Το «Δεύτερο τέλος» του Νίκου Λυγγούρη στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Μια περίεργη θεατρική παράσταση στους δρόμους
του Βερολίνου και ένα ipad γέννησαν μια γοητευτική ταινιούλα για τη
μνήμη και την τέχνη σε έναν ανήσυχο σκηνοθέτη, που προτιμά το «Ετσι
κάνουν όλες» από τα σύγχρονα χάπενινγκ.
Της Βένας Γεωργακοπούλου
Ανάμεσα στα εκατοντάδες ντοκιμαντέρ του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ξεχωρίζει και μια περίεργη ταινιούλα 9 λεπτών με τίτλο «Δεύτερο τέλος» και την υπογραφή του Νίκου Λυγγούρη. Κι όμως. Ο εγκατεστημένος εδώ και σαράντα χρόνια στο Βερολίνο σκηνοθέτης («Οι εραστές της Αξού», «Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει τη “Σκόνη του χρόνου”», «Ξύπνησε ο Σουλτάν Αχμέτ»), πολυβραβευμένος και πάντα ιδιαίτερος, το σκεφτόταν να τη στείλει στον Δημήτρη Εϊπίδη. Ευτυχώς τον έπεισαν οι φίλοι του, ανάμεσά τους και η Εύα Στεφανή, με την οποία μοιράζονται την ίδια δημιουργική και όχι δημοσιογραφική-τηλεοπτική ματιά για το ντοκιμαντέρ.
Η ταινία είναι όντως περίεργη. Σε αιχμαλωτίζει, όμως. Σε κάνει να τη δεις αμέσως και δεύτερη φορά. Μια ομάδα ανθρώπων με ακουστικά στ’ αυτιά τριγυρίζουν στο φθινοπωρινό Βερολίνο του 2013. Σταματάνε όλοι μαζί, κάποια στιγμή χειροκροτάνε…
Μέχρι που ένας από αυτούς διηγείται (όχι δεν τον βλέπουμε, έχει τον τρόπο του ο κινηματογράφος) μια ερωτική ιστορία, που γεννήθηκε στην ουρά για μια όπερα του Μότσαρτ!
Αν και η ταινία φαίνεται απόλυτα σκηνοθετημένη, είναι «εντελώς αυθόρμητη και απροετοίμαστη», μας διαβεβαιώνει ο Νίκος Λυγγούρης. Τον τραβολόγησε μια μέρα η δημοσιογράφος φίλη του Κατερίνα Οικονομάκου στην παράσταση των Rimini Protokoll, «Remote Berlin». «Είχα δει δουλειές τους, αλλά νόμιζα ότι θα καθόμασταν και το όλο πράγμα θα γινόταν πάνω σε μια σκηνή. Δεν ήταν έτσι. Μας μοίρασαν ακουστικά, ακούσαμε μια μουσική που δεν μου πολυάρεσε και μια φωνή άρχισε να μας δίνει οδηγίες, πού να πάμε, τι να κάνουμε. Και εμείς τις ακολουθούσαμε. Το κόνσεπτ ήταν ότι το Βερολίνο είναι μια τεράστια σκηνή και οι άνθρωποι που ζούμε εκεί παίζουμε διάφορους ρόλους, που δεν τους καταλαβαίνουμε – όταν περνάμε ένα δρόμο, παίρνουμε το μετρό, πηγαίνουμε στη δουλειά. Ας πούμε, φτάναμε σε μια διασταυρωση. Και σου ’λεγε η φωνή: “Γιατί στέκεσαι τώρα στο φανάρι; Είσαι σκλάβος του φαναριού”. Και κάτι τέτοια».
Αν είσαι εστέτ σαν τον Λυγγούρη, μπορεί να βρεις αυτή τη συνθήκη ενοχλητική και το κείμενο «χονδροειδές», να θες κάτι πιο «υπαινικτικό». «Μουλάρωσα και άρχισα να κοιτάω γύρω μου τα άλλα 50 περίπου άτομα που συμμετείχαν», διηγείται. «Είχα την αίσθηση ότι ακολουθούμε τη φωνή σαν να είμαστε αγέλη πρόβατα. Εβγαλα τα ακουστικά. Χωρίς την παντοδύναμη φωνή στ’ αυτιά μου, ανάσανα. Και μου φάνηκε κάπως μαγικό και αινιγματικό όλο αυτό, τα διάφορα τρελά που κάναμε στους δρόμους του Βερολίνου. Πήρα το ipad μου και άρχισα να το καταγράφω».
Και κει πάνω, σε μια στιγμή στο μετρό, που η φωνή τούς προέτρεπε να κοιτάξουν μια μαμά κι ένα παιδάκι σαν να είναι δρώμενο, κι αυτοί χειροκροτούσαν, του ήρθε στο μυαλό και ο… Αλέν Ρενέ. «Μου κόλλησε η σκέψη ότι αυτό που ζω έχει κάτι από το “Πέρυσι στο Μάριενμπαντ”, όπου επίσης υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρεις αν το παίζουν ή δεν το παίζουν, που επίσης υπάρχει θέατρο μέσα στο θέατρο». Και μετά αναγνώρισε μέσα στην ομάδα μια κοπελα, που είχε κάποτε μια ερωτική ιστορία με ένα φίλο του. «Δεν με χαιρέτησε. Δεν με θυμόταν; Αλλά ήμουν κι εγώ εκεί όταν είχαν γνωριστεί στο ταμείο της Οπερας του Βερολίνου, βγάζοντας εισιτήρια για το “Ετσι κάνουν όλες” του Μότσαρτ».
Η συνάντηση αυτή καθόρισε την ταινία. «Η εμπειρία, το υλικό που τράβηξα έγινε κάτι πιο προσωπικό», εξηγεί, «μια σπουδή πάνω στη μνήμη και την τέχνη. Eκείνη η παράσταση μου είχε μείνει αξέχαστη με την εκθαμβωτική της ομορφιά, αντίθετα το δρώμενο των Rimini ήδη ξεθώριαζε ενώ το ζούσα. Στο μοντάζ πρόσθεσα σκηνές από την όπερα. Σαν να αντιπαραθέτω δυο διαφορετικά είδη ευρωπαϊκής τέχνης: τον Μότσαρτ, για μένα πιο επίκαιρο και ζωντανό, στους Rimini. Σαν να σκηνοθετώ μια φανταστική νίκη του έρωτα επί του τελετουργικού αυτοθεραπείας. Του κλασικισμού επί του χάπενινγκ».
Και όλα αυτά τα απολύτως κινηματογραφικά και σοβαρά με ένα ipad; «Το έχω ερωτευθεί. Αν ξέρεις πέντε πράγματα, αποφεύγεις τα πολλά πανοραμίκ και προσέχεις να έχεις πλάνα φιξ, μπορείς να κάνεις ωραία πράγματα. Είναι και high definition».
Και μετά το «Δεύτερο τέλος», τι; Ετοιμάζει τη φιλόδοξη ταινία «Ο διάλογος του Βερολίνου», κάτι μεταξύ ντοκιμαντέρ και προσωπικού ημερολογίου, με πρωταγωνίστρια την ίδια την πόλη στην οποία μένει, την ιστορία της (από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα), τους ανθρώπους της, Ελληνες κυρίως. «Το βασικό ερώτημα που με απασχολεί είναι πού πάει το Βερολίνο και η Ευρώπη», εξηγεί.
Θα ψηφίσει και στις ευρωεκλογές («Επεσε σύρμα στους Ελληνες του Βερολίνου, μάθαμε ότι έχει άνοδο η Χρυσή Αυγή!», λέει). Πώς νιώθει, αλήθεια, που ζει στην άλλη, πλούσια, γερμανική Ευρώπη; «Εγώ που είμαι μισός Ελληνας και μισός Γερμανος πια, την έχω πατήσει», παραδέχεται. «Οταν είμαι εδώ, βρίζω τους Γερμανούς, όταν είμαι στην Ελλάδα τους Ελληνες. Γιατί καταλαβαίνω και τους δυο. Τα δικά μας λάθη και τα δικά τους. Αλλα δεν μου αρέσουν οι συγκρούσεις, οι βρισιές, οι φασαρίες και το να ρίχνουμε τα λάθη μας στους άλλους. Κάτι που οι Ελληνες κάνουμε. Κάποτε είχαμε τους Τούρκους, μετά τους Αμερικανούς, τώρα τους Γερμανούς. Ολο εχθρούς ψάχνουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω μέσα μου μια βαθιά θλίψη για τη χώρα μας».
* INFO: Η ταινία προβάλλεται σήμερα στις 8.30 μ.μ. στην αίθουσα «Σταύρος Τορνές» και το Σάββατο, στη 1 μ.μ., στην αίθουσα «Τώνια Μαρκετάκη».
v.georgakopoulou@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου