Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Ενας Σεφέρης για τον 21ο αιώνα

  https://www.efsyn.gr/?p=187608
Γιώργος Σεφέρης
«Ποιήματα»
(Νέα έκδοση)
Επιμέλεια: Δημήτρης Δασκαλόπουλος
Ικαρος, 2014, σελ. 505

Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

Η έβδομη ποιητική συλλογή του Γιώργου Σεφέρη, το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄», είχε πρωτοκυκλοφορήσει στην Αλεξάνδρεια το καλοκαίρι του 1944 σε μια «αποκλειστικά ιδιωτική» έκδοση 75 αντιτύπων. Επανεκδόθηκε ωστόσο έναν χρόνο αργότερα στην Αθήνα από τις εκδόσεις Ικαρος και αποτέλεσε την αρχή της συνεργασίας του ποιητή με τον ιστορικό εκδοτικό οίκο, που εκδίδει έκτοτε όλα του τα βιβλία. Η πρώτη πλήρης συγκεντρωτική έκδοση των σεφερικών ποιημάτων θα κυκλοφορήσει από τον Ικαρο το 1972 και θα ανατυπώνεται στην ίδια ακριβώς μορφή για τα επόμενα σαράντα χρόνια. Μέχρι σήμερα δηλαδή οπότε ο εκδοτικός οίκος θέτει σε κυκλοφορία μια νέα έκδοση των «Ποιημάτων» και του «Τετραδίου γυμνασμάτων, β΄», το οποίο κυκλοφορούσε ώς τώρα αυτοτελώς.


Επιμελητής της νέας αυτής έκδοσης είναι ο ποιητής, κριτικός και βιβλιογράφος Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο οποίος, ακολουθώντας τις εκδοτικές αρχές του Γ.Π. Σαββίδη και αναθεωρώντας στον μικρότερο δυνατό βαθμό τις σημειώσεις εκείνου, μας προσφέρει έναν Σεφέρη για τον 21ο αιώνα: σε έναν λιτό τόμο 500 σελίδων με τη φωτογραφία του ποιητή στο εξώφυλλο, σχήμα και μέγεθος παρόμοια με εκείνα της προηγούμενης κλασικής έκδοσης και καθαρή, ευανάγνωστη γραμματοσειρά.

Η μεγάλη καινοτομία της έκδοσης αυτής είναι, φυσικά, η συμπερίληψη –μαζί με τα ποιήματα των δέκα συλλογών που κυκλοφόρησαν όσο ακόμα ζούσε ο ποιητής– και της συλλογής «Τετράδιο γυμνασμάτων, β΄», η οποία είχε κυκλοφορήσει το 1975 και περιλαμβάνει ποιήματα που δεν είχαν βρει θέση σε καμία από τις δημοσιευμένες συλλογές του Σεφέρη (όπως διευκρίνιζε ο ίδιος στη σημείωσή του για το πρώτο «Τετράδιο Γυμνασμάτων»), αλλά σχεδίαζε την έκδοση ορισμένων έστω από αυτά. Ο αναγνώστης λοιπόν, έχοντας πια στα χέρια του, σε έναν τόμο, ολόκληρο το σεφερικό ποιητικό έργο, μπορεί να αντιληφθεί ευχερέστερα την ενότητα και την οργανικότητά του, αλλά και να διακρίνει τις διαφορετικές πλευρές του, την παιγνιώδη και τη δραματική, τη λυρική και τη στοχαστική, την ατομική και τη συλλογική.

Γιατί πράγματι, αν και ακούγεται παράδοξο για έναν νομπελίστα τα βιβλία του οποίου δεν έχουν πάψει ούτε στιγμή να ανατυπώνονται και να μελετώνται, η δραστικότητα και η πάνδημη αποδοχή της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη μοιάζει να έχει μειωθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αφενός η πανεπιστημιακή κυρίως κριτική επικεντρώνεται και τονίζει, όλο και συχνότερα, δικαίως ή αδίκως, την ελληνοκεντρική ή και εθνοκεντρική διάσταση του έργου του και τον συντηρητισμό του. Αφετέρου, ενώ πριν από 20-30 χρόνια τα ποιήματά του Σεφέρη βρίσκονταν σε κάθε φοιτητικό σακίδιο και δωμάτιο, το νεότερο αναγνωστικό κοινό (στο οποίο περιλαμβάνονται βέβαια και οι νεότεροι ποιητές μας) τον αντιμετωπίζει πια, αν το αντιλαμβάνομαι σωστά, ως άλλον έναν από τους κλασικούς, τον Ανδρέα Κάλβο φέρ’ ειπείν ή τον Αγγελο Τερζάκη, των οποίων αγοράζει μεν τα βιβλία, αλλά περιορίζεται να τα διαβάζει από ιστορικό μάλλον ενδιαφέρον ή επειδή οφείλει, σε κάποιον βαθμό, να τα έχει διαβάσει και όχι από εσωτερική ανάγκη ή ενθουσιασμό.

Κι όμως ο Σεφέρης, τόσο με το ποιητικό του όσο και με το πεζογραφικό του έργο (δοκίμια και ημερολόγια), έχει και πολλά να διδάξει και μεγάλη απόλαυση να χαρίσει στον σημερινό αναγνώστη, γιατί «το κατάστρωμα δεν είναι δικό μου, καθόλου δικό μου, είναι μια κινούμενη πλατεία, όπου πέρασα κι εγώ αλλά και πολύς κόσμος και ο αγέρας, και η βροχή, και τ’ ανθρώπινα σώματα».

Την ηθική του, πρώτα απ’ όλα, όπως αναγνωρίζεται και εφαρμόζεται τόσο στην ποιητική όσο και στην πολιτική του συμπεριφορά, τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική ανθρώπινη εμπειρία· τη βαθιά συνείδηση του τόπου και του χρόνου, τον «καημό της ρωμιοσύνης» όπως τον ονόμαζε, την ιστορική αίσθηση και μνήμη που τον χαρακτηρίζει· τον άμεσο και οικείο, λιτό και κουβεντιαστό, θυμόσοφο και στοχαστικό τόνο της φωνής του, που γνωρίζει, θα ’λεγες, και έχει αποδεχθεί με ηρεμία το αναπόφευκτο τέλος των πραγμάτων· τον τρόπο να μιλάς για το σήμερα, που δεν είναι συχνά παρά «σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά», για το δίκαιο και για το άδικο, χωρίς να ενδίδεις στον μελοδραματισμό, τη συναισθηματικότητα και την εύκολη ηθικολογία – το μέγιστον, ενδεχομένως, μάθημα για τους ποιητές της κρίσης των ημερών μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου