Α. Τάσσος – εκατό χρόνια από τη γέννησή του
Του Δημήτρη Γκιώνη
«Αν πιστέψουμε αυτούς στους οποίους αρέσουν τα φιλολογικά σχήματα, η αρχή των χαράξεων βρίσκεται στα προϊστορικά σπήλαια. Εκεί τοποθετούν τον προϊστορικό άνθρωπο να χαράζει και να δημιουργεί την πρώτη “λιθογραφία”», γράφει ο Α. Τάσσος (σε κείμενό του στο εικαστικό περιοδικό «Ζυγός», 1965).
Ο ίδιος επέλεξε να χαράξει τη δική του εικαστική διαδρομή σε ξύλα, με έργα μνημειώδη, που ιστορούν τους αγώνες, τις εξάρσεις, τις θυσίες και τις προσδοκίες του ελληνικού λαού – από τη μυθολογία και την αρχαιότητα ώς το ’21 και τις μέρες μας, με έμφαση στην Εθνική Αντίσταση και τη χούντα. Η χαρακτική του τέχνη απλωνόταν σε πλήθος συναφών δραστηριοτήτων: πίνακες, εικονογραφήσεις βιβλίων, αφίσες, γραμματόσημα, διακοσμητικά – τα πάντα.
Κατράκη, Ρίτσος
Πενήντα χρόνια, από τα 71 που έζησε, ώς το 1985 –καθώς τον τσιγκουνεύτηκε η ζωή– αφοσιωμένος στην τέχνη και στις ιδέες του. Κι ας τον μνημονεύσουμε κι από αυτή τη σελίδα, καθώς στις 25 Μαρτίου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του.
«Είμαστε φίλοι χρόνια, μαζί ξεκινήσαμε σε εποχές δύσκολες στην Αντίσταση», δήλωσε στον θάνατό του η σπουδαία ομότεχνος και συναγωνίστριά του Βάσω Κατράκη, που είχαν γεννηθεί την ίδια χρονιά (1914) και η οποία τον ακολούθησε στον θάνατο τρία χρόνια αργότερα (1988).
Και ο επίσης φίλος και συναγωνιστής του Γιάννης Ρίτσος (του οποίου ο Τάσσος έχει εικονογραφήσει θαυμάσια τον «Επιτάφιο»):
«Ο χαράκτης Τάσσος δεν ήταν μονάχα ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ήταν επίσης ένας μεγάλος άνθρωπος, γεμάτος αγάπη για τους συνανθρώπους του. Πάντα κοντά του, πάντα κοντά στον ελληνικό λαό. Αγωνιστής κι ο ίδιος, με την καρδιά του και την τέχνη του. Αυτή ακριβώς η ανθρώπινη στάση του τον αξίωσε να γίνει ο εκφραστής των κυριότερων και μεγαλύτερων στιγμών της νεοελληνικής ιστορίας. Ετσι, μέσα στο έργο του δεν βλέπουμε απλώς τον αγώνα ενός ανθρώπου αλλά τον αγώνα όλων εναντίον κάθε κατακτητή και για την εδραίωση μιας καλύτερης ζωής για όλο το έθνος. Γι’ αυτό και το έργο του δεν μας δίνει μόνο την αισθητική απόλαυση αλλά συντηρεί την ιστορική μνήμη όλης της Ελλάδας».
Κι ένα πορτρέτο από τον φίλο και συνεργάτη του Κώστα Νίτσο, διευθυντή για πολλά χρόνια των «Νέων» κι εκδότη του –συλλεκτικού πλέον– περιοδικού «Θέατρο»:
«Δημοκράτης, ονειροπόλος, κομουνιστής, αγωνιστής για την ειρήνη, την ελευθερία, την πρόοδο του λαού και των λαών όλου του κόσμου. Χάραξε τη Ρωμιοσύνη σε σκληρό ξύλο. Από τους πιο ρωμαλέους και στιβαρούς χαράκτες του κόσμου. Το ήθος, η ζωή και το έργο του, υπόδειγμα για τις νεώτερες γενιές».
Πάθος για τα κοινά
Είχα την καλή τύχη, ως δημοσιογράφος, να τον έχω γνωρίσει. Να τον συναντάω, να τον ακούω στο τηλέφωνο, να παίρνω κάποιο σημείωμά του – να ζητάει να γράψω κάτι, όχι για τον ίδιο αλλά για κάποιον άλλο ή για τις δραστηριότητες της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, της οποίας υπήρξε πρόεδρος κι εμψυχωτής. Παράλληλα, να είναι παρών σε οποιαδήποτε σημαντική εκδήλωση.
Το πάθος του για τα κοινά τον έκανε πολλές φορές να βγαίνει και να καταγγέλλει δημόσια τις ασχήμιες που έβλεπε, την αδιαφορία για την πολιτιστική μας κληρονομιά, τα ακαλαίσθητα αγάλματα και τα μνημεία σκοπιμότητας που έχουν διασπαρεί σε μια χώρα που έχει δοξαστεί για τα μνημειακά της επιτεύγματα, την αντιπνευματικότητα των ανθρώπων της εξουσίας και του πλούτου.
Από τους ταλαιπωρημένους της γενιάς του, είχε την τύχη να επιβιώσει, να αναγνωριστεί και να απολαύσει τιμές που του άξιζαν. Σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός, για τον ίδιο και τον τόπο, η έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη, το 1975, με έργα που είχε χαράξει στη διάρκεια της δικτατορίας. Τα ίδια ταξίδεψαν στη συνέχεια και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού (Μόσχα, Βουδαπέστη), όπου γνώρισαν θερμή υποδοχή από επισήμους, κριτικούς και, κυρίως, κοινό.
«Το χέρι το δικό μου ξεκινούσε από την καρδιά, όχι από το μυαλό. Και η άμεση επαφή μου με το κοινό… Δεν θα μου άρεσε να υπάρχει ενδιάμεσος στην επικοινωνία μου μαζί του», είχε πει σε συνέντευξή μας.
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Να και ακόμη μια απόφαση η οποία ενισχύει αυτό που γίνεται κατά μόνας: η προσφορά οικονομικών κινήτρων από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης σε άνεργους νέους ηλικίας 18-40 ετών, που θα ήθελαν να μετακινηθούν στην επαρχία και ν’ ασχοληθούν με τη γεωργία. Δεν αφορά πολλούς – μόλις 8.500 άτομα. Εάν όμως εκδηλωθεί ενδιαφέρον θα υπάρξουν, υποθέτω, και άλλα παρεμφερή προγράμματα. Διπλό το όφελος, πέρα από τη βιοποριστική ενασχόληση: να αλαφρώσει η αθηναϊκή χαβούζα και να ζωντανέψει κομμάτι η ορφανεμένη επαρχία.
***
Ξανά το θέμα των οχτώ, χαρακτηρισμένων ως διατηρητέων, προσφυγικών κατοικιών στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Για τις οποίες κάθε τόσο έχουμε και μιαν απόφαση και οι οποίες εν τω μεταξύ καταρρέουν. Προσωπικά το να διασωθούν και οι οχτώ το βλέπω μάλλον αδύνατο. Πιο εφικτή και ρεαλιστική βλέπω τη διάσωση μίας – άντε δύο, προκειμένου να μετατραπεί (μετατραπούν) σε μουσείο –και ό,τι άλλο συναφές- προσφύγων. Αλλιώς φοβάμαι ότι με τις αλλεπάλληλες κωλυσιεργίες θα καταρρεύσουν πλήρως, όπως δα έχει συμβεί και με άλλα κατ’ ευφημισμόν διατηρητέα.
***
Κι ένα στερνό αντίο σε δυο εκλεκτούς συνάδελφους που «έφυγαν»: τον Μάνο Αμελίδη, από τους πυλώνες της ΕΣΗΕΑ: ικανότατος, ευγενέστατος και προθυμότατος για οποιαδήποτε εξυπηρέτηση. Και τον Νίκο Μακρίδη – -αγαπητότατο φίλο, εντιμότατο συνάδελφο, αγωνιστή, πολύτιμο- γλαφυρότατο «γραφιά», χρόνια συνεργάτη στο καλλιτεχνικό της «Ελευθεροτυπίας». Από το είδος που εκλείπει.
ΚΑΙ… Κύριε συνάδελφε, όταν σχολιάζουμε τα του Τρίτου Προγράμματος, δεν είναι δυνατό να στηλιτεύουμε το έργο των θανόντων διευθυντών Μάνου Χατζιδάκι και Γιώργου Τσαγκάρη και να παραλείπουμε τον ζώντα διευθυντή των τελευταίων δέκα χρόνων Δημήτρη Παπαδημητρίου.
dghionis@otenet.gr
Του Δημήτρη Γκιώνη
«Αν πιστέψουμε αυτούς στους οποίους αρέσουν τα φιλολογικά σχήματα, η αρχή των χαράξεων βρίσκεται στα προϊστορικά σπήλαια. Εκεί τοποθετούν τον προϊστορικό άνθρωπο να χαράζει και να δημιουργεί την πρώτη “λιθογραφία”», γράφει ο Α. Τάσσος (σε κείμενό του στο εικαστικό περιοδικό «Ζυγός», 1965).
Ο ίδιος επέλεξε να χαράξει τη δική του εικαστική διαδρομή σε ξύλα, με έργα μνημειώδη, που ιστορούν τους αγώνες, τις εξάρσεις, τις θυσίες και τις προσδοκίες του ελληνικού λαού – από τη μυθολογία και την αρχαιότητα ώς το ’21 και τις μέρες μας, με έμφαση στην Εθνική Αντίσταση και τη χούντα. Η χαρακτική του τέχνη απλωνόταν σε πλήθος συναφών δραστηριοτήτων: πίνακες, εικονογραφήσεις βιβλίων, αφίσες, γραμματόσημα, διακοσμητικά – τα πάντα.
Κατράκη, Ρίτσος
Πενήντα χρόνια, από τα 71 που έζησε, ώς το 1985 –καθώς τον τσιγκουνεύτηκε η ζωή– αφοσιωμένος στην τέχνη και στις ιδέες του. Κι ας τον μνημονεύσουμε κι από αυτή τη σελίδα, καθώς στις 25 Μαρτίου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του.
«Είμαστε φίλοι χρόνια, μαζί ξεκινήσαμε σε εποχές δύσκολες στην Αντίσταση», δήλωσε στον θάνατό του η σπουδαία ομότεχνος και συναγωνίστριά του Βάσω Κατράκη, που είχαν γεννηθεί την ίδια χρονιά (1914) και η οποία τον ακολούθησε στον θάνατο τρία χρόνια αργότερα (1988).
Και ο επίσης φίλος και συναγωνιστής του Γιάννης Ρίτσος (του οποίου ο Τάσσος έχει εικονογραφήσει θαυμάσια τον «Επιτάφιο»):
«Ο χαράκτης Τάσσος δεν ήταν μονάχα ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ήταν επίσης ένας μεγάλος άνθρωπος, γεμάτος αγάπη για τους συνανθρώπους του. Πάντα κοντά του, πάντα κοντά στον ελληνικό λαό. Αγωνιστής κι ο ίδιος, με την καρδιά του και την τέχνη του. Αυτή ακριβώς η ανθρώπινη στάση του τον αξίωσε να γίνει ο εκφραστής των κυριότερων και μεγαλύτερων στιγμών της νεοελληνικής ιστορίας. Ετσι, μέσα στο έργο του δεν βλέπουμε απλώς τον αγώνα ενός ανθρώπου αλλά τον αγώνα όλων εναντίον κάθε κατακτητή και για την εδραίωση μιας καλύτερης ζωής για όλο το έθνος. Γι’ αυτό και το έργο του δεν μας δίνει μόνο την αισθητική απόλαυση αλλά συντηρεί την ιστορική μνήμη όλης της Ελλάδας».
Κι ένα πορτρέτο από τον φίλο και συνεργάτη του Κώστα Νίτσο, διευθυντή για πολλά χρόνια των «Νέων» κι εκδότη του –συλλεκτικού πλέον– περιοδικού «Θέατρο»:
«Δημοκράτης, ονειροπόλος, κομουνιστής, αγωνιστής για την ειρήνη, την ελευθερία, την πρόοδο του λαού και των λαών όλου του κόσμου. Χάραξε τη Ρωμιοσύνη σε σκληρό ξύλο. Από τους πιο ρωμαλέους και στιβαρούς χαράκτες του κόσμου. Το ήθος, η ζωή και το έργο του, υπόδειγμα για τις νεώτερες γενιές».
Πάθος για τα κοινά
Είχα την καλή τύχη, ως δημοσιογράφος, να τον έχω γνωρίσει. Να τον συναντάω, να τον ακούω στο τηλέφωνο, να παίρνω κάποιο σημείωμά του – να ζητάει να γράψω κάτι, όχι για τον ίδιο αλλά για κάποιον άλλο ή για τις δραστηριότητες της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, της οποίας υπήρξε πρόεδρος κι εμψυχωτής. Παράλληλα, να είναι παρών σε οποιαδήποτε σημαντική εκδήλωση.
Το πάθος του για τα κοινά τον έκανε πολλές φορές να βγαίνει και να καταγγέλλει δημόσια τις ασχήμιες που έβλεπε, την αδιαφορία για την πολιτιστική μας κληρονομιά, τα ακαλαίσθητα αγάλματα και τα μνημεία σκοπιμότητας που έχουν διασπαρεί σε μια χώρα που έχει δοξαστεί για τα μνημειακά της επιτεύγματα, την αντιπνευματικότητα των ανθρώπων της εξουσίας και του πλούτου.
Από τους ταλαιπωρημένους της γενιάς του, είχε την τύχη να επιβιώσει, να αναγνωριστεί και να απολαύσει τιμές που του άξιζαν. Σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός, για τον ίδιο και τον τόπο, η έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη, το 1975, με έργα που είχε χαράξει στη διάρκεια της δικτατορίας. Τα ίδια ταξίδεψαν στη συνέχεια και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού (Μόσχα, Βουδαπέστη), όπου γνώρισαν θερμή υποδοχή από επισήμους, κριτικούς και, κυρίως, κοινό.
«Το χέρι το δικό μου ξεκινούσε από την καρδιά, όχι από το μυαλό. Και η άμεση επαφή μου με το κοινό… Δεν θα μου άρεσε να υπάρχει ενδιάμεσος στην επικοινωνία μου μαζί του», είχε πει σε συνέντευξή μας.
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Να και ακόμη μια απόφαση η οποία ενισχύει αυτό που γίνεται κατά μόνας: η προσφορά οικονομικών κινήτρων από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης σε άνεργους νέους ηλικίας 18-40 ετών, που θα ήθελαν να μετακινηθούν στην επαρχία και ν’ ασχοληθούν με τη γεωργία. Δεν αφορά πολλούς – μόλις 8.500 άτομα. Εάν όμως εκδηλωθεί ενδιαφέρον θα υπάρξουν, υποθέτω, και άλλα παρεμφερή προγράμματα. Διπλό το όφελος, πέρα από τη βιοποριστική ενασχόληση: να αλαφρώσει η αθηναϊκή χαβούζα και να ζωντανέψει κομμάτι η ορφανεμένη επαρχία.
***
Ξανά το θέμα των οχτώ, χαρακτηρισμένων ως διατηρητέων, προσφυγικών κατοικιών στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Για τις οποίες κάθε τόσο έχουμε και μιαν απόφαση και οι οποίες εν τω μεταξύ καταρρέουν. Προσωπικά το να διασωθούν και οι οχτώ το βλέπω μάλλον αδύνατο. Πιο εφικτή και ρεαλιστική βλέπω τη διάσωση μίας – άντε δύο, προκειμένου να μετατραπεί (μετατραπούν) σε μουσείο –και ό,τι άλλο συναφές- προσφύγων. Αλλιώς φοβάμαι ότι με τις αλλεπάλληλες κωλυσιεργίες θα καταρρεύσουν πλήρως, όπως δα έχει συμβεί και με άλλα κατ’ ευφημισμόν διατηρητέα.
***
Κι ένα στερνό αντίο σε δυο εκλεκτούς συνάδελφους που «έφυγαν»: τον Μάνο Αμελίδη, από τους πυλώνες της ΕΣΗΕΑ: ικανότατος, ευγενέστατος και προθυμότατος για οποιαδήποτε εξυπηρέτηση. Και τον Νίκο Μακρίδη – -αγαπητότατο φίλο, εντιμότατο συνάδελφο, αγωνιστή, πολύτιμο- γλαφυρότατο «γραφιά», χρόνια συνεργάτη στο καλλιτεχνικό της «Ελευθεροτυπίας». Από το είδος που εκλείπει.
ΚΑΙ… Κύριε συνάδελφε, όταν σχολιάζουμε τα του Τρίτου Προγράμματος, δεν είναι δυνατό να στηλιτεύουμε το έργο των θανόντων διευθυντών Μάνου Χατζιδάκι και Γιώργου Τσαγκάρη και να παραλείπουμε τον ζώντα διευθυντή των τελευταίων δέκα χρόνων Δημήτρη Παπαδημητρίου.
dghionis@otenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου