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη Σάρα Κέιν».
Το «Blasted», το πρώτο από τα πέντε έργα που έγραψε η Σάρα Κέιν όταν ήταν 23 ετών, παρουσιάζεται στο θέατρο «Πορεία» (Τρικόρφων 3-5) σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, σκηνικά και κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου, μουσική Κατερίνας Πολέμη. Παίζουν: Ακύλας Καραζήσης, Λένα Παπαληγούρα, Μιχάλης Αφολάνιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου