Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Εκθεση στη Νέα Υόρκη: Γυμνά κορίτσια, ντυμένες κυρίες


Εικαστικά έργα του μοντερνισμού που αποκήρυξαν ως «εκφυλισμένη τέχνη» οι ναζί
Εκθεση στη Νέα Υόρκη: Γυμνά κορίτσια, ντυμένες κυρίες
16 Ιουλίου 1937. Ο Χίτλερ περιηγείται αίθουσες του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στο Μόναχο, όπου βρίσκονταν τα έργα «εκφυλισμένης τέχνης» που είχαν κατασχεθεί από γερμανικά μουσεία και ιδιωτικές συλλογές

 
Προηγήθηκαν τα βιβλία, ακολούθησαν οι άνθρωποι. Στο ενδιάμεσο είχε την τιμητική της η τέχνη. Την ονόμασαν «εκφυλισμένη» (Entartete Kunst), και αφού την κατάσχεσαν, τη λοιδόρησαν, την έκρυψαν σε ατομικά θησαυροφυλάκια, την ξεπούλησαν, την κατέστρεψαν. Φρόντισαν όμως να την εκθέσουν για να συνειδητοποιήσει ο γερμανικός λαός τον κίνδυνο που καραδοκούσε. Στις 16 Ιουλίου του 1937 ο Χίτλερ μαζί με τον υπουργό Προπαγάνδας του Γ' Ράιχ Γιόζεφ Γκέμπελς περιδιάβαζε τις αίθουσες κτιρίου του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στο Μόναχο και επιθεωρούσαν με σκωπτική διάθεση αλλά και με βαθιά ικανοποίηση τους τοίχους με τους στοιβαγμένους πίνακες. Αριστουργήματα του dada, του κυβισμού, του σουρεαλισμού, του εξπρεσιονισμού αναρτημένα χαοτικά, κρεμασμένα από κορδόνια συνοδεία χλευαστικών σχολίων. Είχαν κατασχεθεί από γερμανικά μουσεία αλλά και από ιδιωτικές συλλογές γιατί αποτελούσαν μέρος της εβραϊκής συνωμοσίας που εξυφαινόταν ύπουλα με στόχο να βεβηλώσει τη γερμανική αξιοπρέπεια μέσα από την ανατρεπτική τέχνη. Καντίνσκι, Κλέε, Μπέκμαν, Σίλε, ορισμένοι από τους 112 καλλιτέχνες-εχθρούς του λαού. Ασήμαντη - για την εποχή εκείνη - λεπτομέρεια: Μόλις έξι από αυτούς Εβραίοι.

Λίστα για αγγαρείες
Η πλήρης λίστα των έργων που υφαρπάχθηκαν από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Internet από το βρετανικό μουσείο Victoria & Albert. «Κρύα, κλινική, σαν να επρόκειτο για λίστα για αγγαρείες» όπως λέει χαρακτηριστικά η Ρενέ Πράις, διευθύντρια του μουσείου γερμανικής και αυστριακής τέχνης Neue Galerie στη Νέα Υόρκη. Ο πρώτος τόμος αυτής της λίστας, η μόνη γνωστή απογραφή των 16.558 έργων που κατασχέθηκαν κατά κύριο λόγο την περίοδο 1937-38, θα συμπεριληφθεί στην έκθεση «Εκφυλισμένη Τέχνη, η επίθεση στη Μοντέρνα Τέχνη στη Ναζιστική Γερμανία, 1937», την οποία φιλοξενεί αυτές τις μέρες το μουσείο. Είναι μια προσθήκη της τελευταίας στιγμής στο κύριο σώμα της έκθεσης με τους 100 περίπου πίνακες, γλυπτά, σχέδια, τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν συμπεριληφθεί στην έκθεση πριν από 77 χρόνια. Ανάμεσά τους «Ο ψαράς» (1921) του Πάουλ Κλέε, «Το πορτρέτο του Χέρμαν-Νάισε» (1925) του Γκέοργκ Γκρος, «Η δούκισσα του Μοντεσκιέ-Φεζενσάκ» (1910) του Οσκαρ Κοκόσκα. Είναι η μεγαλύτερη έκθεση επί αμερικανικού εδάφους αφιερωμένη στην «εκφυλισμένη» τέχνη μετά από μια αντίστοιχη στο Μουσείο Τέχνης της Κομητείας του Λος Αντζελες το 1991.

Η έκθεση στο Neue όμως διακρίνεται από μια επιπλέον ιδιαιτερότητα. Η «εκφυλισμένη» αντιπαραβάλλεται με την «υψηλή» τέχνη, όπως αυτές κρίνονταν σύμφωνα με τα αισθητικά και ιδεολογικά κριτήρια των υψηλόβαθμων αξιωματούχων των ναζί. Στην έκθεση δεσπόζει το τρίπτυχο «Τέσσερα στοιχεία της φύσης» του Αντολφ Ζίγκλερ, αγαπημένου ζωγράφου του Χίτλερ και επικεφαλής της διορισθείσης επιτροπής για τον χαρακτηρισμό των έργων ως «εκφυλισμένων». «Παίζουμε με δύο ταμπού» εξηγεί ο Ολαφ Πέτερς, επιμελητής της έκθεσης στη Neue. «Από τη μια αντιπαραβάλλουμε κατά κάποιον τρόπο τα θύματα και τους θύτες. Από την άλλη παρουσιάζουμε τα έργα των ναζί ως τέχνη μολονότι συχνά χαρακτηρίζεται ως μη τέχνη. Η αντιπαράθεση ρίχνει φως στις διαφορές της αισθητικής ποιότητας και περιπλοκότητας των έργων». Τα ολόγυμνα κορίτσια στο έργο του Ζίγκλερ αποπνέουν τον ρομαντικό ρεαλισμό που ήθελε να δει να αναβιώνει ο Χίτλερ, η πλήρως ενδεδυμένη «δούκισσα» του Κοκόσκα με τις σκληρές εξπρεσιονιστικές γραμμές μια προσβολή στη γυναικεία φύση της Γερμανίδας.

Αβυσσος η ψυχή των ναζί; Και όμως, οι αποφάσεις τους δεν ήταν αποτέλεσμα τυχαίας παρόρμησης αλλά ψυχρού υπολογισμού. Η τέχνη χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο προπαγάνδας και το μίσος αναζήτησε την επίφασή του σε κείμενα του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα στις θεωρίες του (εβραίου) συγγραφέα και κριτικού Μαξ Νορντάου, ο οποίος αποκήρυσσε την πρωτοποριακή τέχνη της δικής του εποχής, όπως ήταν για παράδειγμα ο ιμπρεσιονισμός, ως προϊόν ανθρώπων διεφθαρμένων από τη σύγχρονη ζωή, ούτε λίγο ούτε πολύ «μιασμένων» με έναν αταβιστικό τρόπο, ενώ διακήρυττε παράλληλα την ανωτερότητα της γερμανικής καλλιτεχνικής παράδοσης. Το σλόγκαν του Νορντάου «Εκφυλισμός» αναφορικά με την τέχνη θα γινόταν τελικά συνώνυμο με τη βαρβαρότητα των Εθνικοσοσιαλιστών και με την καταστροφή του μοντερνισμού που δημιουργήθηκε στη Γερμανία ανάμεσα στους δύο πολέμους.

«Να καούν οι πίνακες»
Η διαταγή δόθηκε από τον Γκέμπελς στον ζωγράφο Αντολφ Ζίγκλερ το 1937, έναν μήνα πριν από τη διαβόητη έκθεση. Τα μουσεία έπρεπε να εξαγνιστούν από τη «μιαρή» τέχνη. Υπήρχε και το εντυπωσιακό προηγούμενο με την καύση των βιβλίων το 1933, οπότε «γιατί να μην καούν και οι πίνακες;» πρότεινε ο αξιωματούχος του υπουργείου Προπαγάνδας Φραντς Χόφμαν. Η ιδέα του δεν βρήκε σύμφωνη σύσσωμη την οκταμελή επιτροπή που είχε διοριστεί για να φέρει εις πέρας την αποστολή. Ωστόσο, περίπου 4.000 έργα που κρίθηκαν «δευτερεύουσας σημασίας» κάηκαν στην αυλή του κεντρικού πυροσβεστικού σταθμού στο Βερολίνο στις 20 Μαρτίου του 1939. Η τέχνη που είχε κατασχεθεί άρχισε να πωλείται μέσω τεσσάρων διορισμένων εμπόρων τέχνης εντεταλμένων να πουλήσουν στο εξωτερικό τα έργα. Τα χρήματα ήταν απαραίτητα γιατί ο Χίτλερ ονειρευόταν το νέο «Fuhrer Museum», στο οποίο θα μπορούσε να στεγάσει την τέχνη που αγαπούσε εκείνος. Επειτα, υπήρχε και η μηχανή του πολέμου σε πλήρη εξέλιξη με τις δικές της οικονομικές ανάγκες. Την καύση ακολούθησε λοιπόν η δημοπρασία στην Galerie Fischer στη Λουκέρνη όπου επισήμως 125 έργα του μοντερνισμού πουλήθηκαν σε διευθυντές μουσείων απ' όλον τον κόσμο.
Ενας από αυτούς, όπως αναφέρει σε κείμενο του καταλόγου της έκθεσης ο ελληνικής καταγωγής αμερικανός ιστορικός Τζόναθαν Πετρόπουλος, ήταν ο ιδρυτικός διευθυντής του ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης. Ο Αλφρεντ Μπαρ αγόραζε μέσω ενός εβραίου μεσάζοντα έργα των Κλέε, Μαγιόλ, Μπέκμαν από τη Γερμανία, όπως έκαναν εξάλλου πολλοί άλλοι φιλότεχνοι. Η παγκόσμια αγορά είχε πλημμυρίσει από έργα «εκφυλισμένης» τέχνης - πρόσφατα μάλιστα «ανακαλύφθηκε» ένα σε έκθεση στη Βιέννη με μισοσβησμένο τον αριθμό 14.607 στο πίσω μέρος του. Οι καιροσκόποι πλούτισαν, οι συλλογές μουσείων ανά τον κόσμο εμπλουτίστηκαν και με αυτόν τον έμμεσο τρόπο, με προμετωπίδα την «προσπάθεια διάσωσης των αριστουργημάτων από τη ναζιστική θηριωδία», ενισχύθηκε οικονομικά η πολεμική μηχανή του Χίτλερ. Πολλά έργα που εκτίθενται στη Neue είναι δανεισμένα από το MoMA.


Να επιστραφούν, όπως και τα Γλυπτά του Παρθενώνα

Στην περίπτωση των έργων του μοντερνισμού με πρόσχημα την προσπάθεια διάσωσής τους από τη ναζιστική θηριωδία εμπλουτίστηκαν ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές. Εύλογα διερωτάται κανείς τι γίνεται στην περίπτωση υφαρπαγής από κρατικό μουσείο. Ο Τζόναθαν Πετρόπουλος, ιστορικός και μελετητής της σχέσης των Εθνικοσοσιαλιστών με την τέχνη, λέει σχετικά με το ενδεχόμενο της επιστροφής των έργων στους δικαιούχους τους: «Νομικά, το θέμα είναι πολύ περίπλοκο. Μετά το 1945 οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν την "εκκαθάριση" της τέχνης και τις επακόλουθες πωλήσεις της ως πράξη μιας ηγεμονικής δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι η γερμανική κυβέρνηση είχε το δικαίωμα να πουλήσει τα έργα από τις κρατικές συλλογές οπότε δεν υποχρεούται να τα επιστρέψει. Από ηθικής απόψεως το θέμα εξακολουθεί να είναι πολύ περίπλοκο, αλλά νομίζω τελικά ότι τα έργα πρέπει να επιστραφούν στην κοιτίδα τους. Ο νόμος πάνω στον οποίο βασίστηκε η απόσυρση των έργων τέχνης και η περαιτέρω πώλησή τους συντάχτηκε από τον υπουργό Προπαγάνδας Γκέμπελς και επικυρώθηκε από τον Χίτλερ, δηλαδή όχι με δημοκρατικές διαδικασίες. Οι περισσότεροι αξιωματούχοι στη Γερμανία ήταν κατά της εκκαθάρισης και της πώλησης των έργων, οπότε υπήρχε και το στοιχείο του εξαναγκασμού συναίνεσης στην υπόθεση. Επίσης, τα έργα πουλήθηκαν σε χαμηλές τιμές, οπότε οι αγοραστές είχαν επίγνωση ότι εκμεταλλεύονταν την κατάσταση».

Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε την υπόθεση των έργων της «εκφυλισμένης τέχνης» με εκείνη των Γλυπτών του Παρθενώνα; ρωτάμε τον κ. Πετρόπουλο. «Πιστεύω πως ναι. Από νομικής απόψεως οι Ελληνες δεν έχουν μπορέσει να υποστηρίξουν την επιστροφή τους - θα βασιζόταν στη Διεθνή Συνθήκη της Χάγης του 1907, σύμφωνα με την οποία η εθνική πολιτισμική κληρονομιά δεν μπορεί να υφαρπαγεί κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Οι περισσότεροι παρατηρητές βλέπουν αυτή τη Συνθήκη ως το χρονικό σημείο πριν από το οποίο δεν υπάρχει σχετική νομική κάλυψη. Από ηθικής απόψεως είναι ξεκάθαρο ότι τα Γλυπτά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Θα έπρεπε να επιστραφούν στην αρχική τους τοποθεσία, η οποία είναι ένα ορόσημο της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, πόσω μάλλον τώρα που υπάρχει ένα μουσείο για να τα στεγάσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου