Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ήταν κάτι μεταξύ Ζορμπά και Βύρωνα

ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ ΦΕΡΜΟΡ ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
10/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Αρτεμις Κούπερ: βιογράφος του κορυφαίου ταξιδιωτικού συγγραφέα, λάτρη της Ελλάδας και ήρωα της Αντίστασης Μας περιγράφει πώς γνώρισε τον Πάντι. Πώς αυτός ο κλειστός άνθρωπος της άνοιξε την καρδιά και τα χαρτιά του για να γράψει το βιβλίο της, με τον όρο να δημοσιευτεί μετά τον θάνατο τον δικό του και της γυναίκας του, Τζόαν.
 


Της Νόρας Ράλλη

ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΥΠΕΡΤον είχε γνωρίσει στα 17 της και τον ξανασυνάντησε στα 50 της. Η Αρτεμις Κούπερ (σύζυγος του ιστορικού Αντονι Μπίβορ), συγγραφέας της βιογραφίας «Πάτρικ Λη Φέρμορ: μια περιπέτεια» (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση Ηλία Μαγκλίνη), βρέθηκε στην Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου στο Μπενάκη. Ηταν προσωπική φίλη του διάσημου ταξιδιωτικού συγγραφέα, όπως και η γιαγιά της, λαίδη Νταϊάνα Κούπερ, μια Βρετανίδα καλλονή του Μεσοπολέμου. «Ο Πάντι, όπως τον φώναζαν όλοι, Μιχάλης για τους Ελληνες, ήταν πολύ κλειστός σε ό,τι αφορούσε την ιδιωτική του ζωή», μας λέει. Για τη βιογραφία του μελέτησε το ημερολόγιό του, την αλληλογραφία, όλο το υλικό του αρχείου του, μίλησε με όσους τον γνώριζαν. Και φυσικά με τον ίδιο, όταν τον επισκεπτόταν, για μέρες κάθε φορά, στην Καρδαμύλη, στο σπίτι του που δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη, για να γίνει πολιτιστικό κέντρο. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ (1915 – 2011) υπήρξε θρυλική μορφή για την Ελλάδα, διέσχισε την Ευρώπη με τα πόδια, πέρασε στην Ελλάδα, την ταξίδεψε ολόκληρη, πολέμησε γι” αυτή στην Κατοχή. Με τη γυναίκα του, διάσημη φωτογράφο Τζόαν Λη Φέρμορ, έμεναν στη Μάνη, που έμελλε να γίνει δεύτερη πατρίδα του.


• Λένε πως οι μεγάλοι λογοτέχνες συνήθως δύσκολα μιλούν για τους ίδιους.

«Ο Πάντι ήταν τρομερά ομιλητικός για κάθε άλλο, εκτός από την προσωπική του ζωή. Μισούσε τα μαγνητόφωνα και στις συνεντεύξεις μας ένιωθα πως μένουμε στην επιφάνεια. Μέχρι που κάποια στιγμή, πριν από λίγα χρόνια, του πρότεινα να τον βοηθήσω να τακτοποιήσει το αρχείο του στη Μάνη. Ξετρελάθηκε με την ιδέα και κάπως έτσι, μέσα από επιστολές και φωτογραφίες, λύθηκε και άρχισε να μου μιλάει πραγματικά. Πάντα, βέβαια, έλεγε: «Αυτό να μην το γράψεις!». Πάντα τον διαβεβαίωνα πως δεν θα το κάνω και φυσικά το έκανα. Αλλά, μετά τον θάνατό του –και της γυναίκας του– όπως μου είχε ζητήσει».

• Τον είχατε γνωρίσει στα 17 σας.

«Ναι, επί χούντας. Είχε έρθει στο σπίτι που νοίκιαζε η γιαγιά μου, στις Σπέτσες. Τραγουδούσε και χόρευε και με μάγευε. Θυμάμαι πως σε μια ερημική παραλία στο νησί, τον προσέγγισαν δύο ψαράδες, για να τον χαιρετήσουν, κάπως φοβισμένα, και ο Πάντι τούς αγκάλιασε, μιλούσαν ώρα και κάποια στιγμή άρχισαν να τραγουδούν. Τον Εθνικό σας Υμνο! Και έκλαιγαν. Τέτοια σχέση είχε με τους Ελληνες».

• Πώς θα τον χαρακτηρίζατε;

«Ευγενέστατο και πάντα ενθουσιώδη. Ξετρελαινόταν με το παραμικρό. Οταν πήγα το 2006, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο της γυναίκας του, σκεφτόμουν: πώς θα σταθώ δίπλα σε έναν άνθρωπο με τις δικές του γνώσεις; Κι όμως. Ανέφερες κάτι που ήξερες και αμέσως έβγαζε χαρτί και μολύβι να το σημειώσει. Σε έκανε να νιώθεις σπουδαίος. Ηταν ρομαντικός και ευαίσθητος. Βέβαια, πρόσεχε τη δημόσια εικόνα του μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Οταν ήταν στην Αγγλία ντυνόταν στην τρίχα, με κοστούμι και καλογυαλισμένα παπούτσια. Τίποτε πάνω του δεν πρόδιδε την απίστευτη ιστορία του – νόμιζες πως ζούσε στο Λονδίνο μια ζωή! Οταν πάλι ήταν στην Καρδαμύλη ή στην Κρήτη, του άρεσε να ντύνεται με τις τοπικές ενδυμασίες. Ηθελε να είναι «παλικάρι», όπως τον φώναζαν. Και ήταν. Δεν πρέπει να φοβήθηκε ποτέ στη ζωή του».

• Δηλαδή, δεν είχε κανένα αρνητικό;

«Εντάξει, ξενοκοιτούσε. Ηταν πολύ γοητευτικός, κάτι μεταξύ Ζορμπά και λόρδου Βύρωνα. Γοήτευε άνδρες και γυναίκες. Αυτό το ήξερε καλά η Τζόαν και έκανε τα στραβά μάτια. Πιο πολύ της είχε στοιχίσει πως δεν έκαναν ένα παιδί, παρά το ό,τι άλλο».

• Γιατί δεν έκαναν παιδιά;

«Με τη γλυκιά, σχεδόν φλαουτένια φωνή της, μου είπε πως ήθελαν, αλλά πάντα κάποιο μεγάλο σχέδιο είχαν για την επόμενη χρονιά και έτσι ο καιρός πέρασε. Ηταν μαζί από το 1946».

• Τι τον κινητοποιούσε να κάνει όλα αυτά τα απίστευτα;

«Ο Πάντι έζησε πολύ πιεσμένος στην Αγγλία, μέχρι τα 18 του. Οι γονείς του ήταν πολύ αυστηροί και ο ίδιος είχε εισπράξει μεγάλη απογοήτευση που δεν ήταν καλός μαθητής και δεν θα μπορούσε να συνεχίσει την καριέρα του πατέρα του, που δούλευε στις Ινδίες. Οταν έστειλε ένα γράμμα στη μητέρα του λέγοντας πως είναι ερωτευμένος με μια πανέμορφη Ελληνίδα, αυτή για απάντηση του το έστειλε σκισμένο! Τόσο σκληρή ήταν. Οπότε, όταν έφυγε, απελευθερώθηκε. Και αυτό τον έκανε τρομερά χαρούμενο. Εμαθε τόσες γλώσσες, διάβασε πολύ, γνώρισε σπουδαίους ανθρώπους. Ενιωθε πως μπορούσε να κάνει τα πάντα!».

• Και τα έκανε.

«Πραγματικά. Αν ήταν δύο λέξεις να χρησιμοποιήσω για τον Πάντι θα ήταν: περιέργεια και θάρρος. Οταν ήταν στην Κρήτη επί Κατοχής, καθόταν με έναν ακόμη αντάρτη στο καφενείο και δίπλα τους ένας Γερμανός ζήτησε φωτιά. Του έδωσε χωρίς δισταγμό. Του άρεσε να ζει στα όρια. Ηθελε να παίζει με τον κίνδυνο. Ούτε ο θάνατος τον φόβισε στο τέλος».

• Στην Ελλάδα τον φώναζαν «Μιχάλη». Γιατί;

«Ο ίδιος το είχε επιλέξει. Δεν του άρεσε το Πέτρος, που ταίριαζε περισσότερο στο Πάτρικ. Επίσης, Μάικλ ήταν το μεσαίο όνομά του. Οταν κάποια στιγμή το ’40 έχασε το διαβατήριό του στη Γερμανία, το καινούργιο έλεγε Μάικλ Λη Φέρμορ και το κράτησε».

• Εζησε μια γεμάτη ζωή σε έναν δύσκολο αιώνα. Πιστεύετε πως θα μπορούσε σήμερα να ζήσει κάτι παρόμοιο ένας νέος;

«Οι συνθήκες στην Ευρώπη μοιάζουν πιο εύκολες, ωστόσο δεν θεωρώ πως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε κάποιος να είναι οπλισμένος με πολύ θάρρος και τόλμη, να μην τον νοιάζει να κοιμάται έξω τα βράδια, να περπατάει ημέρες. Ενας Αγγλος στα 28 του, πριν από 2 χρόνια, έκανε το ίδιο ταξίδι στην Ευρώπη, έχοντας στο σακίδιό του τα βιβλία του Φέρμορ. Αλλά, μέσω Διαδικτύου έβρισκε ανθρώπους συμμέτοχους. Ο Πάτρικ δεν είχε τίποτα τέτοιο».

• Θα μας πείτε κάτι που δεν έχετε πει πουθενά αλλού;

«Οταν πήγα με τον γιο του, Ανταμ, στο σπίτι του στην Καρδαμύλη, αφού ο ίδιος είχε «φύγει», η οικονόμος τον έβαλε να κοιμηθεί στην κάμαρα του πατέρα του. Το πρωί είδα ανοιχτά τα παράθυρά της και εκεί που είχα την εικόνα ενός ηλικιωμένου, υπέροχου ασπρομάλλη ξεπρόβαλε ένας νέος, με μαύρα μαλλιά, ο γιος του. Αυτή την εικόνα θα την κρατήσω ακριβό ενθύμιο».

n.ralli@efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου