Νίκος ΚαραθάνοςΟ Νίκος Καραθάνος, σκηνοθέτης της «Γκόλφως»,
μιας παράστασης που έγραψε Ιστορία, ανέβασε τώρα στο Εθνικό το
«Δεκαήμερο» του Βοκάκιου και ετοιμάζεται το καλοκαίρι, στο Φεστιβάλ
Αθηνών, να υποδυθεί τη Μάνα στον «Ματωμένο γάμο».
Ενώ η Φλωρεντία έχει παραδοθεί στην πανούκλα, μια παρέα νέων μετακομίζει στην εξοχή. Επί ένα δεκαήμερο, κάθε μέρα, ο καθένας αφηγείται μια ιστορία για τον έρωτα και τη χαρά της ζωής. Από τον 14ο αιώνα που γράφτηκε (1350) μέχρι σήμερα, το ξανασυναντήσαμε από βίπερ ως «άσεμνο ανάγνωσμα» μέχρι και στη σπουδαία ταινία του Παζολίνι. Τώρα το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο -για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή- σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου.
Αποτελείται από εκατό διηγήματα χωρισμένα σε δέκα μέρη κι από ένα προοίμιο. Ενα εκρηκτικό μείγμα παιχνιδιού, ερωτοτροπιών και απόλαυσης της ύπαρξης. Ηρωές του βασιλιάδες και ζητιάνοι, πόρνες και πριγκίπισσες, καλόγριες και έμποροι, ζωγράφοι και χωρικοί. Ο Νίκος Καραθάνος μάς μιλά γι’ αυτό το καινούργιο προκλητικό στοίχημα.
«Με ενδιέφερε η πρόταση από το Εθνικό. Εκείνη την εποχή το διάβαζα και αναζητούσα μια τέτοια πρόκληση, όχι ένα κανονικό θ
θεατρικό έργο. Να πάω σε κάτι που δεν ξέρω.Το «Δεκαήμερο» είναι ένα πρωινό του κόσμου, προαναγγέλλει την αναγέννηση με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο. Σαν να φέρει το τέλος του πνεύματος και τον ερχομό της φύσης μέσα από μεσαιωνικά οράματα, ιστορίες, περιστατικά. Ο Βοκάκιος μένει στον άνθρωπο και τον αφρό του».
• Πώς ακούγονται σήμερα αυτές οι ιστορίες;
«Το κύτταρό μας τις ανακαλεί. Είναι ιστορίες ανώνυμων ανθρώπων. Σαν ν’ ακούμε σήμερα μια συλλογή αφηγήσεων από θείους, γιαγιάδες, φίλους. Τι συνέβη χτες στο απέναντι σπίτι, τι είχε γίνει παλιά σ’ ένα χωριό. Αυτό το αρχαίο υφαντό που κεντούν οι άνθρωποι όταν μαζεύονται τα βράδια συζητώντας. Ιστορίες που επινοούν, θυμούνται, μεταπλάθουν και μεταλαμπαδεύονται από στόμα σε στόμα. Κάποιες χτυπούν κατευθείαν στο στομάχι κι αργότερα στο μυαλό. Πολλές συνδέονται με δεισιδαιμονίες, το θέμα της πίστης, της αμαρτίας. Καλόγριες πιστεύουν ότι ο αρχάγγελος Μιχαήλ θα έρθει να κάνει έρωτα μαζί τους, ιπτάμενα χαλιά, κορίτσια ταξιδεύουν στην Αραβία για να παντρευτούν αλλά ναυαγούν, ζουν ερωτικές περιπέτειες, όμως επιστρέφουν κάποτε παρθένες. Μια γυναίκα συλλαμβάνεται για μοιχεία, την οδηγούν στο δικαστήριο και εκφωνεί έναν τέτοιο λόγο («κορμί έχω, πρέπει να το ποτίσω!») που αθωώνεται παμψηφεί. Ο Τζιότο ενώ ζωγραφίζει κοιτάζει έξω από το παράθυρο και αναρωτιέται: «Θεέ μου, αν είναι κάτι τόσο ωραίο γιατί να το ζωγραφίζω;»».
• Δέκα γιορταστικές μέρες στην εξοχή ενώ δίπλα μαίνεται η πανώλης.
«Η περιγραφή του θανατικού είναι φοβερή. Ο Βοκάκιος μέσα στην απόλυτη συμφορά γράφει ένα διήγημα για κάποιους νέους που αποφασίζουν να πάνε στην εξοχή για να χαρούν. Είναι απίστευτα γειωμένος, η γλώσσα του εξαιρετική. Μέσα στον Μεσαίωνα αυτό το έργο μιλά για τον έρωτα και τις επιταγές της σάρκας με τον πιο φυσικό και ακομπλεξάριστο τρόπο. Αυτόν που εμείς σήμερα έχουμε χάσει ολοκληρωτικά».
• Ντυθήκαμε την ευπρέπεια και γίναμε χυδαίοι;
«Αυτό ακριβώς. Χάσαμε την φυσικότητά μας, η εξυπνάδα μας νικήθηκε, αποκοπήκαμε από τη φύση. Οι περιγραφές του Βοκάκιου για την εξοχή, τους κήπους, είναι υπέροχες. Ο κόσμος στο «Δεκαήμερο» είναι αθώος, ωραίος. Και κυρίως άμεσος, χωρίς ενοχές. Σαν να μην υπάρχει Θεός, σαν… Ολα συμβαίνουν φυσικά, έτσι όπως όταν ξυπνάμε το πρωί και άγουροι ακόμα υποκύπτουμε στην ανάγκη χωρίς δεύτερη σκέψη, λειτουργούμε περισσότερο ζωικά. Το κείμενο είναι δραματικό, ειρωνικό, κωμικό. Ενα περιστατικό από την καθημερινότητα του ανθρώπου. Τόσο απλά».
• Και μετά θα παίξετε τη Μάνα στον «Ματωμένο γάμο» στο Φεστιβάλ. Δεν είναι παράτολμο, προκλητικό;
«Αλλο τόλμη κι άλλο επί τούτου πρόκληση. Τι να προκαλέσεις σ’ αυτή την ασέξουελ ζωή; Δεν κάνεις τον τραβεστί, δεν γελοιοποιείς, δεν μεταμφιέζεσαι. Η ιδέα αφορά τη λογική πώς μια άλλη δυναμική μπορεί να αποκαλύπτει το πρόσωπο. Ο ηθοποιός δεν περιορίζεται στην ψυχολογική προσέγγιση, αντλεί και από τον κυτταρικό εαυτό του, σε όλα αυτά που έχουν καταγραφεί στη συνείδησή του».
• Μα σας είναι οικεία αυτή η μάνα;
«Δεν ξέρω τη σκιά της μάνας που βλέπω να έρχεται από μακριά; Δεν αντιλαμβάνομαι το βάρος της περπατησιάς της; Δεν αφουγκράζομαι τον ήχο της φωνής της; Δεν νιώθω την οργή της όταν χτυπά το χέρι στο τραπέζι, όταν σηκώνεται όρθια και αναταράσσεται ο κόσμος γύρω; Το θέμα δεν είναι να υποδυθείς τη μάνα καλύτερα από μια γυναίκα. Απλώς την προσεγγίζεις διαφορετικά. Ακόμα και με αντρική φωνή. Και φυσικά με σεβασμό στον ρόλο και προστατεύοντας την παράσταση».
• Σας αρέσει η ανατροπή;
«Δεν καταλαβαίνω γιατί όταν βλέπουμε τέτοια «παράτολμα» από ξένους καλλιτέχνες σπεύδουμε χωρίς να σοκαριζόμαστε κι όταν συμβαίνουν εδώ ξεσηκωνόμαστε. Αν δεν ανοίξεις την πόρτα να δεις τι υπάρχει από πίσω, πώς θα καταλάβεις τον κόσμο για να τον συλλαβίσεις; Αν δεν βρεις τη χαραμάδα ανάμεσα στις λέξεις, πώς θα πιάσεις τη μυρωδιά, τους ήχους, τις μνήμες; Το θέμα δεν είναι η πρόκληση -ποιος νοιάστηκε να προκαλέσει στο μικρό μας χωριό;- αλλά ο λόγος της πράξης, το σοβαρό αποτέλεσμα».
• Η ανανέωση είναι διαρκές στοίχημα;
«Κάθε μέρα γερνάμε, στερεύουμε. Παλιώνω όπως όλα γύρω μας. Πράγματα που πριν από πέντε χρόνια ήταν μοντέρνα, μίνιμαλ και τα λιγουρευόμασταν, γέρασαν πολύ γρήγορα. Η ανανέωση αποτελεί μονόδρομο αν θέλουμε να ζούμε. Σ’ όλους τους τομείς. Να ξαναδούμε τα έργα ακόμα και τους χώρους. Φτιάξαμε μοντέρνα κτίρια, μέγαρα για τις τέχνες και δεν φροντίσαμε ποιοι θα τα κατοικήσουν. Η ίδια η θεατρική στέγη είναι πια παλιό οίκημα. Ας την πειράξουμε. Νοιαζόμαστε πώς μας κοιτά ο θεατής κι όχι πώς κοιταζόμαστε μεταξύ μας. Ο Καστελούτσι έλεγε πολύ σοφά ότι οι ηθοποιοί πρέπει να κοιτάζουν το κοινό κι όχι το αντίστροφο».
• Ποια είναι η τάση σήμερα στο θέατρο;
«Η τάση προκύπτει καθημερινά, αλλά αφορά την υπαρξιακή αναζήτηση του καθενός. Αν το ονοματίζαμε θα το χαλάγαμε. Το καινούργιο πεθαίνει την ίδια στιγμή της δημιουργίας του. Το ζήτημα είναι πώς θα βλέπεις κάθε τι ως έναρξη κι όχι ως λήξη. Κάτι ξεκίνησε με την Γκόλφω, έμαθα, κράτησα, μπόλιασα σε άλλα πράγματα. Ευτυχώς με την κρίση πέθαναν όλα γρηγορότερα. Η παλιά σκέψη, η συμπεριφορά, η κίνηση. Πατάμε πάνω στα οστά τους. Είναι ωραίο να πέφτει κάτι. Και κυρίως οι γερασμένες ιδέες».
• Αυτές όμως, για κάποιο λόγο, αργούν να «πέσουν». Μέσα στην παλαιότητά τους περιφέρονται ως νέες…
«Ομως δεν είναι ωραίο να τις προκαλείς να πέσουν; Να αντιστέκεσαι; Δεν είναι θέμα πρωτοποριακού ή κλασικού, αλλά της ματιάς πάνω τους. Ο αγώνας αφορά τον εαυτό σου, να είσαι παρών συνεχώς. Σε κάθε έργο δεν κάνεις τίποτε άλλο από το να ανοίγεσαι στο μυστήριο της ζωής. Τι νομίζεις ότι είναι το θέατρο; Ενα βράδυ χτύπησα μια πόρτα και από την άλλη μεριά μού απάντησε μια βραχνή φωνή. Πώς πήγες, τι καιρό έκανε, πώς ήταν η πόρτα, ποια σου άνοιξε; Ολα είναι μια υπέροχη ανθρώπινη ιστορία».
• Ψύχραιμος στην κριτική;
«Με έχουν επαινέσει για πράγματα που ήξερα ότι δεν είμαι τόσο καλός. Οταν ήμασταν νέοι, το κατεστημένο της κριτικής δεν μας έλεγε τίποτα, τα δημοσιεύματά τους δεν ακουμπούσαν στην ψυχή μας. Αυτά που έβριζαν μας άρεσαν κι αυτά που υμνούσαν δεν τα βλέπαμε ποτέ. Τέτοια διάσταση. Πέρασαν τα χρόνια, βγήκε μια νέα γενιά κριτικών με γλώσσα οικεία σε μας, παρά τις διαφωνίες. Πώς μέσα σε λίγα χρόνια πάλιωσε κι αυτό;…»
• Πέρα από τη μαγεία του θεάτρου αφουγκράζεστε την πραγματικότητα στην κοινωνία;
«Δεν έχω φίλους, συγγενείς άνεργους; Δεν ξέρω οικογένειες που αδυνατούν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν το ρεύμα; Κουρασμένους συναδέλφους, που ζορίζονται και από αξιοπρέπεια δεν λένε λέξη; Δεν ανάβουν καλοριφέρ, όπως κι εγώ άλλωστε; Σ’ αυτόν τον άδικο κόσμο η όποια πολυτελής φιλολογία περί τέχνης και το κουτσομπολιό περί πρόκλησης είναι απλώς μπούρδες. Οι φιλοδοξίες μας γονάτισαν, ευτυχώς».
• Πολιτικοποιημένος;
«Το νόημα είναι να εκφράζεσαι ως πολίτης καθημερινά, στη σχέση σου με τα πάντα. Πώς χαιρετάς κάποιον, πώς μιλάς, πώς κοιτάζεις, πού συχνάζεις, πώς λες ευχαριστώ ή συγγνώμη. Αυτές είναι οι μικρές ωραίες επιθέσεις στο μυαλό, ικανές να προσφέρουν εξαιρετική τροφή, δύναμη ανατροπής της βίας».
• Πώς σας φάνηκε η «παρεξήγηση» για την πρόωρη διακοπή της παράστασης του Δημήτρη Καραντζά;
«Τα έργα δεν κατεβαίνουν με βίαιες πράξεις. Η σχέση του θεάτρου με τις παραστάσεις είναι πατρική, τις προστατεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Πριν κατέβουν πρέπει να προλάβουν να ζήσουν. Διακόπτονται μόνο για να διαφυλάξουν τους ίδιους τους ηθοποιούς. Πρέπει να υπάρξουν κι άλλοι σαν τον Δημήτρη Καραντζά, νέοι, ατόφιοι σκηνοθέτες με όραμα, τόλμη. Αλλά αυτό δεν εμπίπτει καν σε προσωπική άποψη. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μεριμνά μια υγιής κοινωνία; Ας παραδεχτούμε, ας το φωνάξουμε δυνατά: Το θέατρο και το ελληνικό θεατρόφιλο κοινό προχώρησαν πολύ τα τελευταία χρόνια. Εκαναν άλματα μπροστά. Κι αυτή η πορεία δεν πρέπει να διακοπεί».
• Φαντάζεστε τον εαυτό σας συνταξιούχο;
«Α, πολύ. Θα πήγαινα όπου ήθελα. Θα απολάμβανα την κάθε μέρα και ώρα. Ταξίδια, βιβλία, θα με απασχολούσαν οι σκέψεις μου».
• Και μετά;
«Ε, ναι… Θα μου έλειπε το θέατρο. Οχι μόνον η σκηνή αλλά η ζωή μέσα σ’ αυτό, η κοινωνία του».
* INFO: Εθνικό Θέατρο-Σκηνή Νίκος Κούρκουλος (Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 2105288100). «Δεκαήμερο» Βοκάκιου. Μετάφραση Κοσμάς Πολίτης. Διασκευή-σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος. Σκηνικά-κοστούμια: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου. Μουσική: Αγγελος Τριανταφύλλου. Κίνηση: Αμάλια Μπένετ. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος. Παίζουν: Αλίκη Αλεξανδράκη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Μπινιάρης, Αγγελος Παπαδημητρίου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Αγγελος Τριανταφύλλου, Λυδία Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Μουσικός επί σκηνής: Δημήτρης Τίγκας.
e.marinou@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου