http://www.kathimerini.gr/759211/article/ta3idia/sthn-ellada/volos-ploys-ston-xrono-kai-sto-oneiro
ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ*
Πανοραμική νυχτερινή φωτογραφία του Βόλου με την παραλία
φωτισμένη και τα κτίρια της πόλης σαν ένα περιδέραιο στην ακτή του
Παγασητικού Κόλπου.
Πριν από λίγο καιρό κατεβαίνοντας από
τη Γορίτσα, όπου είχα πάει για τρέξιμο, έπεσα πάνω στον Φώτη. Λένε πως
ζει εδώ σε κάποια σπηλιά, που όμως δεν την έχει δει ποτέ κανείς, και ότι
φταίει ένας αποτυχημένος έρωτας των νεανικών χρόνων που του άλλαξε τη
ρότα του μυαλού. Τον χαιρέτησα από μακριά, αλλά ένιωσα ντροπή και μαζί
θυμό που δεν φρόντισα να έχω μαζί μου κάνα κέρμα... είναι γούρικο να
ελεήσεις αυτόν τον ξεπεσμένο δερβίση, γιατί όλο και κάτι καλό θα
ακούσεις. Την τελευταία φορά που μοιράστηκα μαζί του κάτι ψιλά ήταν μια
Κυριακή, όταν ο Ολυμπιακός Βόλου και η Νίκη Βόλου ήρθαν ισόπαλοι και
έτσι γλιτώσαμε τα επεισόδια και μία άλλη, όταν πληροφορηθήκαμε ότι θα
διεκδικήσουμε τους Μεσογειακούς Αγώνες από κοινού με τη Λάρισα, άσχετα
αν η κρίση μάς τους στέρησε μετά - μπορεί να ακούγεται παράξενο, αλλά
τον τελευταίο καιρό τα ’χουμε βρει με τους γείτονες και πορευόμαστε σαν
δίδυμο-μοντέλο.
Χαμένες στα σύννεφα
Ηταν ακόμη πρωί, προχωρημένο φθινόπωρο, η Μακρινίτσα και η Πορταριά χαμένες μες στα σύννεφα και κάτω στο βάθος τα νερά του Παγασητικού έδειχναν μολυβένια. Δεν ξέρω πώς, αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα να τον ακολουθήσω, για να δω πού και πώς περνάει τη μέρα του. Ισως, πάλι, στο πίσω του μυαλού μου να είχα τα λόγια του Ζακ Λακαριέρ από το μυθιστόρημα «Μαρία η Αιγυπτία». Πως δηλαδή για να γνωρίσεις πραγματικά μια πόλη, δεν έχεις παρά να ακολουθήσεις το πρώτο αθώο πλάσμα που θα βρεθεί μπροστά σου.
Χαιρετούσε τώρα τους κωπηλάτες στον Ναυτικό Ομιλο και ύστερα έστριψε και μπήκε στην κοίτη του Αναύρου. Χαμογέλασα με τη σκέψη ότι μπορεί να στεκόταν τυχερός και να έβρισκε το σανδάλι που είχε χάσει ο συμπολίτης του Ιάσων και τη στιγμή που περνούσε κάτω από τη γέφυρα, που σε παλαιότερες δεκαετίες τη διέσχιζε το τρενάκι για τις Μηλιές, σκέφτηκα πως, αν ζούσε εκατό χρόνια πριν, μπορεί ο Ντε Κίρικο να τον έβαζε σε κανένα πίνακα σαν μια αλλόκοτη μορφή.
Με τούτα και με τα άλλα, κατάλαβα κάποια στιγμή πως τον είχα χάσει. Κατηφόρισα προς το πάρκο του Μουσείου και έριξα μια ματιά μέσα στις καλύβες-ομοιώματα των νεολιθικών του Διμηνίου και του Σέσκλου, μπας και έχει κρυφτεί εκεί, αλλά τίποτα, τζίφος. Στο ύψος της Κασσαβέτη θυμήθηκα μια ιστορία που είχα διαβάσει την προηγούμενη στο Διαδίκτυο. Μιλούσε για ένα φονικό που έγινε το 1901 στην οδό Αγχέσμου της Αθήνας, τη σημερινή Βουκουρεστίου, ανάμεσα σε κάποιον γόνο της οικογένειας Κασσαβέτη και της άλλης πλούσιας του Βόλου, εκείνη των Καρτάληδων, για κάποια υπόσχεση γάμου που αθετήθηκε. Ακολούθησε μια δίκη που απασχόλησε για καιρό όλη την Ελλάδα, με τις εφημερίδες της εποχής να αποκαλούν τους δολοφόνους Βολοφόνους. Περνώντας μπροστά από το πανεπιστήμιο ξανάφερα στον νου την εκκρεμότητα που με βασανίζει χρόνια: να εντοπίσω σε ποιο σημείο της πόλης βρισκόταν το Παρθεναγωγείο των Δελμούζου-Σαράτση. Στην παραλία, φίσκα τα καφέ από τον νεαρόκοσμο, ενώ στο λιμάνι οι Αιγύπτιοι ψαράδες παρέα με άλλους Τρικεριώτες μπάλωναν αμέριμνοι και όλο γέλια τα δίχτυα τους.
«Ισως στα Παλιά...». Τον είχα δει κι άλλες φορές κοντά στο πλινθοκεραμοποιείο του Τσαλαπάτα, οπότε έβαλα πλώρη προς τα εκεί. Πέρασα μπροστά απ’ το μισογκρεμισμένο σπίτι όπου ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, με σύμβουλο τον Νίκο Κολοβό, κινηματογράφησε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές για τον Θίασο και ύστερα ανηφόρισα προς τον λόφο, το πιο παλιό σημείο της πόλης. Εδώ ο Γιώργος Χουρμουζιάδης έκρινε πως βρισκόταν η πόλη της Ιωλκού, κάπου εδώ τοποθετούσε ο Δημήτρης Χατζής στο Διπλό Βιβλίο «τα ταμπάκικα του Βόλου» και αργότερα, στα οθωμανικά χρόνια, εδώ πάνω υπήρχε το τζαμί της πόλης προτού γκρεμιστεί. Ο Φώτης στο μεταξύ άφαντος.
Στα προσφυγικά
Στις όχθες του Κραυσίδωνα οι λεύκες έριχναν τα τελευταία φύλλα και στα προσφυγικά σπιτάκια στη Νέα Ιωνία, γύρω από την Ευαγγελίστρια, μια ηλικιωμένη με κάλεσε να περάσω στην αυλή της για «ένα τσιπουράκι». Την ευχαρίστησα και συνέχισα τον δρόμο μου... Η όρεξη όμως είχε ανοίξει. Στο Δόλωμα, δίπλα από το παλιό νεκροταφείο, οι γνωστές παρέες και οι ίδιες όπως πάντα συζητήσεις. Είχα αφαιρεθεί στα δικά μου, όταν κάποια στιγμή, ύστερα από το τρίτο ή τέταρτο εικοσιπενταράκι, τον πήρε το μάτι μου στο απέναντι πεζοδρόμιο. Με το σακούλι στον ώμο, κρατούσε στο χέρι κάτι αγριολούλουδα και προχωρούσε βιαστικός προς το Πανθεσσαλικό Στάδιο. Πλήρωσα και τον πήρα ξανά από πίσω, με την υποψία αυτή τη φορά πως πήγαινε να συναντήσει μάλλον καμιά αγαπητικιά του.
Από μακριά τον είδα να μπαίνει στον Ξηριά, εκεί όπου έχουν στήσει τον καταυλισμό τους οι τσιγγάνοι. Γύρω του τώρα είχε μαζευτεί τσούρμο το παιδομάνι. Και ο Φώτης με την αγαθότητα της πενίας του μοίραζε σε μελαψά κορίτσια και αγόρια τα άνθη του. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τα πόδια μου να ξεκολλάνε από τη γη και να ανεβαίνω, να ανεβαίνω...
* O κ. Κώστας Ακρίβος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο μυθιστόρημά του με τίτλο «Αλλάζει πουκάμισο το φίδι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Χαμένες στα σύννεφα
Ηταν ακόμη πρωί, προχωρημένο φθινόπωρο, η Μακρινίτσα και η Πορταριά χαμένες μες στα σύννεφα και κάτω στο βάθος τα νερά του Παγασητικού έδειχναν μολυβένια. Δεν ξέρω πώς, αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα να τον ακολουθήσω, για να δω πού και πώς περνάει τη μέρα του. Ισως, πάλι, στο πίσω του μυαλού μου να είχα τα λόγια του Ζακ Λακαριέρ από το μυθιστόρημα «Μαρία η Αιγυπτία». Πως δηλαδή για να γνωρίσεις πραγματικά μια πόλη, δεν έχεις παρά να ακολουθήσεις το πρώτο αθώο πλάσμα που θα βρεθεί μπροστά σου.
Χαιρετούσε τώρα τους κωπηλάτες στον Ναυτικό Ομιλο και ύστερα έστριψε και μπήκε στην κοίτη του Αναύρου. Χαμογέλασα με τη σκέψη ότι μπορεί να στεκόταν τυχερός και να έβρισκε το σανδάλι που είχε χάσει ο συμπολίτης του Ιάσων και τη στιγμή που περνούσε κάτω από τη γέφυρα, που σε παλαιότερες δεκαετίες τη διέσχιζε το τρενάκι για τις Μηλιές, σκέφτηκα πως, αν ζούσε εκατό χρόνια πριν, μπορεί ο Ντε Κίρικο να τον έβαζε σε κανένα πίνακα σαν μια αλλόκοτη μορφή.
Με τούτα και με τα άλλα, κατάλαβα κάποια στιγμή πως τον είχα χάσει. Κατηφόρισα προς το πάρκο του Μουσείου και έριξα μια ματιά μέσα στις καλύβες-ομοιώματα των νεολιθικών του Διμηνίου και του Σέσκλου, μπας και έχει κρυφτεί εκεί, αλλά τίποτα, τζίφος. Στο ύψος της Κασσαβέτη θυμήθηκα μια ιστορία που είχα διαβάσει την προηγούμενη στο Διαδίκτυο. Μιλούσε για ένα φονικό που έγινε το 1901 στην οδό Αγχέσμου της Αθήνας, τη σημερινή Βουκουρεστίου, ανάμεσα σε κάποιον γόνο της οικογένειας Κασσαβέτη και της άλλης πλούσιας του Βόλου, εκείνη των Καρτάληδων, για κάποια υπόσχεση γάμου που αθετήθηκε. Ακολούθησε μια δίκη που απασχόλησε για καιρό όλη την Ελλάδα, με τις εφημερίδες της εποχής να αποκαλούν τους δολοφόνους Βολοφόνους. Περνώντας μπροστά από το πανεπιστήμιο ξανάφερα στον νου την εκκρεμότητα που με βασανίζει χρόνια: να εντοπίσω σε ποιο σημείο της πόλης βρισκόταν το Παρθεναγωγείο των Δελμούζου-Σαράτση. Στην παραλία, φίσκα τα καφέ από τον νεαρόκοσμο, ενώ στο λιμάνι οι Αιγύπτιοι ψαράδες παρέα με άλλους Τρικεριώτες μπάλωναν αμέριμνοι και όλο γέλια τα δίχτυα τους.
«Ισως στα Παλιά...». Τον είχα δει κι άλλες φορές κοντά στο πλινθοκεραμοποιείο του Τσαλαπάτα, οπότε έβαλα πλώρη προς τα εκεί. Πέρασα μπροστά απ’ το μισογκρεμισμένο σπίτι όπου ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, με σύμβουλο τον Νίκο Κολοβό, κινηματογράφησε μία από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές για τον Θίασο και ύστερα ανηφόρισα προς τον λόφο, το πιο παλιό σημείο της πόλης. Εδώ ο Γιώργος Χουρμουζιάδης έκρινε πως βρισκόταν η πόλη της Ιωλκού, κάπου εδώ τοποθετούσε ο Δημήτρης Χατζής στο Διπλό Βιβλίο «τα ταμπάκικα του Βόλου» και αργότερα, στα οθωμανικά χρόνια, εδώ πάνω υπήρχε το τζαμί της πόλης προτού γκρεμιστεί. Ο Φώτης στο μεταξύ άφαντος.
Στα προσφυγικά
Στις όχθες του Κραυσίδωνα οι λεύκες έριχναν τα τελευταία φύλλα και στα προσφυγικά σπιτάκια στη Νέα Ιωνία, γύρω από την Ευαγγελίστρια, μια ηλικιωμένη με κάλεσε να περάσω στην αυλή της για «ένα τσιπουράκι». Την ευχαρίστησα και συνέχισα τον δρόμο μου... Η όρεξη όμως είχε ανοίξει. Στο Δόλωμα, δίπλα από το παλιό νεκροταφείο, οι γνωστές παρέες και οι ίδιες όπως πάντα συζητήσεις. Είχα αφαιρεθεί στα δικά μου, όταν κάποια στιγμή, ύστερα από το τρίτο ή τέταρτο εικοσιπενταράκι, τον πήρε το μάτι μου στο απέναντι πεζοδρόμιο. Με το σακούλι στον ώμο, κρατούσε στο χέρι κάτι αγριολούλουδα και προχωρούσε βιαστικός προς το Πανθεσσαλικό Στάδιο. Πλήρωσα και τον πήρα ξανά από πίσω, με την υποψία αυτή τη φορά πως πήγαινε να συναντήσει μάλλον καμιά αγαπητικιά του.
Από μακριά τον είδα να μπαίνει στον Ξηριά, εκεί όπου έχουν στήσει τον καταυλισμό τους οι τσιγγάνοι. Γύρω του τώρα είχε μαζευτεί τσούρμο το παιδομάνι. Και ο Φώτης με την αγαθότητα της πενίας του μοίραζε σε μελαψά κορίτσια και αγόρια τα άνθη του. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τα πόδια μου να ξεκολλάνε από τη γη και να ανεβαίνω, να ανεβαίνω...
* O κ. Κώστας Ακρίβος είναι συγγραφέας. Το τελευταίο μυθιστόρημά του με τίτλο «Αλλάζει πουκάμισο το φίδι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου